Συνεντεύξεις
Κινηματογράφος: Πλατεία Αμερικής του Γ. Σακαρίδη - Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη της ταινίας

Διαβάσαμε ότι η «Πλατεία Αμερικής» βρισκόταν στα σχέδιά σου εδώ και πολλά χρόνια, μέχρι να γυριστεί. Υπάρχει κάτι που αλλάξατε στην πορεία στο σενάριο για να εκφράσει τη νέα πραγματικότητα και αν ναι, πώς; 

Η Πλατεί́α Αμερικής, η “Via Veneto” στα 50s και στα 60s, το αγαπημένο μέρος των καλλιτεχνών, κινηματογραφιστών, “εκεί που ζούσε η Μαρία Κάλλας”, με δεκάδες σινεμά και θέατρα , τώρα είναι μια από τις πιο πολυπολιτισμικές γειτονιές της Αθήνας και ένα πολύ́ γνώ́ριμο περιβάλλον για μένα ερχόμενος από το Λονδίνο. Έχουν περάσει πολλά πράγματα από́ την Πλατεία Αμερικής τα τελευταία 10 χρόνια που είμαι στην Ελλάδα και ανα­πτύ́σσω αυτή την ιδέα. Πρώτα ήταν οι Αφρικανοί, μετά οι επιδρομές κατά των προσφύγων από τη Χρυσή  Αυγή και τώρα η Πλατεία είναι η σύγχρονη “Καζαμπλάνκα”, ο πρώτος σταθμός χιλιάδων προσφύγων και μεταναστώ́ν την τελευταία δεκαετία, όπου χιλιάδες πρόσφυγες περιμένουν το εισιτήριο ή τον σμάγκλερ ή ένα τρόπο να φύγουν στη Δ. Ευρώ́πη. Κάνω κάστινγκ πριν ολοκληρωθεί το σενάριο οπότε με τους ηθοποιούς συζητάμε το θέμα, τον χαρακτή́ρα και ο ηθοποιό́ς βά́ζει τη ζωή του μέσα στο σενάριο: αυτά που ζει, που ονειρεύεται, που φαντάζεται αλλά και αυτά που θα ήθελε να κάνει. Μια avant-garde αυτοβιογραφία. Το σενά́ριο είναι μια οργανική διαδικασία που αναπτύσσεται μέχρι το γύρισμα. Κάνουμε λίγες πρόβες και όταν φτάσουμε στη διαδικασία του γυρίσματος υπάρχει ελευθερία στον διάλογο, στον αυτοσχεδιασμό και στην κίνηση.

Οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες, Νάκος και Μπίλη αποτελούν περιθωριακές φιγούρες ή χαρακτηριστικά παραδείγματα της Ελληνικής κοινωνίας;

Η οικονομική κρίση είναι πανταχού παρούσα, με προεκτάσεις που αγγίζουν τις ιδέες, τις συμπεριφορές κ.ο.κ.. Εδώ την βλέπουμε να διαλύει την μικρομεσαία τάξη (οικογένειες Μπίλη και Νάκου). Αλλά και η προηγούμενη ταινία σου «Wild duck» εκτυλίσσεται με φόντο και καταλύτη την κρίση. Πιστεύεις ότι η κρίση γεννάει αυτές τις φιγούρες;

Ο Νάκος κάποια στιγμή «περνάει» από την «ιδέα» στην «πράξη» ενώ  σε γενικές γραμμές παρουσιάζεται  «αργός» και αδρανής. Τί τον ωθεί να αναλάβει δράση; Τί του κάνει κλικ;

Ένας μπανάλ ρατσιστής, ο Νάκος (Μάκης Παπαδημητρίου). Ένας tattoo artist, ο Μπίλη (Γιάννης Στάνκογλου). Ένας φυγά́ς από τo Αλέπο, ο Τάρεκ (Βασίλης Κουκαλάνι). Τρεις ά́ξονες στην ίδια ταινί́α, με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά́ ο καθέ́νας. Ο Μπίλη και ο Νάκος που μεγαλώσανε στην ίδια πολυκατοικία είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της Ελληνικής κοινωνίας. Είναι Νεοέλληνες που έχουν επηρεαστεί από την κρίση αλλά όπως ο Δημήτρης από το «Wild duck» είτε αρνούνται να το συνειδητοποιήσουν είτε έχουν προσκολληθεί τόσο σε καταστάσεις από το παρελθόν που  βλέπουν ακόμη τα πάντα γύρω τους προσωρινά και σίγουρα ότι θα αλλάξουν σύντομα. Ο Νάκος πολύ σωστά είναι αργός και αδρανής στην αρχή αλλά περνάει σε δράση με το σχέδιο εξολόθρευσης. Ωθείται από τη πεποίθηση ότι μπορεί να επαναφέρει την κατάσταση όπως ήταν. Να γυρίσει τη γειτονιά του 20-30 χρόνια πίσω. Τον μπανάλ ρατσισμό προσπαθεί να τον κρύψει πίσω από τη νοσταλγία για το παρελθόν. Όταν κάνει τη πρώτη προσπάθεια για να "διορθώσει" την κατάσταση καταλαβαίνει ότι δεν είναι ικανός για επίθεση κατά μέτωπο αλλά για κάτι πιο έμμεσο.

Η Τερέζα τραγουδάει σε κάποια στιγμή το Sinnerman. Είναι φόρος τιμής στη Νίνα Σιμόν;

Η Τερέζα τραγουδάει το Sinnerman που είναι ένα Αφρικάνικο Εκκλησιαστικό κομμάτι, ως ένα φόρο τιμής στη Νίνα Σιμόν και ως μια προσευχή για ό,τι γίνεται γύρω της αλλά και για αυτό που θα κάνει. Είναι ένα γκόσπελ για τους τρεις χαρακτήρες της ταινίας. Η Ξένια Ντάνια που παίζει την Τερέζα τραγουδάει αρκετά κομμάτια Νίνα Σιμόν στις συναυλίες και στα live. Κάπως έτσι την ανακάλυψα όταν πήγα σε μια συναυλία "Δεύτερης Γενιάς" στο Γκάζι.

Οι πρωταγωνιστές δεν πολιτικολογούν ανοιχτά, αλλά σε τελική ανάλυση εκπροσωπούν πολιτικές θέσεις – πολιτικές επιλογές, έστω και αν κατέληξαν σ’ αυτές μέσα από την προσωπική του διαδρομή ο καθένας. Θέλεις να περάσεις κάποιο μήνυμα με τα πορτρέτα τους;

Σίγουρα οι τρεις πρωταγωνιστές δεν πολιτικολογούν ανοικτά, αλλά η αφήγησή τους, ο λόγος τους εκφράζει καθαρά μια πολιτική θέση. Δεν θέλω να σηματοδοτήσω τα μηνύματα που περνάνε τα πορτρέτα τους, αλλά θέλω να τα συμπεράνουν από μόνοι τους οι θεατές που θα δουν την ταινία.

Σε σχέση με την έκβαση της ιστορίας, πώς αισθάνεσαι για την πορεία ανθρώπων σαν τον Μπίλη; Είναι αναπόφευκτο να θυσιάζονται για τα πιστεύω τους, ή μπορεί να δικαιωθούν κάποια στιγμή;

Ο Μπίλη είναι ένας ροκ ρέμπελ, ο κλασικός ήρωας που έχει τον ανθρωπισμό ως μόνη διαφυγή και ελπίδα. Περπατάει σε τεντωμένο σχοινί, οπότε αν θυσιαστεί για κάτι που πιστεύει ή τύχει να είναι θύμα τιμωρίας για κάτι που έκανε, αυτό σίγουρα στεναχωρεί τον θεατή αν συμβεί. Ο Μπίλη όμως αυτό το κάνει καθημερινά και έχει γλιτώσει πολλές φορές. Οπότε μένει να δούμε αν θα συμβεί και στην Πλατεία Αμερικής.


Από 23 Μάρτη καλωσορίσαμε στις αίθουσες την Ελληνική ταινία της χρονιάς. Η «Πλατεία Αμερικής» του Γιάννη Σακαρίδη μιλάει για την Αθήνα της κρίσης πιο ζωντανά κι από ντοκιμαντέρ και ταυτόχρονα ανιχνεύει τις επιπτώσεις της στη ζωή των καθημερινών ανθρώπων, τις προσωπικές διαδρομές τους, που σε τελική ανάλυση είναι πανανθρώπινες και, χωρίς να ξεστομίζεται ούτε μια πολιτικολογία, τόσο βαθιά πολιτικές.

Στην πάλαι ποτέ κραταιή γειτονιά ανάμεσα στη Βικτώρια και την πλατεία Αμερικής εκτυλίσσονται και διασταυρώνονται οι ζωές τεσσάρων ανθρώπων. Οι δυο μένουν στην ίδια πολυκατοικία και είναι φιλαράκια απ’το σχολείο, όμως οι συνειδήσεις τους έχουν διαγράψει πολύ διαφορετικές τροχιές. Ο Μπίλη είναι ηρωικός επιζών της ροκ εποχής, ιδιοκτήτης μπαρ με παράνομο τατουατζίδικο στο πατάρι, που αποτελεί και το πραγματικό μεράκι του και μέσο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Για τον Νάκο, το βασικό πρόβλημα είναι οι ξένοι που έχουν κατακλύσει τη γειτονιά. Αποτελεί εύρημα της ταινίας ότι βάζει τον Νάκο στην αφήγηση. Η φωναχτή σκέψη του ζωντανεύει ενοχλητικά την άβυσσο του εκκολαπτόμενου φασίστα, καθώς υπολογίζει επιμελώς την (πολυ)εθνική σύνθεση των ενοίκων της ιστορικής πολυκατοικίας όπου μένει με τους γονείς του -καθότι άνεργος στα 38 του. Μια πολυκατοικία –στατιστική της Ελληνικής κοινωνίας- από τον απόστρατο αξιωματικό στο ρετιρέ μέχρι τους μετανάστες κάθε εθνικότητας και οικονομικής κατάστασης από τον πρώτο όροφο ως τα υπόγεια. 
 
Σύνορα 
Η «Πλατεία Αμερικής» δεν είναι μόνο ο μικρόκοσμος του Νάκου. Στους βρώμικους στενούς δρόμους τριγύρω κινούνται οι πρόσφυγες που χτυπούν την πόρτα, όχι του Αμερικάνικου ονείρου όπως παλιά, αλλά της Ευρώπης – φρούριο. Ο Σύριος Τάρεκ καταθέτει τις οικονομίες μιας ζωής για μια δίοδο προς τη Γερμανία γι’αυτόν και τη μικρή του κόρη. Ο Τάρεκ είναι δεύτερος αφηγητής. Τον ακούμε να καταθέτει τη δική του οπτική σκοπιά, να απαντά νοητά στις ρατσιστικές ανοησίες του Νάκου και του κάθε Νάκου: «Πίστευα στα σύνορα, αλλά όχι πια. Σύνορα σημαίνει μπίζνες...».
 
Ωστόσο η εικόνα δεν είναι στατική. Η νεορεαλιστική περιγραφή εναλλάσσεται με τη δραματουργική πλοκή με δυο εξελίξεις που χωρίς να είναι πολύ πρωτότυπες σαν ιστορίες, απογειώνουν την ταινία. Στο πατάρι (και στην καρδιά) του Μπίλη εμφανίζεται η Τερέζα, Αφρικανή τραγουδίστρια μπλεγμένη στον υπόκοσμο της περιοχής. Τη βλέπουμε σε ένα καταγώγιο να τραγουδά το «Sinnerman» της Νίνα Σιμόν. Από την άλλη, ο Νάκος εκτροχιάζεται πλήρως και αναλαμβάνει δράση για να «καθαρίσει» τη γειτονιά, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μικροσκοπικό του σύμπαν. 
 
Φλερτάροντας με τον κυνισμό του φιλμ νουάρ, αλλά περισσότερο με έναν παράξενο, υπερβατικό ρομαντισμό, η «Πλατεία Αμερικής» προσγειώνεται γλυκόπικρα ανάμεσα στη θλίψη και την ελπίδα ταράζοντας τον θεατή και αφήνοντας κρατούμενα για σκέψη. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για δυο γραφικούς τύπους της Αθήνας, αλλά για τον καθένα και την καθεμιά μας. Το τι κάνουμε και τι θέση παίρνουμε απέναντι στα πράγματα μπορεί να πάρει μπάλα τη δική μας ιδιωτική ζωή, μπορεί όμως και να κάνει τη διαφορά. Εμείς διαλέγουμε...
 
 Δήμητρα Κυρίλλου