Η Αριστερά
H Aριστερά και το Kίνημα: Eνότητα στην δράση - Διαφορά στην στρατηγική

Κάθε φορά που υπάρχει έφοδος του κινήματος, προκύπτουν δύο καθήκοντα που φαινομενικά είναι αντιφατικά. Από τη μία χρειάζεται να ενωθεί η Αριστερά για να δοθούν οι μάχες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, από την άλλη το κίνημα χρειάζεται να ξεπεράσει την υπάρχουσα Αριστερά για να νικήσει. Η νέα Αριστερά που εμφανίστηκε κάθε φορά που το κίνημα βρισκόταν σε άνοδο δεν ερχόταν από το πουθενά. Δημιουργήθηκε από τους ανθρώπους που καθώς πάλευαν μέσα από τα εργαλεία που τους πρόσφερε η παλιά Αριστερά συνειδητοποίησαν τα όρια αυτής της Αριστεράς και έψαξαν να βρουν τρόπο για να την υπερβούν.

Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται με διάφορες μορφές σε κάθε μάχη. Οταν ξεκινούσαν οι καταλήψεις, η κύρια μάχη ήταν να αναγκαστεί η Αριστερά να ξεπεράσει τη διάσπαση και το σεκταρισμό της και να ενωθεί για να βοηθήσει το κίνημα να ξεδιπλωθεί. Κάτω από την πίεση των μαζικών συνελεύσεων οι παρατάξεις της Αριστεράς που συνήθιζαν να δίνουν ομηρικές μάχες για λεπτομέρειες και κρύβονταν πίσω από λέξεις για να δικαιολογήσουν τις διαφορές τους, αναγκάστηκαν να βάλουν στην άκρη τα μακροσκελή τους πλαίσια και να συμφωνήσουν σε κάποιες βασικές αιχμές. Το κίνημα ανέδειξε ως μίνιμουμ πλαίσιο: “Οχι στην κατάργηση του Αρθρου 16,  Όχι στο Νόμο Πλαίσιο, Καταλήψεις”.

Ηταν μια πρώτη και μεγάλη νίκη που μπορεί να μην την κάλυψαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, όμως όποιος συμμετείχε σε συνελεύσεις ξέρει ότι δεν ήταν και τόσο εύκολη. Η ρεφορμιστική Αριστερά, κόμματα όπως το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ, έχουν πάντα πρόβλημα με την ενότητα. Επειδή ο προσανατολισμός τους δεν είναι η ανατροπή του συστήματος από το ίδιο το κίνημα, αλλά ελπίζουν στη δική τους εκλογική ενίσχυση φοβούνται την κοινή δράση. Είναι κόμματα που όσο φουντώνει το κίνημα, τόσο περισσότερο νιώθουν τον κίνδυνο ότι θα χάσουν τον έλεγχο και έτσι δεν θα καρπωθούν τα οφέλη.

Ομως όλοι ξέρουν πως η μάχη της ενότητας δεν ήταν η τελευταία στο εσωτερικό των συνελεύσεων και ακόμη και αυτή δεν έχει λήξει. Ακολούθησαν και συνεχίζονται μάχες που έχουν να κάνουν με τον προσανατολισμό του κινήματος, τόσο σε θέματα άμεσα όσο και πιο στρατηγικά.

Διλήμματα

Για παράδειγμα, υπήρχαν φωνές στην Αριστερά που ζητούσαν να σταματήσουν για ένα διάστημα οι καταλήψεις ώστε να “γίνει ενημέρωση” και να “συσπειρωθούν δυνάμεις”. Υπήρχε αμφισβήτηση για το αν μπορούν να γίνουν πετυχημένα πανελλαδικά συλλαλητήρια. Υπήρχε υποτίμηση της δυνατότητας να γίνουν επαφές με τα συνδικάτα και να αναγκαστούν οι ηγεσίες τους να προχωρήσουν σε απεργίες. Σε όλα αυτά τα διλήμματα, η γενική έκκληση για “ενότητα” δεν αρκεί. Πρόκειται για πραγματικές διαφωνίες όπου μία από τις δύο απόψεις πρέπει να επικρατήσει. Αυτές οι διαφωνίες, αναγκαστικά οδηγούν σε αντιπαραθέσεις, στις οποίες το αποτέλεσμα δεν είναι προκαθορισμένο.

Για τους ακτιβιστές του κινήματος όταν φτάνουν τέτοιες στιγμές ανοίγουν τρεις εναλλακτικοί δρόμοι. Ο ένας είναι να αποδεχθείς μοιρολατρικά ότι οι μεγάλες αριστερές δυνάμεις κυριαρχούν και έτσι να βάλεις στην άκρη τη διαφωνία σου μέχρι οι περιστάσεις να είναι πιο ευνοϊκές. Το άλλο άκρο είναι να αγνοήσεις τη διαφωνία, να καταγγείλεις όσους δεν ακολουθούν και να προσπαθήσεις να υλοποιήσεις την κλιμάκωση μόνος σου, σαν ξεκομμένη μειοψηφία. Από τη μια μεριά βρίσκεται η απόλυτη αντικειμενικότητα: “Ετσι είναι τα πράγματα”. Από την άλλη ο υποκειμενισμος: “Ετσι θέλω να είναι τα πράγματα”. Η τρίτη επιλογή στηρίζεται στο ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Η ίδια η εξέλιξη και οι εμπειρίες του κινήματος μέχρι την κάθε στιγμή προσφέρουν επιχειρήματα για τη συνέχεια. Με αυτό το όπλο μπορείς να αναγκάσεις και τις πιο διστακτικές ηγεσίες να ακολουθήσουν.

 Ο ενθουσιασμός ενός πετυχημένου πανελλαδικού συλλαλητήριου γίνεται από μόνος του παράγοντας υπέρ της επανάληψής του. Αρα όσοι πιστεύουν στην κλιμάκωση του αγώνα έχουν αναγκαστικά δύο δουλειές να κάνουν: η μία είναι να οργανώνουν πραγματικά τις καθημερινές μάχες και τις κινητοποιήσεις ακόμη και αν δεν έχουν εμπιστοσύνη στις ίδιες τις πολιτικές δυνάμεις που τις πρότειναν. Η αποτυχία μιας κινητοποίησης γίνεται πάντα όπλο στα χέρια αυτών που θέλουν να κλείσουν τους αγώνες. Η δεύτερη δουλειά είναι η γενίκευση μέσα από τις μάχες: τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τη μια και την άλλη επιλογή δεν πρέπει να μένουν στο μυαλό μιας μειοψηφίας αλλά να γίνονται αντικείμενο συζήτησης όλου του κινήματος.

Οταν υπάρχει ένα ενιαίο μέτωπο, αυτή η διαδικασία γίνεται πιο εύκολα. Οσο περισσότεροι είναι οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε μια συνέλευση και παίρνουν στα χέρια τους την υλοποίηση των αποφάσεων, τόσο πιο πλατειά μπορεί να γίνει η συζήτηση για το ποιο δρόμο πρέπει να διαλέξουμε από δω και πέρα.

Διαδικασία

Αυτή η διαδικασία δεν είναι αυτόματη και χρειάζεται να υπάρχει υπομονή. Ακόμα και στις επαναστάσεις, την πλειοψηφία δεν την έχουν οι επαναστάτες. Οταν ξεκινούσε η ρώσικη επανάσταση το Φλεβάρη του 1917, οι επαναστάτες πιάστηκαν στον ύπνο. Μόνο οι Μπολσεβίκοι είχαν μια σχετική προετοιμασία για μια τέτοια στιγμή. Αυτό δε σημαίνει ότι βγήκαν άμεσα κερδισμένοι. Η επιτυχία της επανάστασης, η πτώση του Τσαρισμού, έφερε εκατομμύρια ανθρώπους που δεν είχαν μεγάλη εμπειρία αγώνων στο προσκήνιο. Οι άνθρωποι αυτοί δε στράφηκαν στους Μπολσεβίκους αλλά κυρίως στους Σοσιαλεπαναστάτες, ένα κόμμα που δεν είχε την επανάσταση στον προσανατολισμό του, αλλά ήταν το πιο μεγάλο και ορατό προοδευτικό κόμμα. 

Η μάχη για το κέρδισμα της πλειοψηφίας πέρασε πολλά πίσω-μπρος μέχρι τον Οκτώβρη του 1917. Η στροφή προς τους Μπολσεβίκους δεν έγινε στο επίπεδο της θεωρίας. Η γραμμή των Μπολσεβίκων δικαιωνόταν μέσα από τις απαντήσεις που έδιναν στα διλήμματα που έβαζε η επανάσταση: να εμπιστευτούμε την κυβέρνηση; Να σταματήσουμε τον πόλεμο; Πώς θα αντισταθούμε στα πραξικοπήματα των στρατηγών;

Υπάρχει όμως και ένα άλλο επίπεδο της αντιπαράθεσης, η αντιπαράθεση για τη στρατηγική. Εχει να κάνει με το ερώτημα: Μέχρι πού θα πάμε το κίνημα; Πώς πιστεύουμε ότι θα νικήσουμε συνολικά; Η ρεφορμιστική Αριστερά αποφεύγει να ανοίξει αυτή τη συζήτηση, με το επιχείρημα ότι δεν είναι επίκαιρη. Κι όμως, αυτή η συζήτηση καθορίζει τους καθημερινούς αγώνες. Η συνείδηση των ανθρώπων δεν καθορίζεται μόνο από το χώρο στον οποίο δουλεύουν ή σπουδάζουν. Επηρεάζεται άμεσα από το αν πιστεύουν πως οι αγώνες θα έχουν κάποιο μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ή αν είναι μάταιοι. Ολοι αναρωτιούνται αν αυτό που σήμερα μπορεί να κερδίσουν μέσα από μια κινητοποίηση, αύριο θα τους το ξαναπάρουν πίσω με έναν νόμο.

Σε όλη την Ευρώπη η άνοδος του κινήματος έχει ανοίξει στην πράξη το ερώτημα της στρατηγικής. Στην Ιταλία, το κίνημα της Γένοβας, μαζί με τους εργατικούς και τους φοιτητικούς αγώνες κατάφεραν να ρίξουν τον Μπερλουσκόνι. Σήμερα όμως στην εξουσία βρίσκεται μια κεντροαριστερή κυβέρνηση, συνεργασία των Σοσιαλιστών και της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Η κυβέρνηση αυτή ζητάει αυτοσυγκράτηση από το κίνημα, παίρνει μέτρα λιτότητας, διατηρεί στρατό στο Αφγανιστάν και το Λίβανο. Η Κομμουνιστική Επανίδρυση “ζητάει συγγνώμη” που παίρνει αυτά τα μέτρα, αλλά εκβιάζει το κίνημα: “Αν πέσει η κυβέρνηση, θα ξανάρθει ο Μπερλουσκόνι.

Το δίλημμα: “Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση” μπαίνει στην πράξη και στοιχειώνει το κίνημα. Γι’ αυτό ακόμα και να θες, είναι επικίνδυνο να το αποφύγεις. Το 1968 κομμάτια της νέας Αριστεράς έπεσαν στην παγίδα και αγνόησαν το δίλημμα. Συμβαίνει και σήμερα, προχωρημένα κομμάτια του κινήματος που πιστεύουν στη δύναμη των καταλήψεων να νιώθουν αυτάρκεια μέσα στους αγώνες και να θεωρούν κάθε συζήτηση για την “πολιτική” λίγο πολύ άσχετη. Αυτή η αντιμετώπιση σίγουρα έχει καλύτερη αφετηρία από αυτούς που σε κάθε βήμα του κινήματος ονειρεύονται ψήφους στις εκλογές, όμως δεν μπορεί να δώσει λύση. Μάλιστα η εμπειρία έχει δείξει ότι όσοι, όταν το κίνημα φουσκώνει, αγνοούν τη στρατηγική, γυρνάνε στην αγκαλιά της ρεφορμιστικής Αριστεράς όταν το δίλημμα γίνεται επιτακτικό. Ακόμη και οι αναρχικοί, στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ένιωσαν αναγκασμένοι να συμμετάσχουν με υπουργούς στην κυβέρνηση, μη έχοντας να προτείνουν μια επαναστατική στρατηγική απέναντι στην προέλαση των φασιστών. 

Eλπίδα

Στην Ιταλία της δεκαετίας του ‘70 οργανώσεις όπως η Lotta Continua που ως τότε μιλούσαν για “αδιαμεσολάβητους αγώνες”, γύρισαν στο σύνθημα “Το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Κυβέρνηση”. Στην Αγγλία πολλές ριζοσπαστικές οργανώσεις κατέληξαν στους κόλπους των Εργατικών, ελπίζοντας ότι μια προοδευτική κυβέρνηση είναι ο μόνος τρόπος να υλοποιηθούν στην πράξη τα αιτήματα του κινήματος. Στην Ελλάδα, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία έκφραζε τις ελπίδες της εργατικής τάξης για Αλλαγή, αλλά και τις αυταπάτες ενός μεγάλου μέρους της Αριστεράς ότι πλέον ο “λαός θα είναι στην εξουσία”.

Αυτός είναι και ο πιο κεντρικός λόγος γιατί σήμερα χρειαζόμαστε μια νέα Αριστερά που θα έχει την επανάσταση ως στρατηγική της. Οχι γιατί χωρίς αυτήν δεν θα υπάρχουν αγώνες. Αλλά ακριβώς επειδή αγώνες υπάρχουν και έχουν τη δύναμη να νικάνε, παρουσιάζεται διαρκώς το ερώτημα: “Πώς μπορούμε να τελειώνουμε μια και καλή με το νεοφιλελευθερισμό και τον πόλεμο;” Οι απαντήσεις δεν θα γραφτούν στο χαρτί. Οσοι μέσα από τους αγώνες βγάζουν το συμπέρασμα πως χρειάζεται να ανατρέψουμε συνολικά τον καπιταλισμό και δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη σε καμιά αριστερή ή κεντροαριστερή κυβέρνηση πρέπει να οργανωθούν. Εχουν να παίξουν έναν ιστορικό ρόλο που ξεφεύγει από τα καθημερινά ζητήματα. Είναι αυτοί που μπορούν να χτίσουν τη νέα Αριστερά, από την ύπαρξη της οποίας θα κριθεί αν οι αγώνες και οι νίκες μας δεν θα μείνουν συμβολικοί αλλά θα γίνουν αφετηρία για την ανατροπή του καπιταλισμού και για το χτίσιμο μιας διαφορετικής κοινωνίας.