Κρίση χρέους, κρίση του καπιταλισμού

Ο Γιώργος Παπανδρέου ταξιδεύει ξανά στο Βερολίνο αυτές τις μέρες για να συζητήσει με την Μέρκελ τις "ελληνικές προτάσεις" για την διέξοδο από την σημερινή κρίση του χρέους που έχει χτυπήσει, εδώ και ένα χρόνο περίπου, τη χώρα μας.

Στα κανάλια και τις εφημερίδες η συζήτηση για το "σύμφωνο ανταγωνιστικότητας" που προωθούν Γερμανία και Γαλλία και τις προτάσεις για την επαναγορά των ελληνικών (και ιρλανδικών και πορτογαλικών) ομολόγων σε τιμές ευκαιρίας από τη δευτερογενή αγορά με δανεικά από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει πάρει ξανά φωτιά. Υπάρχει κάποιο φως στο βάθος του τούνελ; Μπορούν μέτρα σαν αυτά να βγάλουν την ελληνική οικονομία από το σημερινό της τέλμα; Θα δώσουνε κάποια ανάσα στο χρέος τα 50 δις των αποκρατικοποιήσεων; Μπορούν να μας σώσουν από τη θηλιά του χρέους;

Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι.

Κρίση ανταγωνιστικότητας;

Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Το πρόβλημα δεν είναι ότι "μείναμε πίσω" όπως παραπλανητικά υποστηρίζουν η κυβέρνηση, η τρόικα και οι κάθε λογής αυλικοί τους. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η λιτότητα δεν επιβλήθηκε έγκαιρα -όπως προκλητικά υποστηρίζει ο Μητσοτάκης. Ακόμα και οι χώρες που επέβαλλαν σκληρά πακέτα λιτότητας, περικοπών και ιδιωτικοποιήσεων νωρίς δεν έχουν καταφέρει να γλυτώσουν από τη σημερινή κρίση.

Η κρίση δεν ξεκίνησε ούτε από την Ελλάδα, ούτε από τα "PIGS", ούτε καν από την Ευρώπη: ξεκίνησε από τον πιο αναπτυγμένο και ισχυρό καπιταλισμό του πλανήτη, τις ΗΠΑ. Τα πρώτα θύματα της κρίσης ήταν οι μεγάλοι τραπεζικοί και βιομηχανικοί κολοσσοί των ΗΠΑ, η Τζένεραλ Μότορς,  η AIG, η Citibank, η Lehman Brothers. 

Αυτό που οδήγησε τη χώρα μας στη σημερινή κατάσταση δεν είναι οι υποτιθέμενες ελληνικές ιδιαιτερότητες -το πελατειακό σύστημα, η στρεβλή ανάπτυξη, οι διαρθρωτικές αδυναμίες, η ακαμψία της αγοράς εργασίας κλπ. Στο σημείο αυτό δεν φτάσαμε επειδή τα "φάγαμε" -ούτε "μαζί" όπως επιμένει ο Πάγκαλος, ούτε χώρια. Στο σημείο αυτό μας έφτασε η ίδια η λειτουργία του συστήματος.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο καπιταλισμός οδηγεί την ανθρωπότητα σε μια Μεγάλη Ύφεση. Το ίδιο έγινε τη δεκαετία του 1870. Και ξανά στη δεκαετία του 1930. Όπως και εκείνες οι κρίσεις έτσι και η σημερινή έχει τις ρίζες της στην πτώση της κερδοφορίας του συστήματος -είναι μια κλασσική κρίση υπερσυσσώρευσης για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Μαρξ.

Το κέρδος είναι η καρδιά του καπιταλισμού. Ένας καπιταλιστής δεν αποφασίζει να επενδύσει σε ένα νέο εργοστάσιο το οποίο θα μπορεί να παράγει πχ. 1000 αυτοκίνητα την ημέρα επειδή θέλει να οδηγεί και από ένα καινούργιο αυτοκίνητο κάθε 90 δευτερόλεπτα. Ούτε φυσικά επειδή θέλει να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο: το αποφασίζει επειδή πιστεύει ότι η συγκεκριμένη επένδυση θα αυγατίσει τα κεφάλαιά του -και μάλιστα με τον γρηγορότερο δυνατό τρόπο και το μικρότερο δυνατό ρίσκο.  

Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι όσο γερνάει ο καπιταλισμός τόσο λιγοστεύουν αυτές οι "καλές" επενδυτικές ευκαιρίες. Και αυτή είναι μια από τις μεγάλες αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: ενώ οι επενδύσεις σε μηχανήματα, νέες τεχνολογίες, αυτόματες γραμμές παραγωγής, κλπ αυξάνουν την αποδοτικότητα της εργασίας -πολλαπλασιάζουν δηλαδή τον αριθμό των προϊόντων που παράγει ένας εργάτης μέσα στο οκτάωρο που δουλεύει- και προσωρινά αυξάνουν τα κέρδη του συγκεκριμένου καπιταλιστή που έκανε αυτό το βήμα, συνολικά υπονομεύουν τη δυνατότητα του συστήματος να παράγει κέρδη: το μέσο ποσοστό κέρδους, έλεγε ο Μαρξ, έχει την τάση, με την αύξηση των επενδύσεων, να πέφτει.

Κρίση υπερσυσσώρευσης

Η αιτία πίσω από αυτή την αντίφαση είναι πολύ απλή: τα κέρδη στον καπιταλισμό προέρχονται αποκλειστικά από την εκμετάλλευση των εργατών και όχι από τις μηχανές, τη νέα τεχνολογία ή την καπατσοσύνη των αφεντικών. Το κομμάτι του κεφαλαίου που δαπανάται για νέες γραμμές παραγωγής ή σύγχρονες εγκαταστάσεις δεν παράγει κανένα απολύτως κέρδος, είναι πρακτικά «νεκρό» για το αφεντικό. Μόνο αυτό το κομμάτι του κεφαλαίου που δαπανάται για την πρόσληψη και την πληρωμή των εργατών, για την αγορά «ζωντανής εργασίας», είναι κερδοφόρο. Και αυτό το κομμάτι γίνεται, όσο γερνάει το σύστημα, ολοένα και πιο μικρό σαν ποσοστό του συνολικού κεφαλαίου. Όταν μειώνεται το ποσοστό του κερδοφόρου κεφαλαίου, αναπόφευκτά, μειώνονται και τα ίδια τα ποσοστά κέρδους.

Ακόμα χειρότερα, εξίσου αναπόφευκτα έρχεται μια στιγμή όπου τα ποσοστά αυτά είναι τόσο μικρά που δεν δικαιολογούν, στα μάτια των καπιταλιστών, ούτε νέες επενδύσεις ούτε καν τη συνέχιση της παραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ζούμε σήμερα: τα συσσωρευμένα σε χρηματική μορφή κέρδη, αντί να οδηγούνται σε παραγωγικές επενδύσεις, τρέφουν την κερδοσκοπία -στις μετοχές, τις ισοτιμίες των νομισμάτων, στα κρατικά ομόλογα, την ενέργεια, τα μέταλλα και τα τρόφιμα. Και ταυτόχρονα οι επιχειρήσεις μειώνουν την παραγωγή, βάζουν λουκέτο και στέλνουν τους εργάτες στην ανεργία.

Οι ρίζες της σημερινής κρίσεις μας γυρίζουν πίσω στη δεκαετία του 1970 και την «πετρελαϊκή κρίση» -που μόνο πετρελαϊκή δεν ήταν.

Στην αρχή οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την κρίση με τα κλασσικά εργαλεία που είχαν κληρονομήσει από την προηγούμενη Μεγάλη Ύφεση: με τον κρατικό παρεμβατισμό. Το κράτος ανέλαβε να διασώσει τις επιχειρήσεις που δεν «τα έβγαζαν πέρα» με επιδοτήσεις -που έφταναν μέχρι και την ίδια την εξαγορά και την κρατικοποίηση- με χρήματα από τον προϋπολογισμό φυσικά. Η Νέα Δημοκρατία ρίχνει συχνά σήμερα τις ευθύνες για την διόγκωση του δημόσιου χρέους στις «σπατάλες» των πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ της εποχής του Ανδρέα Παπανδρέου.

Στην πραγματικότητα, όμως, αυτός που εγκαινίασε αυτή την πολιτική ήταν η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (του «εθνάρχη», όχι του ανιψιού) τη δεκαετία του 1970. Η Ολυμπιακή, ο ΗΛΠΑΠ, η Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα πέρασαν επί ΝΔ στο δημόσιο -και ο Ωνάσης, ο Ανδρεάδης και τα άλλα παλιά τους αφεντικά τσέπωσαν εκατομμύρια σαν αποζημίωση για αυτές τις κρατικοποιήσεις. Οι ακροδεξιοί κατηγορούσαν τότε την κυβέρνηση του Καραμανλή για «σοσιαλμανία» -τόσο εκτεταμένο ήταν αυτό το πρόγραμμα.

Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησαν συνέχισαν την πολιτική αυτή με την δημιουργία του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων που ανέλαβε να «διασώσει» τις προβληματικές. Η πολιτική των επιδοτήσεων και των αποζημιώσεων προς τους καπιταλιστές δεν σταμάτησε ποτέ: έτσι δημιουργήθηκε αυτό το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος.

Φούσκες

Η πολιτική αυτή δεν κατάφερε να ξεπεράσει πραγματικά την κρίση, ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο. Το μόνο που κατάφερε ήταν να την «αντισταθμίσει» -να αντιστρέψει τεχνητά, με άλλα λόγια, την πτώση της κερδοφορίας. Ο ίδιος ο Μαρξ είχε προβλέψει αυτή τη δυνατότητα: οι καπιταλιστές, έγραφε στον τρίτο τόμο του Κεφάλαιου, μπορούν να βρουν μηχανισμούς που θα «αντιδράσουν»  στην τάση που έχει το μέσο ποσοστό κέρδους να πέφτει. Αλλά αυτοί οι μηχανισμοί, εξηγούσε, μπορούν να λειτουργήσουν μόνο προσωρινά. Ακόμα χειρότερα, όταν εξαντληθούν και πάψουν να λειτουργούν, τα συμπτώματα της κρίσης θα επανέλθουν ακόμα πιο άγρια και απειλητικά.

Μέσα στα τριανταπέντε χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην πρώτη πετρελαϊκή κρίση το 1974 και την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβρη του 2008 οι κρίσεις ακολουθούσαν η μια την άλλη: το 1987 ένα νέο Κραχ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ξύπνησε τις μνήμες της Μαύρης Πέμπτης του 1929. Το φθινόπωρο του 1997 κατάρρευσε η Νοτιοανατολική Ασία. Λίγους μήνες αργότερα χρεοκόπησε η Ρωσία. Ύστερα έσκασε το κανόνι της LCTM -η χρεοκοπία ενός τεράστιου κερδοσκοπικού κεφαλαίου μέσα στην ίδια την Αμερική που λίγο έλειψε να συμπαρασύρει ολόκληρο τον πλανήτη στη χρεοκοπία.

Η αντίδραση των κεντρικών τραπεζιτών -με πρώτο και καλύτερο τον Άλαν Γκρίνσπαν, τον διοικητή της αμερικανικής Federal Reserve- ήταν να βάλουν μπροστά τα πιεστήρια και να γεμίσουν τις «αγορές» με εύκολο και φτηνό χρήμα. Η δραματική αύξηση της ρευστότητας δεν κατάφερε να πείσει πραγματικά τους καπιταλιστές να σταματήσουν την επενδυτική τους αποχή. Κατάφερε όμως να τονώσει το παραπροϊόν της κρίσης: την κερδοσκοπία.

Και αυτή με τη σειρά της έκανε το «θαύμα» -για λίγο όμως: οι φούσκες τράβηξαν πίσω τους ολόκληρη την οικονομία, τα ΜΜΕ βάφτισαν τον Γκρίνσπαν «μάγο της οικονομίας» και οι απολογητές του καπιταλισμού κόμπαζαν για τη νέα οικονομία που είχε, υποτίθεται, στείλει τις κρίσεις οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η φούσκα του χρηματιστήριου έσκασε -για να αντικατασταθεί σχεδόν αμέσως από την τρέλα της υψηλής τεχνολογίας. Και όταν έσκασε και αυτή, οι «επενδυτές» βρήκαν καταφύγιο σχεδόν αμέσως στην κερδοσκοπία της γης. 

Όταν έσκασε και αυτή, οι καπιταλιστές συνειδητοποίησαν σχεδόν ξαφνικά ότι ολόκληρο το τραπεζικό τους σύστημα, παγκόσμια, ήταν πια μολυσμένο από «τοξικά χρέη» -χρέη που δεν θα μπορούσαν με τίποτα να εξοφληθούν. Η «αντιστάθμιση» είχε φτάσει πια στο τέλος. Η ώρα της πραγματικής κρίσης είχε σημάνει.

Υπάρχει λύση;

Η προσπάθεια διάσωσης του τραπεζικού συστήματος βύθισε ακόμα πιο βαθειά τις χώρες στην υπερχρέωση: ο προϋπολογισμός του σχεδίου Πόλσον, του πρώτου πακέτου διάσωσης που έβαλε μπροστά η Αμερική τον Οκτώβρη του 2008 ήταν 700 δισεκατομμύρια δολάρια -ένα αστρονομικό ποσό ακόμα και για τα δεδομένα της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Ύστερα ακολούθησε ένα αντίστοιχο πρόγραμμα του Ομπάμα. Εδώ στην Ελλάδα οι τράπεζες έχουν εισπράξει σχεδόν 100 δισεκατομμύρια Ευρώ μέχρι σήμερα από το δημόσιο σε άμεσες επιδοτήσεις και εγγυήσεις. Τώρα η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία -και ποιός ξέρει πια χώρα ακόμα- βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού και οι εργάτες στενάζουν παντού κάτω από προκλητικά προγράμματα «εξυγίανσης», «σχέδια ανταγωνιστικότητας» και «μνημόνια».

Ο κοινός παρανομαστής όλων αυτών των προτάσεων και των σχεδίων είναι ένας: ότι το χρέος θα πρέπει τελικά να ξεπληρωθεί! Οι εργάτες θα πρέπει, με απλά λόγια, να στερηθούν μισθούς, κοινωνικές παροχές, περίθαλψη και συντάξεις έτσι ώστε οι κερδοσκόποι να εισπράξουν στο ακέραιο όχι μόνο τα ίδια τα κεφάλαια που «επένδυσαν» στις κάθε λογής φούσκες αλλά και τα πλασματικά κέρδη που «απέδιδαν» αυτές οι φούσκες στο απόγειό τους, όταν έτρεξαν οι κυβερνήσεις να τους διασώσουν και τους τόκους επί αυτών των χρεών και πάει λέγοντας.

Αυτή είναι η ουσία των προτάσεων και της Μέρκελ και του Σαρκοζί και του Παπανδρέου -είτε μιλάνε για ευρωομόλογα, είτε για επαναγορά τίτλων στη δευτερογενή αγορά, είτε για αναδιάρθρωση: η διαπραγμάτευση αφορά μόνο τον χρόνο και τον τρόπο της εξόφλησης. Την ίδια τη νομιμότητα του χρέους κανένας δεν την αμφισβητεί.

Είναι μια επιλογή που δεν είναι απλά άδικη και προκλητική αλλά και παρανοϊκή: όσο και να δουλεύουμε, όσο σκληρά προγράμματα λιτότητας και να επιβληθούν, όποια δημόσια περιουσία και να βγει στο σφυρί το χρέος αυτό αποκλείεται να ξεπληρωθεί. Το χρέος είναι τόσο μεγάλο που ούτε οι κυβερνήσεις των ισχυρών χωρών της Ευρώπης είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν -ακόμα και αν το ήθελαν.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί με μια μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Το πρόβλημα, λένε, επιτείνεται από το γεγονός ότι οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν μεν κοινό νόμισμα χωρίς, όμως, να έχουν κάποια κοινή δημοσιονομική και οικονομική πολιτική. Οι ΗΠΑ, όμως, διαθέτουν όλα αυτά τα «όπλα» και επιπλέον και ένα νόμισμα που (χάρη σε μεγάλο βαθμό στα αμερικανικά όπλα) είναι ο αναγνωρισμένο παγκόσμιο νόμισμα και παρόλα αυτά δεν μπορούν να ξεπεράσουν την κρίση.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο καπιταλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια θηλιά χρέους. Όλες οι μεγάλες κρίσεις συνοδεύτηκαν πάντα από εκρήξεις -ιδιωτικής ή δημόσιας- υπερχρέωσης. Ο καπιταλισμός, όμως, είχε τους τρόπους να τα αντιμετωπίσει. Ένας παραδοσιακός τρόπος ήταν πάντα η χρεοκοπία: κάποιες τράπεζες ή επιχειρήσεις κλείνουν, οι πιστωτές τους φορτώνονται τις ζημιές από τα χρέη και η ζωή συνεχίζεται.

Οι καπιταλιστές την δοκίμασαν αυτή την επιλογή τον Σεπτέμβρη του 2008 με την Lehman Brothers. Λίγους μήνες πρωτύτερα, όταν κινδύνευε να καταρρεύσει μια άλλη μεγάλη αμερικανική τράπεζα, η Bear Sterns και διασώθηκε τελικά με την παρέμβαση του κράτους η εφημερίδα Financial Times δημοσίευσε ένα κεντρικό άρθρο με τον τίτλο: Ένα όνειρο πέθανε σήμερα, το όνειρο του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Οι κυβερνήσεις, έγραφε ο συντάκτης του (ένα από τα βασικά στελέχη της εφημερίδας) θα έπρεπε να εγκαταλείψουν αυτές τις παρωχημένες πρακτικές της εποχής του κρατικού παρεμβατισμού.

Τον Σεπτέμβρη του 2008 το «όνειρο» αναστήθηκε, αλλά ο ασθενής κόντεψε να πεθάνει από αυτή την ανάσταση: η διαπλοκή ανάμεσα στα κεφάλαια είναι τόσο μεγάλη που είναι πλέον αδύνατο να αφήσουν έναν μεγάλο κρίκο της αλυσίδας να σπάσει χωρίς να συμπαρασύρει ολόκληρο το οικοδόμημα στον πάτο.

Η δεύτερη κλασσική επιλογή των καπιταλιστών για να απαλλαγούν από το πρόβλημα του χρέους ήταν, παραδοσιακά επίσης, ο πληθωρισμός: η αξία του χρήματος μειώνεται σταδιακά, εξανεμίζοντας σιγά-σιγά και τα χρέη και τις καταθέσεις. Και αυτή η «συνταγή», όμως, χρεοκόπησε τη δεκαετία του 1970: οι κυβερνήσεις άφησαν τις τιμές να καλπάζουν -αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να προσθέσουν στην ύφεση και τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό.

Χρειάστηκε η «επανάσταση» της Θάτσερ με τη σκληρή αναμέτρηση με το εργατικό κίνημα για να αναχαιτιστεί η απειλή της επιστροφής της οικονομίας στην εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (με το γερμανικό μάρκο να έχει γίνει κουρελόχαρτο). Και σήμερα, με τα δημόσια χρέη σε όλες σχεδόν τις χώρες διπλάσια και τριπλάσια από ό,τι ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, κανένας δεν τολμάει καν να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να επιτρέψει στον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη να ανέβει στα ουράνια -γιατί στα ουράνια θα πρέπει να ανέβει για να λύσει τη θηλιά του χρέους.

Το χρέος έχει γίνει γόρδιος δεσμός για την οικονομία. Οι καπιταλιστές και τα επιτελεία τους πασχίζουν, μάταια, να τον λύσουν. Αλλά οι γόρδιοι δεσμοί δεν λύνονται: κόβονται. Και αυτό μόνο η εργατική τάξη μπορεί να το κάνει: με την πλήρη διαγραφή του χρέους.