Η Τυνησία έχει ξεκινήσει μια επαναστατική διαδικασία

Τα δύο πιο σημαντικά αραβικά κράτη κυβερνιούνται από άνδρες που βρίσκονται στην ένατη δεκαετία της ζωής τους. Ο βασιλιάς Αμπντάλλα κυβερνάει τη Σαουδική Αραβία, τέταρτος κατά σειρά γιος του ιδρυτή του κράτους, Ιμπν Σαούντ, στο ανώτατο αξίωμα. Ο Χόσνι Μουμπάρακ γιορτάζει το 30ο έτος στη θέση του Προέδρου της Αιγύπτου και προαλείφει τον γιο του, Γκαμάλ, να τον διαδεχθεί.

Το «αραβικό πεζοδρόμιο» είναι στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης στη Μέση Ανατολή, αλλά η βάναυση καταστολή το κρατάει σιωπηλό τον περισσότερο καιρό. Τώρα, στην Τυνησία, το πεζοδρόμιο μίλησε αποφασιστικά.

Η ανατροπή του πρώην προέδρου Ζάιν ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλί ακολούθησε ένα κλασικό μοτίβο στις επαναστάσεις. Το βαθιά διεφθαρμένο καθεστώς του Μπεν Αλί κρατιόταν στην εξουσία μέσα από ένα συνδυασμό εξαγοράς και φόβου.

Έπεσε όμως θύμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που περιόρισε τις εξαγωγές και ανέβασε τις τιμές των τροφίμων. Η Παγκόσμια Τράπεζα μπορεί να δόξαζε την Τυνησία για την «εντυπωσιακή της πρόοδο στην ισόνομη ανάπτυξη, στην καταπολέμηση της φτώχειας και για την επίτευξη καλών κοινωνικών δεικτών», όμως το επίσημο ποσοστό ανεργίας έμεινε κολλημένο στο 14% την περασμένη δεκαετία.

Η ανεργία των νέων εκτιμάται να είναι πολύ μεγαλύτερη – γύρω στο 40% σε ολόκληρη την περιοχή- κάτι που στην Τυνησία γίνεται δυνάμει αιτία έκρηξης, αφού το 42% του πληθυσμού είναι κάτω των 25 ετών. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ακόμη και στους απόφοιτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ένας στους εφτά είναι χωρίς δουλειά στην Αίγυπτο, την Ιορδανία και την Τυνησία.

Πώς όμως τα οικονομικά βάσανα των ανθρώπων μετατράπηκαν σε πολιτική κρίση; Όπως πολλές φορές στο παρελθόν, ένα μικρό γεγονός –στην περίπτωσή μας η αυτοκτονία ενός άνεργου πτυχιούχου, του Μοχάμεντ Μπουαζιζί που διαμαρτυρόταν επειδή του κατέσχεσαν τον πάγκο με τα λαχανικά- μετατράπηκε σε σπίθα για τα γεγονότα.

Η οικονομική εξαθλίωση ενώθηκε με το θυμό κόντρα στη βαναυσότητα και τη διαφθορά του καθεστώτος. Οι μαζικές διαδηλώσεις απλώθηκαν από το Σίντι Μπουζίντ, μέσω άλλων επαρχιακών πόλεων, στην πρωτεύουσα Τύνιδα.

Το καθεστώς απάντησε αρχικά μόνο με καταστολή. Απέτυχε και προσπάθησε να κάνει παραχωρήσεις. Όταν κι αυτές απέτυχαν, ο Μπεν Αλί υποσχέθηκε να φύγει από την προεδρία το 2014. Μία μέρα αργότερα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει τη χώρα.

Η εξέγερση από τα κάτω δίχασε το καθεστώς. Ένα σημείο καμπής ήταν όταν η Γενική Ένωση Τυνήσιων Εργατών (UGTT) που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμενε ενσωματωμένη στον κυβερνητικό μηχανισμό, τάχθηκε με τις διαδηλώσεις, απέκλεισε το Υπουργείο Εσωτερικών και κάλεσε σε γενική απεργία.

Για να σωθεί η υπάρχουσα δομή εξουσίας, ο Μπεν Αλί έπρεπε να θυσιαστεί. Ο διοικητής του στρατού διατάχθηκε να ανοίξει πυρ στο πλήθος και αρνήθηκε. Φημολογείται ότι δεν δέχτηκε την αποπομπή του και ανάγκασε τον Μπεν Αλί να φύγει.

Να φύγουν όλοι

Τώρα –σε ένα μοτίβο που πάλι είναι κλασικό- το επίκεντρο του αγώνα έχει μεταφερθεί στο αν η ίδια η δομή της εξουσίας θα επιβιώσει. Οι διαδηλώσεις συνεχίζουν, όμως πλέον απαιτούν να φύγουν όλοι οι υπουργοί που ανήκαν στο κόμμα του Μπεν Αλί (RCD) από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον Μοχάμεντ Γανούσι.

Η UGTT συνεχίζει να βρίσκεται επικεφαλής, καλώντας διαδηλώσεις και ακόμη μια γενική απεργία το περασμένο Σάββατο. Σύμφωνα με τους Τάιμς της Νέας Υόρκης, «πλέον τα συνδικάτα είναι η μεγαλύτερη θεσμοθετημένη δύναμη που πιέζει ακόμη για τη διάλυση της προσωρινής κυβέρνησης. Τα μικρά νόμιμα κόμματα της Αντιπολίτευσης συμμετέχουν στην κυβέρνηση και το εκτός νόμου ισλαμιστικό κίνημα μόλις αρχίζει να ξαναοργανώνεται.»

Τι λοιπόν σημαίνει η Επανάσταση στην Τυνησία; Ένα είναι σίγουρο. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους «χρωματιστή» επανάσταση σαν κι αυτή που προωθούσαν οι αμερικάνοι νεοσυντηρητικοί. Ο Ζαλμάι Χαλιλζάντ, ο ανθύπατος του Μπους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ αντέδρασε στην Τυνησιακή Επανάσταση καλώντας σε «ένα καινούργιο γύρο πίεσης υπέρ της Δημοκρατίας δυτικού τυπου».

Η πραγματικότητα είναι πως το καθεστώς του Μπεν Αλί ήταν πρότυπο νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχει ένας «Τοίχος της Ντροπής» στο Φέισμπουκ, γεμάτος δηλώσεις θαυμασμού προς τον Μπεν Αλί από αξιοσέβαστα πρόσωπα όπως ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, ο πρώην Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ, και ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Μπαν Κι-Μούν.

Η Τυνησιακή Επανάσταση είναι χτύπημα στη δυτική κυριαρχία στον αραβικό κόσμο. Ο φόβος ότι θα αποδειχθεί μεταδοτική έχει κυριεύσει πολλά καθεστώτα. Οι φοιτητές στην Υεμένη διαδήλωσαν το περασμένο σαββατοκύριακο ενάντια στον Πρόεδρο Αλί Αμπντάλλα Σάλεχ, βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ, φωνάζοντας «Έι Αλί, αντε βρες τον φίλο σου τον Μπεν Αλί».

Ο Λάρμπι Σαντίκι, πανεπιστημιακός στο Έξετερ, γράφει: «Οι ειδικοί των ζητημάτων ασφαλείας στη Δύση... μάλλον πρέπει να αγοράσουν «Το κεφάλαιο» και να μελετήσουν Μαρξ για να δουν τι πραγματικά συμβαίνει... Από την Τυνησία και την Αλγερία στο Μαγκρέμπ μέχρι την Ιορδανία και την Αίγυπτο στην αραβική Ανατολή, ο πραγματικός τρόμος που κατατρώει τον αυτοσεβασμό, διαλύει τις κοινότητες των ανθρώπων και τα κοινωνικά τους τελετουργικά όπως είναι ο γάμος, είναι ο τρόμος της κοινωνικο-οικονομικής περιθωριοποίησης.»

Αυτό που παίζεται άμεσα στην Τυνησία είναι μια πολιτική επανάσταση. Οι διαδηλωτές ακόμη πλημμυρίζουν τους δρόμους απαιτώντας αλλαγή του καθεστώτος –να μην μείνουν στην απομάκρυνση του Μπεν Αλί, αλλά όλου του πολιτικού συστήματος που έλεγχε.

Οι πολιτικές επαναστάσεις υπήρξαν συχνές στο σύγχρονο καπιταλισμό, από τη Γαλλία το 1830 και το 1848 μέχρι τις επαναστάσεις του 1989 που ανέτρεψαν τα σταλινικά καθεστώτα στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη.

Από τη φύση τους, οι πολιτικές επαναστάσεις αφήνουν ανέπαφο το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα, αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε τρόπο παραγωγής. Αποτελούν μια πολιτική αναδιοργάνωση του υπάρχοντος συστήματος, όχι μια κοινωνική επανάσταση. Ο Κρις Χάρμαν περιέγραψε τις επαναστάσεις του 1989 ως «ένα βήμα πλαγίως», από μια μορφή καπιταλισμού σε μιαν άλλη.

Όμως θα αρκέσει μια αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος για να ικανοποιηθούν οι μάζες της Τυνησίας. Η Τυνησία είναι μια μικρή χώρα, με πληθυσμό δέκα και μισό εκατομμύρια. Όμως είναι ιδιαίτερα αστικοποιημένη με το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού της να δουλεύει στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες.

Όπως είδαμε, τα υλικά βάσανα των ανθρώπων που οξύνθηκαν από την παγκόσμια κρίση έπαιξαν ρόλο στο ξέσπασμα της Επανάστασης. Μια νέα κυβέρνηση και ένα δημοκρατικό σύνταγμα δεν θα λύσουν τίποτα από όλα αυτά.

Υπάρχει, με άλλα λόγια, ένας ομφάλιος λώρος που συνδέει την οικονομία και την πολιτική σήμερα στην Τυνησία. Μετά τη Ρώσικη Επανάσταση του 1905, ο Λέον Τρότσκι επεσήμανε ότι η πολιτική εξέγερση ενάντια στην απολυταρχία του Τσάρου Νικόλαου του Β’ έτεινε να «μεταφυτεύεται» σε οικονομικούς αγώνες ενάντια στα αφεντικά.

Διαρκής επανάσταση

Αυτό αντανακλούσε το γεγονός ότι η βιομηχανική εργατική τάξη βρισκόταν επικεφαλής του αγώνα για εκδημοκρατισμό της Ρωσίας. Τα δημοκρατικά πολιτικά αιτήματα γίνονταν ένα με τον οικονομικό αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο, οδηγώντας προς τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Ο Τρότσκι αποκαλούσε αυτή τη δυναμική «διαρκή επανάσταση». Η κορύφωσή της στη Ρωσία ήταν τον Οκτώβρη του 1917, όταν τα σοβιέτ, δηλαδή τα συμβούλια αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών κατέλαβαν την εξουσία.

Είναι πολύ νωρίς για να πούμε αν η Τυνησία θα βιώσει μια τέτοια διαδικασία διαρκούς επανάστασης. Το γεγονός ότι η UGTT διαδραματίζει κεντρικό ρόλο έχει τεράστια σημασία.

Φυσικά, οι συνδικαλιστές που συνεργάζονταν με τον Μπεν Αλί δεν έχουν στόχο κανενός είδους επανάσταση. Αλλά πιέζοντας για μια εκ βάθρων ανατροπή του παλιού καθεστώτος, μπορεί να απελευθερώσουν δυνάμεις από τα κάτω που δεν βρίσκονται στον έλεγχό τους. Όταν οι ένοπλοι υποστηρικτές του Μπεν Αλί προσπάθησαν να δημιουργήσουν χάος, οι γειτονιές οργανώθηκαν και δικτυώθηκαν για την αυτοάμυνά τους.

Η προσπάθεια να καθαριστεί το κράτος από τα παλιά στοιχεία μπορεί από μόνη της να σπρώξει σε επαναστατική κατεύθυνση. Και πάλι, εμπειρίες από άλλες χώρες μπορούν να φωτίσουν τη σημερινή κατάσταση στην Τυνησία. Η μεγαλύτερη επαναστατική έκρηξη που έζησε η Ευρώπη τα τελευταία 50 χρόνια ξεκίνησε στην Πορτογαλία τον Απρίλη του 1974 με ένα αριστερό στρατιωτικό πραξικόπημα.

Ένας από τους πρώτους στόχους των απελευθερωμένων μαζών ήταν η PIDE, η μισητή αστυνομία του παλιού καθεστώτος. Οι εργάτες χρησιμοποίησαν το όπλο της απεργίας, το οποίο μόλις είχαν κερδίσει, και στο δρόμο συνενώθηκαν με απλούς στρατιώτες.

Στην Τυνησία, ήταν η αστυνομία που πρωτοστάτησε για να τσακίσει την εξέγερση, ενώ ο στρατός έμενε αμέτοχος. Όμως, το περασμένο Σάββατο, πάνω από 2.000 αστυνόμοι μαζί με πυροσβέστες και μέλη της Εθνοφρουράς φόρεσαν κόκκινα περιβραχιόνια και πήραν πέρος στις διαδηλώσεις. «Λένε ότι τώρα θέλουν να είναι με το λαό, θέλουν να πάρουν μέρος στην επανάσταση», μεταδίδει το αλ-Τζαζίρα από την Τύνιδα.

Όσο πιο μεγάλες γίνουν οι διαιρέσεις μέσα στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, τόσο περισότερες πιθανότητες υπάρχουν για πραγματικό επαναστατικό μετασχηματισμό. Όμως, αυτές οι αλλαγές εξαρτώνται και από την ανάδυση μιας μαζικής πολιτικής οργάνωσης που θα έχει την απαραίτητη κατανόηση της κατάστασης.

Είναι αδύνατον για οποιονδήποτε εκτός Τυνησίας να πει πόσο πιθανό είναι να γίνει κάτι τέτοιο. Οι δυτικοί σχολιαστές έχουν πάθει μανία με την προοπτική το εκτός νόμου ισλαμιστικό κόμμα να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε σχετικά με αυτό είναι ότι δεν πρόκειται για κάποια αναπόφευκτη εξέλιξη. Η Τυνησία έχει κοσμικές αριστερές παραδόσεις που φαίνεται πως έχουν επιβιώσει παρά τις δεκαετίες δικτατορίας.

Η αλήθεια είναι ότι στην Τυνησία έχει ξεκινήσει μια επαναστατική διαδικασία. Το νόημά της –για τον λαό της χώρας, για τις άλλες αραβικές χώρες και για ολόκληρο τον κόσμο- θα γραφτεί μέσα στους αγώνες.