Εκθεση στο Μούσειο Μπενάκη - Για να μην ξεχνάμε τη Ναζιστική θηριωδία

Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς, των έργων της συλλογής Prinzhorn, τα οποία σήμερα ανήκουν στην Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική της Χαϊδελβέργης στην Γερμανία, έχει αναμφίβολα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, που προκύπτει  και από την καλλιτεχνική της αξία, αλλά και από την σκοτεινή ιστορία που κρύβει πίσω της. Όλα τα έργα, των καλλιτεχνών που βλέπουμε στην έκθεση, δεν διαφέρουν σε τίποτα από εκείνα πολύ γνωστών δημιουργών του 20ου αιώνα. Ο ίδιος ο Χάνς Πρίντσχορν στο βιβλίο του «Εικαστικά έργα ψυχιατρικών ασθενών» που εκδόθηκε το 1922 και έκτοτε θεωρείται κλασσικό, επισημαίνει τις αισθητικές αρετές των έργων και πράγμα περίεργο για έναν ψυχίατρο, αμφισβητεί το γεγονός ότι περιέχουν στοιχεία που προδίδουν την ψυχοπαθολογία των καλλιτεχνών. Δύσκολα λοιπόν, μπορεί κανείς να ισχυριστεί, αν δεν το γνωρίζει, ότι τα 96 έργα τις έκθεσης, από 18 καλλιτέχνες, πρόκειται για ζωγραφική ψυχικά ασθενών.

Τα περισσότερα έργα δεν διαφέρουν από εκείνα των καθιερωμένων ζωγράφων της εποχής. Παραπέμπουν ευθέως στο κίνημα των κονστρουκτιβιστών, με την συνύπαρξη γεωμετρικών σχημάτων, ζωηρών χρωμάτων, κολάζ και κειμένων, κάποια απ’ αυτά θαυμαστής ακρίβειας και εμμονής στην λεπτομέρεια. Για το ναζιστικό καθεστώς και τον αρχηγό του όμως, τόσο η τέχνη των ψυχικά ασθενών, όσο και των εξπρεσιονιστών και των εκπροσώπων άλλων πρωτοποριακών κινημάτων της εποχής, όλα αυτά ήταν επικίνδυνα γι’ αυτό και αποτελούσαν κομμάτι αυτού που το καθεστώς αποκαλούσε «Εκφυλισμένη Τέχνη». Έφτασε δε στο σημείο, να χρησιμοποιήσει έργα της συλλογής, εκθέτοντας τα παράλληλα με έργα μοντέρνας τέχνης με τα οποία δεν συμφωνούσαν και τα οποία κατέστρεψαν όταν η έκθεση τελείωσε. Το σκεπτικό τους αντάξιο της ιδεολογίας τους: «Αυτός ο ζωγράφος ζωγραφίζει όπως εκείνος ο ψυχασθενής, άρα είναι κι αυτός ψυχασθενής και δεν διαθέτει επ’ ουδενί μεγαλύτερες εκφραστικές δυνατότητες και πνευματικότητα απ’ ότι εκείνος. Τα γλυπτά του Πέχσταϊν, του Χέκελ, και άλλων, είναι σαν αυτά των νέγρων του Καμερούν».

Η έκθεση λοιπόν έχει τους πρωταγωνιστές της, καθημερινούς ανθρώπους, η περιγραφή της ζωής των οποίων, συνοδεύει τα έργα τους, που έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον, τους ψυχικά ασθενείς εκείνους ζωγράφους, που κέρδισαν την δημοσιότητα από την αξία του έργου τους, αλλά και μεταπολεμικά όπως έγινε γνωστό κι από τον τρόπο με τον οποίο πέθαναν. Ή εκτελέστηκαν για να είμαστε ακριβείς.

Γιατί οι άνθρωποι αυτοί, για το καθεστώς του Χίτλερ πάντα, αποτελούσαν μια μαύρη τρύπα για τα ταμεία. Απαιτούσαν αρκετά χρήματα από τον δημόσιο προϋπολογισμό για την περίθαλψη και την συντήρηση τους, ενώ δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, ούτε να εργαστούν. Με καπιταλιστικούς όρους: δεν συνέφεραν. Ιδίως μέσα στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας σύρραξης. Όπου ακόμα και το πιο μικρό ψυχιατρικό νοσοκομείο ως κτήριο και μόνο, μπορούσε να είναι πολλαπλά χρήσιμο και αναγκαίο στην στρατιωτική προσπάθεια.

Η ιδέα του αφανισμού λοιπόν, των «άχρηστων υπάρξεων» κατά τους εθνικοσοσιαλιστές, που λειτούργησε και ως προπομπός της «Τελικής Λύσης» του Χίτλερ που οδήγησε τελικά στο Ολοκαύτωμα, δεν ξεκίνησε από τον ίδιο, αλλά από τους γερμανούς καθηγητές Καρλ Μπίιντινγκ και Άλφρεντ Χόχε που ήδη από το 1920 δηλώνανε πως: «Τόσους και τόσους υγιέστατους συζύγους και γιούς χάσαμε στον πόλεμο (Α’Π.Π.). Πρέπει τώρα να χαραμίσουμε κι άλλο επιπλέον ανθρώπινο δυναμικό και χρήματα για μερικούς αρρώστους με ανίατα νοσήματα;»

Ο δάσκαλος ενός εκ των καλλιτεχνών, του Άντον Φούκς αναπήρου πολέμου στον Α’Π.Π., είχε ήδη πολύ νωρίτερα από το 1920 αποφανθεί γι’ αυτόν: «Ας τελειώνουμε με τον νεαρό, στείλτε τον επιτέλους στα χαρακώματα!»

Πρώτη Σεπτεμβρίου του1939, όταν το Γ’ Ράιχ εισέβαλε στην Πολωνία και ξεκινούσε ο Β’ Π.Π., με εξουσιοδότηση του Χίτλερ άρχισε και η εφαρμογή της επιχείρησης «ευθανασία» από τους Φίλιπ Μπούλερ και Δρ. Μπράντ, με κωδικό Τ4 από την διεύθυνση της έδρας της ημι-κρατικής επιχείρησης στην οδό Τίερκαρτενστράσε 4 του Βερολίνου.

Το οργανωτικό πνεύμα των Ναζί στην ανθρώπινη εξόντωση, θριάμβευσε για πρώτη φορά, δημιουργώντας την μαγιά εκείνη των ειδικών, που αργότερα θα στέλνονταν ανατολικά για να επανδρώσουν τα εκεί στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Κρεματόρια

Καταγράφοντας τους «μη κοινωνικοποιήσιμους», τους «υποδεέστερους» ήδη από τα μαιευτήρια, τους οδηγούσαν σε δήθεν κλινικές, με θαλάμους αερίων και κρεματόρια, ώστε να τους αποβάλουν από το «σώμα του λαού». Άνθρωποι με διανοητική ή και σωματική υστέρηση, οδηγούνταν από κλινικές όπου νοσηλεύονταν, ή κι από τα σπίτια τους πολλές φορές, σε «άλλες» κλινικές και μετά με τα «γκρίζα λεωφορεία» με τα βαμμένα τζάμια, σε «νοσοκομεία» όπου εξοντώνονταν.

Μπράνμπουργκ, Χάνταμαρ, Πίρνα-Ζόνεσταϊν, ανάκτορο Χάρτχαϊμ, ανάκτορο Γκράφενεκ, κάποια από αυτά τα «νοσοκομεία», με τις καπνοδόχους τους της κεντρικής θέρμανσης συνδεδεμένες με τους φούρνους των κρεματορίων τους. Εκτός των εβραίων, τσιγγάνων και «μπολσεβικιστών» ασθενών, οι οποίοι δεν έχαιραν καν διαλογής, όλοι οι υπόλοιποι αφού εξετάζονταν, σημειωνόντουσαν είτε μ’ έναν κόκκινο σταυρό οπότε και συνέχιζαν την διαδικασία εξόντωσης, είτε με μια γαλάζια παύλα, οπότε και σωζόντουσαν μέχρι νεοτέρας.

Παρά την άψογη οργάνωση, μπερδέματα με τα ονόματα των εκτελεσθέντων και τις τεφροδόχους που παραδίδονταν στους συγγενείς μαζί με την επίσημη αναγγελία θανάτου που καμία σχέση δεν είχε με την πραγματικότητα και την επισήμανση πλέον από τον ίδιο τον κόσμο, της ραγδαίας αύξησης θανάτων των άρρωστων συγγενών τους, άρχισαν να δημιουργούν πρόβλημα στο καθεστώς. Σε συνδυασμό με την πτώση του ηθικού λόγω του βαλτώματος της προέλασης στο ανατολικό μέτωπο και τις κλιμακούμενες αεροπορικές επιθέσεις εναντίων γερμανικών πόλεων από τους  συμμάχους, οδήγησε τον Χίτλερ τον Αύγουστο του ΄’41 στην «αναβολή» του προγράμματος. Ακολούθησε η λεγόμενη τακτική της «αποκεντρωμένης ευθανασίας», μέχρι το 1945. Πλην των SS και της SD μαζικές εκτελέσεις ιδρυματοποιημένων ασθενών, πραγματοποιούσε και το ειδικό στρατιωτικό απόσπασμα Λάνγκε, υπεύθυνο για τις εκτελέσεις στις περιοχές Ντάντσιχ-Δυτική Πρωσία, Βάρτεγκαου και Ανατολική Πρωσία, που χρησιμοποιούσε φορητούς θαλάμους αερίων που έφεραν πινακίδες με την επιγραφή: «Καφετέρια του Αυτοκράτορα». Εφαρμόστηκε επίσης η περίφημη ε-δίαιτα, η δίαιτα της ευθανασίας δηλαδή, που σήμαινε ασιτία στους τροφίμους μέχρι να πεθάνουν, όπως και η χορήγηση θανατηφόρων φαρμάκων, εν αγνοία εννοείται των ασθενών.

Παρόλα αυτά, είναι μια έκθεση που αν και συνυπάρχουν μέσα της τα «χρώματα» των ανθρώπων και η «μαυρίλα» των δημίων τους, το αποτέλεσμα στα μάτια του θεατή δεν είναι «γκρι». Είναι αναγνώριση και χαρά για τους πρώτους και απίστευτη οργή και θυμός για τους δεύτερους. Είναι μέρος της απάντησης γιατί οι ναζιστικές χειρονομίες δεν είναι ποτέ «γραφικές». Είναι επίσης μέρος της απάντησης, γιατί το σύνθημα «Ποτέ ξανά Φασισμός» παραμένει δυστυχώς και σήμερα στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.

Info: Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη διαρκεί μέχρι τις 13 Μαρτη