Οικονομία και Πολιτική
“Eπενδύσεις”, σκάνδαλα, κερδοσκοπία: Tο τρελοκομείο του ελληνικού καπιταλισμού

Aπό την τελευταία απεργία στον OTE. Aυτή είναι η δύναμη που μπορεί να σταματήσει τις αρπαχτές των επενδυτών

Σκάνδαλα είναι, δίχως αμφιβολία, και οι τέσσερις υποθέσεις που κατήγγειλε την περασμένη βδομάδα στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το ΠΑΣΟΚ. Οι εξαγορές της Εθνικής Τράπεζας -η αγορά της τουρκικής τράπεζας Finansbank και της άγνωστης ελληνικής Π&Κ Χρηματιστηριακή- σίγουρα “βρωμάνε”. Και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την εξαγορά της αλυσίδας καταστημάτων κινητής τηλεφωνίας Γερμανός από την Cosmote και για την “τοποθέτηση” των 767 εκατομμυρίων ευρώ -ενός υπέρογκου ποσού που αντιστοιχεί στο 60% του μετοχικού της κεφάλαιου- από την Αγροτική Τράπεζα σε διεθνή Hedge Funds. 

Το σκάνδαλο, όμως, δεν περιορίζεται απλά και μόνο στο ότι “όποτε ήταν να αγοραστεί κάτι, αγοραζόταν στην υψηλότερη δυνατή τιμή και όποτε ήταν να πωληθεί κάτι, επωλείτο στη χαμηλότερη δυνατή τιμή”, όπως κατήγγειλε στον εισαγγελέα ο Πέτρος Ευθυμίου. Το πραγματικό σκάνδαλο δεν είναι απλά και μόνο η ανικανότητα -και ίσως και η διαφθορά- της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε έναν “κακό και ύποπτο διαχειριστή” που διασπαθίζει με ζημιογόνες και πιθανόν παράνομες συναλλαγές την δημόσια περιουσία. 

Το πραγματικό σκάνδαλο είναι η βύθιση ολόκληρου του ελληνικού καπιταλισμού -ιδιωτικού και δημόσιου τομέα μαζί- όλο και πιο βαθιά στον στρόβιλο της διεθνούς κερδοσκοπίας, σε έναν στρόβιλο φανταστικών κερδών για τους καπιταλιστές και εξίσου φανταστικής μιζέριας και κινδύνων για τους απλούς ανθρώπους. 

Διαστάσεις

Η διεθνής κερδοσκοπία έχει πάρει τόσο τρομαχτικές διαστάσεις που έχουν αναγκάσει ακόμα και τις ίδιες τις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων να αναζητούν τρόπους ελέγχου και προστασίας της παγκόσμιας οικονομίας από τους κινδύνους της. 

H τελευταία σύνοδος των υπουργών Οικονομικών των G7, των επτά πλουσιοτέρων χωρών του πλανήτη που έγινε την περασμένη βδομάδα στο Εσσεν της Γερμανίας, είχε σαν κεντρικό θέμα την δραστηριότητα των Hedge Funds, των διαβόητων κερδοσκοπικών κεφαλαίων που διαχειρίζονται σήμερα ένα βουνό από χρήματα, μετοχές, ομόλογα και χρηματιστηριακά παράγωγα που υπερβαίνει σε αξία το ένα τρισεκατομύριο δολάρια. Το ποσό, που είναι συγκρίσιμο με το ΑΕΠ του Καναδά, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας, είναι τόσο μεγάλο που ανάγκασε την κυβέρνηση της Μέρκελ να προτείνει, πριν από μερικές βδομάδες, μέτρα για την αύξηση της “διαφάνειας” στις συναλλαγές τους. Η επίσημη ανακοίνωση της συνόδου, που αποδέχτηκε ουσιαστικά τις γερμανικές προτάσεις, κάνει λόγο για “συστημικούς και λειτουργικούς κινδύνους” από τις δραστηριότητες των Hedge Funds “που πρέπει να μας θέσουν σε επαγρύπνηση”.

Τα Hedge Funds έγιναν για πρώτη φορά διάσημα την “Μαύρη Τετάρτη”, στις 16 Σεπέμβρη του 1992, όταν το Quantum Fund του Τζορτζ Σόρος κέρδισε πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε μια μέρα, στοιχηματίζοντας στην πτώση της τιμής της βρετανικής λίρας.

Το στοίχημα είναι η καρδιά των Hedge Funds. Από πρώτη άποψη η λειτουργία τους δεν διαφέρει και πολύ από τα κλασσικά παιχνίδια των σπεκουλαδόρων του χρηματιστήριου: αγοράζουν μετοχές, χρεώγραφα ή συμβόλαια προμήθειας πετρελαίου, σιτηρών και μετάλλων με την προσδοκία ότι θα καταφέρουν να τα πουλήσουν λίγο ακριβότερα λίγες μέρες αργότερα. Εκεί που διαφέρουν από τους κοινούς σπεκουλαδόρους είναι στο μέγεθος των κεφαλαίων που μπορούν να κινητοποιήσουν. Αντί να περιμένουν απλά να τα ευνοήσει η τύχη, τα Hedge Funds χρησιμοποιούν την οικονομική τους δύναμη για να σπρώξουν τις τιμές στην κατεύθυνση που θέλουν.

Τον Σεπτέμβρη του 1992 η βρετανική στερλίνα βρισκόταν κάτω από μεγάλη πίεση και η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας πάλευε με νύχια και με δόντια, αγοράζοντας η ίδια τις στερλίνες που έβγαιναν στις χρηματαγορές στην ονομαστική τους τιμή για να μην αφήσει την ισοτιμία της να κατρακυλίσει. Ο Σόρος άρχισε να δανείζεται καθημερινά εκατοντάδες εκατομμύρια στερλίνες από τις βρετανικές τράπεζες και να τις “πουλάει” (να τις ανταλλάσσει με δολάρια ουσιαστικά) αυθημερόν στις διεθνείς χρηματαγορές. Στην πραγματικότητα δανειζόταν, με την μεσολάβηση των εμπορικών τραπεζών, στερλίνες από την Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας και ύστερα την ανάγκαζε να τις ξαναπάρει πίσω και να τις ανταλλάξει με δολάρια. Υστερα από λίγες μέρες τα θησαυροφυλάκια της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας είχαν στερέψει από συνάλλαγμα, η στερλίνα υποτιμήθηκε και ο Σόρος βρέθηκε με ένα βουνό από καταθέσεις και χρέη -μόνο που οι καταθέσεις του ήταν σε δολάρια και τα χρέη σε υποτιμημένες βρετανικές στερλίνες. Η διαφορά, το κέρδος του δηλαδή, ξεπερνούσε το ένα δισ. δολάρια!

Μέσα στα δεκαπέντε χρόνια που έχουν περάσει από τότε, τα Hedge Funds έχουν πολλαπλασιαστεί και η κερδοσκοπία έχει γίνει η αγαπημένη δραστηριότητα όχι μόνο των μεγάλων τραπεζών αλλά και όλων των μεγάλων επιχειρήσεων. Και αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο: σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2003 η μέση απόδοση των Hedge Funds έφτασε στο 21% -σε μια χρονιά όπου τα επιτόκια του δολάριου, του ευρώ και του Γιεν ήταν κάτω από 4% και οι αποδόσεις της βιομηχανίας “απογοητευτικές”. Το μέγεθος -αλλά και η απειλή- από αυτή την ραγδαία εξάπλωση της κερδοσκοπίας φάνηκε το καλοκαίρι του 1998 με την αναγκαστική διάσωση από την επικείμενη χρεωκοπία του LCTM, ενός κερδοσκοπικού κεφαλαίου που ειδικευόταν στα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Η “εκλεκτή” πελατεία του LCTM, που βρέθηκε με μια “μαύρη τρύπα” 4.6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, περιλάμβανε ανάμεσα σε δεκάδες μεγάλες τράπεζες και βιομηχανίες και την Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας -έναν οργανισμό που υποτίθεται ότι έχει σαν αποστολή την διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας! Η χιονοστιβάδα μιας τόσο μεγάλης χρεωκοπίας ήταν τόσο επικίνδυνη που ανάγκασε τον Αλαν Γρίνσπαν, τον τότε διοικητή της FED (Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ) να απαιτήσει από το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ να την διασώσει, καλύπτοντας το ίδιο τις ζημιές.

Η υπόθεση της TIM

Το κύριο χαρακτηριστικό της κερδοσκοπίας είναι η ταχύτητα. Τα Hedge Funds πέφτουν, με μανία, σαν τα κοράκια στις “ευκαιρίες” -επενδύοντας με μιας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για την αγορά μετοχών και χρεωγράφων ή την εξαγορά μιας εταιρίας- και εξαφανίζονται αστραπιαία μόλις καταφέρουν να πάρουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα κέρδη που επιδιώκαν, αφήνοντας πίσω τους συχνά συντρίμια. Η ξαφνική αποχώρηση των κερδοσκοπικών κεφαλαίων από την νοτιοανατολική Ασία το φθινόπωρο του 1997 έσπρωξε τις “Τίγρεις του Ειρηνικού” στο χείλος της χρεωκοπίας, βυθίζοντας ξαφνικά, για χρόνια, εκατομμύρια εργαζόμενους στην ανεργία, την φτώχεια ακόμα και την πείνα. 

Για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όμως, η προσέλκυση της διεθνούς κερδοσκοπίας είναι “εθνικός στόχος”. Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια που ρέουν τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας βαφτίζονται από τον Καραμανλή και τον Αλογοσκούφη “ξένες επενδύσεις”. 

Η ελληνκή οικονομία έχει γίνει, για την διεθνή κερδοσκοπία, ένας από τους αγαπημένους προορισμούς. Η “ατζέντα Καραμανλή” -με τις υποσχέσεις για έναν ακόμα γύρο νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και το ξεπούλημα όχι μόνο των υπολειμμάτων των ΔΕΚΟ αλλά και της παιδείας και των δασών και του περιβάλλοντος στους ιδιώτες, έχει γίνει ένας από τους αγαπημένους προορισμούς για τα Hedge Funds και τους πάσης φύσης κερδοσκόπους. Και πως να μην είναι: υπάρχει καλύτερη εγγύηση για ένα μεγάλο, εύκολο και γρήγορο κέρδος;

Τις μέρες αυτές οι οικονομικές στήλες των εφημερίδων έχουν αφιερώσει πολλά και μεγάλα άρθρα στην υπόθεση της ΤΙΜ που εξαγοράστηκε πρόσφατα από τον Ναγκίμπ Σαουίρις, έναν Αιγύπτιο μεγιστάνα που “ειδικεύεται” τα τελευταία χρόνια στον ανερχόμενο κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Ο Σαουίρις ελέγχει ήδη, μέσω της ιταλικής Wind την οποία έχει εξαγοράσει, το 50% της Tellas, της εταιρείας σταθερής τηλεφωνίας που ίδρυσε πριν από μερικά χρόνια η ΔΕΗ. Η Orascom, η εταιρεία του, είναι πλέον η μεγαλύτερη εταιρεία τηλεπικοινωνιών στην Μέση Ανατολή. Μαζί με την ΤΙΜ εξαγόρασε και την Q-Telecom, την τέταρτη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας της Ελλάδας. Οι εφημερίδες της περασμένης Κυριακής μιλούσαν για την δημιουργία, πλέον ενός “δεύτερου ΟΤΕ” . 

Το τελευταίο, όμως, πράγμα που ενδιαφέρει τον Σαουίρις είναι να φτάσει η τηλεφωνική σύνδεση “και στην τελευταία γωνιά της Ελλάδας” ή να προσφέρει προσιτές τηλεποικινωνίες στον κόσμο. Αλλά ούτε από τα κέρδη από την λειτουργία της TIM, της Q-Telecom ή της Tellas περιμένει να “αποζημιωθεί” για την επένδυσή του -τα 3.4 δισεκατομμύρια ευρώ που πλήρωσε για να αγοράσει την ΤΙΜ από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες της. Ο στόχος του Σαουίρις είναι απλά να τις ξαναπουλήσει -αφού ανεβάσει πρώτα την τιμή τους ακόμα πιο ψηλά στα ύψη φυσικά.

Οι εφημερίδες μας γέμισαν αυτές τις μέρες με ένα σωρό “πληροφορίες” για τον Σαουίρις -για τις 18 ώρες το 24ωρο που υποτίθεται ότι εργάζεται, για τον 76χρονο “αυτοδημιούργητο” πατέρα του, για την αγάπη του για τις διασκεδάσεις κλπ. Αλλά δεν έγραψαν τίποτα για τους παλιούς ιδιοκτήτες της ΤΙΜ -την Texas Pacific Group (TPG) και Apax Partners. Πρόκειται για δυο από τα μεγαλύτερα Hedge Funds των ΗΠΑ. 

Η σχέση της TPG και της Apax με την ΤΙΜ ξεκίνησε πριν από δυο χρόνια, με την εξαγορά της από τους αρχικούς της ιδοκτήτες, την ιταλική Telecom Italia και τους άλλους μετόχους της. Η εξαγορά τους στοίχισε 1,36 δισ ευρώ. Μόλις την αγόρασαν προχώρησαν σε μια “επαναχρηματοδότηση” από την οποία πήραν αμέσως πίσω το αρχικό τους κεφάλαιο. Μια δεύτερη “επαναχρηματοδότηση” τον περασμένο Δεκέμβρη -μετά από μια πρώτη αποτυχημένη απόπειρα πώλησής της- απέφερε στην TPG και την Apax ένα ποσό διπλάσιο από το αρχικό τίμημα. Μέσα σε δυο χρόνια κατάφεραν, όπως γράφει η εφημερίδα Financial Times, “να εισπράξουν ένα ποσό τριπλάσιο σχεδόν από την αρχική τους επένδυση”. Και ύστερα την πούλησαν -δυόμιση, σχεδόν φορές, πιο ακριβά από ότι την είχαν αγοράσει. Φυσικά οι εργαζόμενοι δεν πήραν ούτε ένα σεντς. Και το δίκτυο της ΤΙΜ, δεν επεκτάθηκε ούτε κατά ένα μέτρο μέσα σε αυτά τα δυο χρόνια.

Ο Αλογοσκούφης και ο Καραμανλής τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Μετά την “επιτυχία” της ΤΙΜ οι προοπτικές για την προσέλκυση “στρατηγικού επενδυτή” -ενός κερδοσκόπου, με άλλα λόγια- για τον ΟΤΕ διαγράφονται σίγουρα “λαμπρές”. Το μόνο που χρειάζεται είναι να συνεχίσουν οι εργαζόμενοι να δουλεύουν σκληρά, με μηδαμινές αυξήσεις έτσι ώστε τα “οικονομικά στοιχεία” να είναι ελκυστικά. Και τα συνδικάτα να μην τρομοκρατούν τους επενδυτές με άσκοπες απεργίες και διαδηλώσεις. Αλλωστε τί θέλουν; Να σταματήσουνε τον εκσυγχρονισμό, την ανάπτυξη και την πρόοδο;