Οικονομία και Πολιτική
Αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις - Ό,τι βολεύει την επιχείρηση

Το πόρισμα της «Επιτροπής των Ανεξάρτητων Ειδικών» την οποία συνέστησαν κυβέρνηση και κουαρτέτο για να εξετάσει τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, έδωσε στη δημοσιότητα ο Κατρούγκαλος την περασμένη εβδομάδα. Έγινε έτσι ξεκάθαρο ότι η επίθεση στα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα έχει ξεκινήσει.

Όπως ακριβώς οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν κεντρικές για το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου, έτσι και η «εργασιακή μεταρρύθμιση» κατέχει κεντρική θέση στα προαπαιτούμενα της δεύτερης. Το πόρισμα της επιτροπής θα είναι η «βάση» με την οποία θα γίνει η διαπραγμάτευση που θα ξεκινήσει στις 17 Οκτώβρη, όταν οι θεσμοί επιστρέψουν στην Αθήνα.

Τόσο ο Κατρούγκαλος όσο και τα ΜΜΕ που παρουσίασαν το θέμα, προσπάθησαν να δώσουν στο πόρισμα μια καταρχήν θετική εικόνα «αποκατάστασης» των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των συλλογικών συμβάσεων, του κατώτατου μισθού, γενικά των αδικιών που έφεραν η κρίση και τα μνημόνια στους εργαζόμενους. Μια ματιά βέβαια στο κείμενο αρκεί για να καταλάβει κανείς την απάτη. Και τα τέσσερα βασικά σημεία του πορίσματος -για τις ομαδικές απολύσεις, τον κατώτατο μισθό, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη συνδικαλιστική δράση- είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των αφεντικών.

Ομαδικές απολύσεις

Η επιτροπή δικαιολογεί απόλυτα τις ομαδικές απολύσεις. Οι προτροπές στους εργοδότες για καλόπιστη διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζόμενων πριν από μία ομαδική απόλυση ή τα ευχολόγια για αποζημιώσεις και παροχή επανεκπαίδευσης στους απολυμένους, δεν μετριάζουν ότι «οι ομαδικές απολύσεις θα πρέπει να ρυθμίζονται λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία τους ως ένα λειτουργικό εργαλείο για την προσαρμογή των επιχειρήσεων σε περιόδους κρίσης».

Παράλληλα, η επιτροπή προκρίνει την κατοχύρωση και γενίκευση της ελαστικής εργασίας ως αντίβαρο στις ομαδικές απολύσεις. Όπως γράφει χαρακτηριστικά «Σε περιπτώσεις προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας, η εργασία μειωμένου ωραρίου μπορεί να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις. Η εργασία μειωμένου ωραρίου πρέπει να είναι ευέλικτη βάσει των υπαρχουσών αναγκών της επιχείρησης». Ομαδικές απολύσεις ή ελαστική εργασία, το βασικό κριτήριο είναι πάντα οι ανάγκες της επιχείρησης.

Κατώτατος μισθός

Παρόμοια είναι τα κριτήρια στον καθορισμό του κατώτατου μισθού. Σύμφωνα με το πόρισμα «θα πρέπει να υπάρχει ένας νόμιμος κατώτατος μισθός που θα λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές σχετικά με την ανάπτυξη, τις τιμές, την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση, την ανεργία, τα εισοδήματα και τους μισθούς». Με άλλα λόγια, αν η «οικονομία», η «ανάπτυξη», η «ανταγωνιστικότητα» κλπ το επιτρέπουν, τότε μπορεί να γίνει καμία αύξηση του κατώτατου μισθού. Αν πάλι όχι…

Γι’ αυτό και το ποιος είναι αρμόδιος να παίρνει σοβαρά υπόψη του όλες αυτές τις παραμέτρους και να καθορίζει το ύψος και τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού γίνεται αντικείμενο διαφωνιών ακόμα και μέσα στην ίδια την επιτροπή. Όπως αναφέρεται «ένα μέρος της επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, κατόπιν διαβουλεύσεων με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας με καθολική εφαρμογή» και «ένα άλλο μέρος της επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες». Όπως και να έχει, οι «ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες» κρίνονται απαραίτητοι και στις δύο περιπτώσεις.

Μια γεύση για το τι εννοούν, το προσφέρουν οι ίδιοι ως «ανεξάρτητοι ειδικοί»: διαφώνησαν, όχι αν θα πρέπει να υπάρχει ο σημερινός «υποκατώτατος», όπως ονομάζεται, μισθός των… 511 ευρώ (μικτά) για τους νέους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών (έναντι των 586 ευρώ των πάνω από 25 ετών), αλλά αν πρέπει να γίνει 498 ευρώ μικτά τον πρώτο χρόνο και 556 το δεύτερο χρόνο εργασίας!

Συλλογικές διαπραγματεύσεις

Προσαρμοσμένες στις ανάγκες των αφεντικών είναι και οι προτάσεις για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Το πόρισμα τάσσεται υπέρ της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων, αλλά με όρους και προϋποθέσεις. Όπως αναφέρει «οι συλλογικές συμβάσεις θεωρούνται αντιπροσωπευτικές εφόσον καλύπτουν το 50% των εργαζομένων της διαπραγματευτικής μονάδας του κλάδου/επαγγέλματος», κάτι που θα πρέπει να αποδειχτεί με «αξιόπιστο έλεγχο του ποσοστού των εργαζομένων που αντιπροσωπεύεται στη διαπραγματευτική μονάδα». Πώς ακριβώς θα εξακριβώνεται και με βάση ποιον (εργοδοτικές ενώσεις ή συνδικάτα) αν αντιπροσωπεύεται το 50% των εργαζόμενων ενός κλάδου σε μια σύμβαση μένουν στο αέρα.

Σε όλα τα σημεία οι εξαιρέσεις υπερισχύουν του κανόνα. Για την «αρχή της εύνοιας» (υπερίσχυση της εθνικής/κλαδικής σύμβασης έναντι της επιχειρησιακής) για παράδειγμα, η πλειοψηφία της επιτροπής πρότεινε πως «οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας χαμηλότερου επιπέδου δεν μπορούν να αποκλίνουν επί τα χείρω εθνικών/κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, εκτός κι αν οι κοινωνικοί εταίροι προβλέπουν ρήτρες για συγκεκριμένα ζητήματα, οι οποίες επιτρέπουν προσωρινές αποκλίσεις σε περιπτώσεις επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων». Με άλλα λόγια, αν ένας εργοδότης επικαλείται οικονομικά προβλήματα, θα είναι δυνατόν να γίνονται εξαιρέσεις από τις εθνικές/κλαδικές συμβάσεις.

Παρόμοια ήταν η δεύτερη γνώμη που διατυπώθηκε από μέλη της επιτροπής για το θέμα. Θεωρώντας ότι είναι σημαντική «η μισθολογική ευελιξία στο μικρο-επίπεδο», υποστήριξαν ότι «συμβάσεις που συνάπτονται σε επιχειρησιακό επίπεδο, εγγύτερα των εμπλεκόμενων εργαζομένων και επιχειρήσεων, υπερισχύουν συμβάσεων που συνάπτονται σε κλαδικό/ομοιοεπαγγελματικό/εθνικό επίπεδο». Με άλλα λόγια, επιχειρησιακές συμβάσεις που «αντανακλούν καλύτερα» την κατάσταση σε μια εταιρεία πρέπει να υπερισχύουν των εθνικών/κλαδικών.

Υπέρ των θέσεων της εργοδοσίας τάσσεται γενικά η επιτροπή και σε όλα τα άλλα θέματα, όπως τη χρονική επέκταση, τη μετενέργεια, τις μισθολογικές ωριμάνσεις, την προσφυγή στον ΟΜΕΔ.

Συνδικαλιστική δράση

Σύμφωνα με το πόρισμα «Η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων δεν βλέπει την ανάγκη για αυστηρότερους κανόνες σχετικά με την απεργία». Είναι λογικό, όταν το ισχύον νομικό πλαίσιο επιτρέπει στο κράτος και την εργοδοσία να καταφεύγουν στα δικαστήρια και να βγάζουν τη συντριπτική πλειοψηφία των απεργιακών κινητοποιήσεων παράνομες, καταχρηστικές ή και τα δύο μαζί.

Αντίστοιχα, «η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων δεν βλέπει κάποιον επείγοντα λόγο για άρση της απαγόρευσης της ανταπεργίας (lockout)». Αλλά όπως συνεχίζει «Ο Έλληνας νομοθέτης μπορεί να διευκρινίσει πως ο εργοδότης δικαιούται να μην πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους εφόσον δεν μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους, επειδή λαμβάνει χώρα απεργία στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση». Ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει ότι «μία συζήτηση για τα προβλήματα του συνδικαλιστικού νόμου θα ήταν χρήσιμη»… Οι προτάσεις της επιτροπής άλλωστε είναι μόνο η «βάση» της συζήτησης και όχι η κατάληξη.