Ιδέες
Γιατί να διαβάσουμε το Arditi del Popolo

Παρόλο που η ιστορία δεν γράφεται με τα “αν”, ο Τομ Μπίαν στο βιβλίο του “Arditi del Popolo – Η ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης” συμπεραίνει πως έστω και σε αυτή την  εμβρυακή μορφή που λειτούργησαν οι Arditi del Popolo (ADP) από την άνοιξη του 1921 μέχρι και την ανάθεση στον Μουσολίνι της πρωθυπουργίας τον Οκτώβρη του 1922, η δράση τους ήταν η μόνη ικανή στρατηγική για να σταματήσει τον Μουσολίνι.
 
Ο Τομ Μπίαν (1957-2010) υπήρξε για πάνω από 30 χρόνια μέλος του SWP (αδερφή οργάνωση του ΣΕΚ στην Βρετανία) και δίδασκε στο τμήμα Ιταλικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Κεντ. Ήταν συγγραφέας βιβλίων σχετικών με την εργατική, επαναστατική και αντιφασιστική παράδοση της Ιταλίας και μεταξύ άλλων ανέδειξε την, άγνωστη σε πολλούς, ιστορία των Arditi del Popolo. Το βιβλίο του εκδόθηκε στα ελληνικά από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο το 2012 (όταν οι ναζίδες μπήκαν για πρώτη φορά στη βουλή) ξεκινάει από τον τίτλο του ακόμα την προσπάθεια να εξηγήσει γιατί η άνοδος του Μουσολίνι ήταν αποτρέψιμη.
 
Πρόκειται προφανώς για ένα συμπέρασμα που περισσότερο από ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες ενδιαφέρει όλη την Αριστερά της Ευρώπης αλλά και εδώ στην Ελλάδα. 
Το βιβλίο περιγράφει με πολύ σαφή και ιστορικά συνεπή τρόπο τις πολιτικές συνθήκες της Ιταλίας το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, κι επεξηγεί διεξοδικά την συγκρότηση της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης στην ιστορία. Κυρίως όμως δίνει τις αναγκαίες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα που συναντάμε μπροστά μας στην προσπάθεια οργάνωσης και συγκρότησης του αντιφασιστικού κινήματος και σήμερα.
 
Κόκκινη διετία
 
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε με επαναστάσεις και το μήνυμα της Οκτωβριανής Επανάστασης απλωνόταν σαν φωτιά σε όλη την Ευρώπη σπέρνοντας το φόβο στην άρχουσα τάξη. Στην Ιταλία, στη διάρκεια της «Κόκκινης Διετίας» του 1919-20, με τις γενικές απεργίες και τις καταλήψεις εργοστασίων, η εργατική τάξη έφτασε κυριολεκτικά μια αναπνοή μακριά από μια νικηφόρα επανάσταση. 
 
Την αποτυχία του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας (PSI) να αρπάξει την ευκαιρία και να οργανώσει την εργατική επανάσταση, ακολούθησε η γέννηση του ιταλικού φασισμού με μοναδικό στόχο τη διάλυση του εργατικού κινήματος, που άρχισε να εκφράζεται με ένα μεγάλο κύμα εμπρησμών, δολοφονικών επιθέσεων, τρομοκρατίας και προσπάθειας των φασιστικών συμμοριών να δείξουν ότι κυριαρχούν στο δρόμο. Ο Μουσολίνι, που οργάνωσε τις φασιστικές συμμορίες στρατολογώντας αρχικά πρώην αξιωματικούς, εθνικιστές στρατιώτες, φοβισμένους μικροαστούς, απογοητεύμενους άνεργους και υπόκοσμο, είχε την πλήρη υποστήριξη του κρατικού μηχανισμού.
 
Όμως η μάζα των βετεράνων που επέστρεφε από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ιταλία, όπως και σε άλλες χώρες την ίδια περίοδο, βρέθηκε στο κέντρο του επαναστατικού κινήματος. Πρώην Αrditi, (“γενναίοι” όπως ονομάζονταν οι επίλεκτες ομάδες κρούσης του ιταλικού στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) πρωτοστάτησαν και στην αντιφασιστική δράση. Η απάντηση στη φασιστική τρομοκρατία ήταν η ίδρυση την άνοιξη του 1921 των “Arditi del Popolo” των “λαϊκών ομάδων κρούσης”, από βετεράνους στρατιώτες και τα πιο μαχητικά κομμάτια της εργατικής τάξης. 
 
Οι Arditi προχώρησαν οργανώνοντας κόσμο με επιτροπές στις γειτονιές, εμπλέκοντας εργατικά κέντρα και οργανώσεις, και αποδεχόμενοι στους κόλπους τους τους πάντες, ακόμα και αν είχαν κομματικές ταυτότητες άλλων οργανώσεων. “Ο βασικός τους σκοπός ήταν να εντάξουν το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων στην αντίσταση κατά του φασισμού”, εξηγεί ο Μπίαν τονίζοντας πως “ένας από τους βασικούς τους τρόπους για να προβάλουν τη δράση τους ήταν η οργάνωση διαδηλώσεων σε εργατικές περιοχές”. Με τοπικές κινητοποιήσεις, δράσεις και καλέσματα για απεργίες προσπαθούσαν να απαντήσουν σε κάθε περιοχή στις φασιστικές προκλήσεις συσπειρώνοντας όλο το δυναμικό των εργατικών οργανώσεων της κάθε περιοχής. 
 
Οι Arditi πολύ γρήγορα έχτισαν τοπικές μαζικές οργανώσεις σε μια σειρά από περιφέρειες σε όλη την Ιταλία στις οποίες συμμετείχαν πλήθος κομμουνιστών, σοσιαλιστών, αναρχικών και γενικότερα αντιφασιστών εργατών– χωρίς να έχουν όμως την υποστήριξη των ηγεσιών του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI), αλλά ούτε και του νέου Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) που είχε μόλις ιδρυθεί.
 
Το PSI πέρα από τις αμέτρητες επερωτήσεις στο κοινοβούλιο είχε “παραδοθεί” στην “νομιμότητα” του αστικού κράτους και λίγο αργότερα αποδέχτηκε τη συμφωνία “ειρήνης” που του πρόσφερε ο Μουσολίνι μετά τις πρώτες επιτυχίες των ADP ξεκαθαρίζοντας “ότι δεν συνδέεται με την οργάνωση Arditi και τις δραστηριότητές της”. Για τους ηγέτες του PSI ερχόταν η ώρα να βρεθούν στην κυβέρνηση και η άρνησή τους να αντιπαρατεθούν με τους φασίστες στους δρόμους δενόταν με την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τα συμφέροντα που ετοιμάζονταν να υπηρετήσουν. Το μέλλον θα τους διέψευδε οικτρά.
 
Από την άλλη, το νεοσύστατο ΚΚ στάθηκε σεχταριστικά (με φωτεινή εξαίρεση τον Α. Γκράμσι) απέναντι στους Arditi, λέγοντας ότι δεν είναι αρκετά “ξεκάθαροι”, κατηγορώντας τους σαν “αμφιλεγόμενους” και καλώντας τα μέλη του “να μη συμμετάσχουν στις οργανώσεις τους”. Ηταν “απασχολημένοι να εξετάζουν με μεγεθυντικό φακό το κίνημα για να δουν αν είναι επαρκώς μαρξιστικό”, ήταν η διάσημη πλέον ειρωνική κριτική του Μπουχάριν σε ένα γράμμα της Κομιντέρν προς τους Ιταλούς κομμουνιστές.
 
Οι Arditi ήταν “πολλές σημαίες που εξέφραζαν διαφορετικές ιδέες, αλλά συναντήθηκαν σε ένα ενιαίο στρατό με ένα σκοπό: να προωθήσουν τη δική τους απελευθέρωση”, όπως έλεγε χαρακτηριστικά στην ομιλία του στη μεγάλη συγκέντρωση που πραγματοποίησαν στη Ρώμη στις 6 Ιουλίου του 1921, ο Μπομπάτσι, αντιπρόσωπος το 1920 στο συνέδριο της Γ' Διεθνούς. 
 
Μανιφέστο
 
Το μανιφέστο της διαδήλωσης απαιτούσε τον αφοπλισμό των φασιστών και να τεθεί η οργάνωσή τους εκτός νόμου και συνέχιζε λέγοντας πως οι Arditi δεν είχαν αυταπάτες ότι τα αιτήματα αυτά θα ικανοποιηθούν από το κράτος “επειδή ήταν οι ίδιες οι αρχές που ενθάρρυναν τη δημιουργία του φασιστικού κινήματος, ενισχύοντας το οικονομικά, εξοπλίζοντάς το και προστατεύοντάς το σε κάθε κρίσιμη στιγμή”.
 
Ήταν εκείνη την ημέρα που το εργατικό κέντρο της Ρώμης αναγκάστηκε μέσα από πίεση να καλέσει αντιφασιστική γενική απεργία για να κατέβει ο κόσμος στη διαδήλωση όπου συμμετείχαν πάνω από 50.000.
 
Οι Arditti σε πολλά σημεία κατάφεραν να απαντήσουν ηρωικά στις φασιστικές επιθέσεις: Στην πόλη της Σαρτσάνα άπλωσαν τα οδοφράγματα και τσάκισαν τους φασίστες. Στην αποτυχημένη πρώτη πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη οι φασίστες μπήκαν στα τρένα κυνηγημένοι. Και βέβαια στην ηρωική νικηφόρα αντίσταση – το Σεπτέμβρη του 1922 ένα μόλις μήνα πριν την άνοδο των φασιστών στην εξουσία – της Πάρμα, που μπορεί να διαβάσει κανείς στο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο Parma bell’ arma (Πάρμα, όμορφα οπλισμένη).
 
Το φθινόπωρο του 1922, στη δεύτερη πορεία προς της Ρώμη, προσκεκλημένος από την ίδια την άρχουσα τάξη, ο Μουσολίνι κατάφερε να βγει νικητής. Ο ίδιος ο Μουσολίνι ανέφερε σε ένα βιογράφο του ότι αν το παράδειγμα της Πάρμα είχε ακολουθηθεί και αλλού, το “δικαίωμα” των φασιστών “να ελέγχουν τη δημόσια ζωή θα ήταν υπό συζήτηση”.
 
“Δύο είναι τα διδάγματα αυτής της ιστορίας για τους αντιφασίστες και την Αριστερά σήμερα”, γράφει ο συγγραφέας. “1) Η ανάγκη να μην βάζουν την ιδεολογική καθαρότητα σαν προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους σε ένα αντιφασιστικό αγώνα και 2) να μην έχουν καμιά εμπιστοσύνη ότι το κοινοβούλιο και η αστυνομία θα σταματήσουν την άνοδο του φασισμού”. 
 
Για όσους συγκροτούμε τις τοπικές επιτροπές της ΚΕΕΡΦΑ στις γειτονιές, στους εργατικούς χώρους, στα πανεπιστήμια και στα σχολεία και οργανώνουμε το πώς οι φασίστες δεν θα ξανασηκώσουν κεφάλι, η ιστορία των Arditi Del Popolo μας συγκινεί, μας εμπνέει και μας διδάσκει.