Αντιφασιστικό κίνημα
H δίκη της Χρυσής Αυγής: Τάγματα εφόδου με αλεξίσφαιρα και ασύρματους

Στις 21 και 22 Οκτώβρη είναι οι επόμενες συνεδριάσεις της δίκης της Χρυσής Αυγής στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού. Η διαδικασία συνεχίζεται με τις καταθέσεις των μαρτύρων που ήταν παρόντες στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
 
Η 22η ημέρα της δίκης στις 15 Οκτώβρη εξαντλήθηκε με τις ερωτήσεις της πολιτικής αγωγής και της υπεράσπισης προς τον Γιώργο Ρώτα, έναν εκ των οκτώ αστυνομικών των δύο ομάδων ΔΙΑΣ που ήταν μπροστά στη δολοφονία. Από τις απαντήσεις του, αναδείχτηκαν τόσο η οργανωμένη δράση του τάγματος εφόδου της Χρυσής Αυγής όσο και -παρά την προσπάθεια του μάρτυρα να το αποφύγει με τη βοήθεια και της έδρας- η συνενοχή της αστυνομίας.
 
Ο αστυνομικός περιέγραψε ξανά τα γεγονότα της βραδιάς. Το σήμα που πήρε η ομάδα του εκείνο το βράδυ (“50 άτομα με ρόπαλα κατευθύνονται στη καφετέρια Κοράλι”). Την πορεία της ομάδας του προς το σημείο και τη συνάντησή της με την ομάδα ΔΙΑΣ Κερατσινίου επί της Τσαλδάρη. Την εικόνα των πενήντα χρυσαυγιτών (“μαυροφορεμένοι, κοντοκουρεμένοι, με καδρόνια και κράνη”). Την προσέγγισή τους από άτομο που τους συστήθηκε ως συνάδελφος και τους ενημέρωσε ότι “υπήρξε διένεξη μεταξύ ατόμων της Χρυσής Αυγής και του γνωστού χώρου” (του αναρχικού δηλαδή). Την ξαφνική απόσπαση και τρέξιμο των είκοσι εκ των πενήντα προς τη Τσαλδάρη. Τη συμπλοκή τεσσάρων με πέντε ατόμων στο νούμερο 62 της Τσαλδάρη που στη συνέχεια διασκορπίζονται αφήνοντας εκεί τον Ρουπακιά και τον Φύσσα. Το Φύσσα να σηκώνει την μπλούζα του και να φωνάζει “με μαχαίρωσε”. Τη σύλληψη του Ρουπακιά αφού έχει μπει στο αυτοκίνητό του. Την κλήση στο ΕΚΑΒ.
 
Κάθε ένα από τα παραπάνω σημεία γινόταν πενηνταράκια από τους συνήγορους της πολιτικής αγωγής, με αποτέλεσμα ο μάρτυρας να δηλώσει ξεκάθαρα ότι από την εμπειρία του θα ξεχώριζε τους χρυσαυγίτες “από οποιοδήποτε άλλο όχλο”, ότι δεν είδε “άτομα του γνωστού χώρου στο σημείο” ούτε κάποιο τραυματισμό ή άλλο επεισόδιο έξω από την καφετέρια, ότι “δεν είναι συχνές τέτοιες συμπλοκές στην περιοχή”, ότι για να κινηθούν οι είκοσι όλοι μαζί “ήξεραν που πηγαίνουν και τι ήθελαν να κάνουν, κάποια εσωτερική συννενόηση υπήρξε, πιθανόν να ήταν σχεδιασμένο”. 
 
Ενώ σε φωτογραφίες (από τη δικογραφία) των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής που του επεδείχτηκαν από το συνήγορο της πολιτικής αγωγής Θανάση Καμπαγιάννη, ο μάρτυρας αναγνώρισε στα γιλέκα που φορούσαν “θήκες όπου μπαίνουν αντιβαλλιστικά και μετατρέπονται σε αλεξίσφαιρα” καθώς και τους “ασυρμάτους” που κρατούσαν.
 
Αναλυτικότατες ήταν οι ερωτήσεις της πολιτικής αγωγής και σε σχέση με τους χειρισμούς της αστυνομίας, με τον μάρτυρα να ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσαν και δεν προλάβαιναν να κάνουν κάτι -παρότι όπως περιέγραψε οι δύο ομάδες ΔΙΑΣ αποτελούνταν από τέσσερις μηχανές μεγάλου κυβισμού (650 με 900cc) με αναμμένους τους φάρους, από οκτώ αστυνομικούς με στολή, αλεξίσφαιρα, επτά πιστόλια και ένα υποπολυβόλο (το όπλο αυτό αναγνωρίστηκε από το μάρτυρα και σε φωτογραφία που του επέδειξε ο Θανάσης Καμπαγιάννης). Έτσι σε ερώτηση αν κινήθηκε κανείς τους προς τους χρυσαυγίτες έξω από το Κοράλι, η απάντηση του μάρτυρα ήταν “όχι, γιατί να πάμε;”. 
 
Σε απόσταση
 
Στην ερώτηση αν τα καδρόνια που κρατούσαν είναι επαρκής λόγος, απάντησε “δε μπορούμε οκτώ άτομα να επέμβουμε σε πενήντα” συνεχίζοντας ότι οι ΔΙΑΣ δεν έχουν αρμοδιότητα διάλυσης όχλου όπως τα ΜΑΤ, ΥΜΕΤ κ.α.. Ενώ στην ερώτηση τι εντολή είχαν από το κέντρο, απάντησε παγώνοντας το ακροατήριο: “παραμείνετε σε απόσταση και δίνετε αναφορά”.
 
Αναπάντητο έμεινε και το γιατί δεν έγιναν άλλες συλλήψεις χρυσαυγιτών εκτός του Ρουπακιά. Παρότι, όπως είπε ο μάρτυρας, τους “δόθηκε εντολή προσαγωγής όσων μοιάζουν με χρυσαυγίτες ή τρέχουν και είναι λαχανιασμένοι”, η δικαιολογία του ήταν ότι “δε γίνεται ένας αστυνομικός να κυνηγάει πέντε άτομα”.
 
Όταν βέβαια οι ερωτήσεις άρχισαν να γίνονταν ακόμα πιο πιεστικές σε σχέση με πιθανή συνεργασία χρυσαυγιτών και αστυνομικών, η πρόεδρος δήλωσε πως “τυχόν ελλείψεις ή παραλείψεις, είναι άλλο θέμα, αν θέλετε να διερευνήσετε κάτι πάνω σε αυτό απευθυνθείτε στις αρμόδιες αρχές, αυτή η κατηγορία δεν δικάζεται σε αυτή τη δίκη” μη επιτρέποντας τις απαντήσεις (καθώς και κάποιες που αφορούσαν σε κρίση του μάρτυρα). 
 
Ανάμεσα στις ερωτήσεις που δεν επέτρεψε ήταν οι εξής: “Γιατί δε σας φοβούνται οι χρυσαυγίτες;”, “Εσείς ήσασταν οπλισμένοι με στολές, πιστόλια κλπ και λέτε ότι φοβηθήκατε. Για την παρέα του Φύσσα τι λέτε, φοβήθηκε;”, “Γνωρίζετε το διοικητή Νίκαιας Γιοβανίδη;” (ο μάρτυρας είχε δηλώσει ότι πριν πάει στον Πειραιά είχε εκπαιδευτεί στο τμήμα Νίκαιας. Ο Γιοβανίδης που όπως είχε αποκαλυφθεί συνεργαζόταν με τους χρυσαυγίτες ήταν διοικητής εκεί), “Γνωρίζετε αστυνομικούς της Νίκαιας αποσπασμένους στην προσωπική φρουρά του Κούζηλου;”, “Οι σφυγμοί του Ρουπακιά ήταν κανονικοί;” (η απάντηση στη συγκεκριμένη ερώτηση δόθηκε από το συνήγορο της πολιτικής αγωγής που την υπέβαλε: “οι σφυγμοί του ήταν κανονικοί, ο Ρουπακιάς ήταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση”), “τι εννοούσε ο Ρουπακιάς με τη φράση «είμαι δικός σας»;”, “ποιό το κίνητρο της δολοφονίας;”.
 
Όταν ήρθε η σειρά των συνηγόρων υπεράσπισης, ήταν αδύνατο να αντικρούσουν όλα όσα είχαν ακουστεί. Οι ερωτήσεις τους “αν οι ασύρματοι είναι παιχνίδια αγορασμένα από το Τζάμπο”, “αν ξέρει ότι οι θήκες των γιλέκων στις φωτογραφίες ήταν γεμισμένες ή άδειες” ή “αν κοντοκουρεμένοι με μαύρα ρούχα είναι και άτομα της χέβι μέταλ ή της χιπ χοπ”, έδειχαν τον πανικό τους και μόνο γέλια προκαλούσαν. Το ίδιο και ο ισχυρισμός ενός εξ αυτών (του συνηγόρου του Άγγου) ότι το περιστατικό ήταν τελικά σκευωρία και προβοκάτσια ή η ερώτηση ενός άλλου για το σωματότυπο του Φύσσα (“ήταν πιο ψηλός, όχι πιο σωματώδης από το Ρουπακιά” απάντησε ο αστυνομικός). Γενικά η προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τη δολοφονία ως τυχαία, και το τάγμα εφόδου σαν ένα άοπλο πλήθος που μπορεί να μην ήταν καν χρυσαυγίτες, απέτυχε παταγωδώς.
 
Η κατάθεση του μάρτυρα θα συνεχιστεί στην επόμενη συνεδρίαση με τις τελευταίες ερωτήσεις της υπεράσπισης.