Οικονομία και Πολιτική
Όποιος περιμένει ότι το ΔΝΤ και η ΕΕ θα κάνουν το χρέος “βιώσιμο” μόνο σε αδιέξοδα καταλήγει

Σε ναυάγιο κατέληξαν οι διαπραγματεύσεις για το χρέος στο Eurogroup της 22ης Μαΐου. Έκπληξη; Δύσκολο να το πει κανείς. Έκπληξη θα είχαμε αν δεν κατέληγαν αυτή τη φορά οι διαπραγματεύσεις σε αδιέξοδο.

Η συμφωνία τορπιλίστηκε από τους "συνήθεις υπόπτους" -ούτε σε αυτό υπήρξε καμιά έκπληξη: τον Πολ Τόμσεν, τον Διευθυντή του Ευρωπαϊκού Τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας. Η αποτυχία, όμως, δεν οφείλεται απλά και μόνο στην αδιαλλαξία του ΔΝΤ ή την προεκλογική περίοδο στην οποία έχει μπει πια η Γερμανία. Οφείλεται πρώτα και κύρια στα ίδια τα "νούμερα" που πραγματικά "δεν βγαίνουν". Το δημόσιο χρέος, για να το πούμε με απλά λόγια, δεν είναι βιώσιμο. Και δεν πρόκειται να γίνει βιώσιμο όσα σκληρά μέτρα και αν ψηφίσει το ελληνικό κοινοβούλιο. 

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος "έχασε το χρώμα του" σύμφωνα με την ανταπόκριση της Καθημερινής από τις Βρυξέλλες. Η κυβέρνηση ψήφισε, όπως είναι γνωστό με το "4ο μνημόνιο" ένα βαρύ πακέτο μέτρων ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων Ευρώ που χτυπάει σχεδόν τους πάντες: τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και τους άνεργους, την Παιδεία και την Υγεία, τον δημόσιο πλούτο (που ιδιωτικοποιείται), τις εργασιακές σχέσεις (που απορρυθμίζονται) -ο κατάλογος είναι και μακρύς και γνωστός. Τα μέτρα είναι επώδυνα, παραδεχόταν ακόμα και η ίδια η κυβέρνηση. Αλλά η "θυσία του ελληνικού λαού" αυτή τη φορά θα έπιανε τόπο: τα μέτρα θα άνοιγαν τον δρόμο για μια συμφωνία για το χρέος και με αυτόν τον τρόπο την επιστροφή, επιτέλους, της Ελλάδας στην κανονικότητα, την ανάπτυξη και την ευημερία.

 Περιττό να το πει κανείς, το σενάριο που είχε στήσει η κυβέρνηση, ήταν από την αρχή κιόλας έωλο. Ο στόχος της κυβέρνησης δεν ήταν να εξασφαλίσει κάποια πραγματική ελάφρυνση του χρέους -πχ τη διαγραφή ενός "μεγάλου μέρους" (ή έστω και μικρού) όπως έλεγε κάποτε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο στόχος είχε στο μεταξύ περιοριστεί στο "εφικτό": αυτό που διεκδικούσε η κυβέρνηση ήταν απλά ένα "ναι" στην "Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους" από τους θεσμούς. Χωρίς αυτό το "ναι" ο Μάριο Ντράγκι, ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας "δυσκολεύεται" να δώσει το πράσινο φως για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Χωρίς την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης η Ελλάδα "δυσκολεύεται" να βγει στις αγορές. Το σημερινό "πρόγραμμα" -το μνημόνιο που υπέγραψε ο Τσίπρας με τους θεσμούς το καλοκαίρι του 2015- λήγει τον Αύγουστο του 2018. Αν μέχρι τότε η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να βγει στις αγορές, θα αναγκαστεί είτε να προσφύγει, για πολλοστή φορά για "βοήθεια" στους εταίρους μας ή να χρεοκοπήσει.

Υπερβολικά αισιόδοξα

Τη Δευτέρα 22 Μάη οι θεσμοί αρνήθηκαν να πουν αυτό το "ναι". Το ΔΝΤ, είπε ο Τόμσεν, θεωρεί τα νούμερα πάνω στα οποία είχε στηριχτεί το προσχέδιο υπερβολικά αισιόδοξα. 

Ποια ήταν αυτή η "αισιοδοξία": το σενάριο προέβλεπε ότι η ελληνική οικονομία θα είχε για τις επόμενες δεκαετίες μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,3% το χρόνο. Ναι, καλά διαβάσατε: 1,3%. Δηλαδή το χάσμα που άνοιξε η κρίση, που έριξε το ΑΕΠ της χώρας 25% κάτω, θα χρειαστεί (με έναν απλοϊκό υπολογισμό) 12,5 χρόνια για να καλυφθεί. Η ανεργία θα χρειαστεί δεκαετίες για να πέσει σε μονοψήφια νούμερα. Η φτώχεια θα σακατέψει όχι μόνο αυτή και την επόμενη αλλά και τη μεθεπόμενη και ποιος ξέρει πόσες ακόμα γενιές. Και αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο,  πάνω στο οποίο στηρίζονταν οι υπολογισμοί και των εταίρων μας και της κυβέρνησης.

Σύμφωνα με τις "απαισιόδοξες" εκτιμήσεις του ΔΝΤ η ελληνική οικονομία θα αναπτύσσεται, για τα επόμενα 40 χρόνια,  με μέσους ρυθμούς που δεν θα ξεπερνούν το 1% κάθε χρόνο. Η Ελλάδα θα χρειαστεί 25 χρόνια, δηλαδή, για να καλύψει τη βουτιά του 25% που δημιούργησε η κρίση. Και σχεδόν έναν αιώνα για να καταφέρει να ξεπληρώσει τα σημερινά χρέη: ο Τόμσεν έθεσε τρεις απαιτήσεις στο τραπέζι. Πρώτον περίοδο χάριτος για την καταβολή χρεολυσίων μέχρι το 2060. Δεύτερον ένα πρόγραμμα αποπληρωμής που θα λήγει το 2100. Και τρίτον ένα πρόσθετο πακέτο μέτρων από την πλευρά της Ελλάδας. 

Το ΔΝΤ ξέρει πάρα πολύ καλά ότι οι Ευρωπαίοι "εταίροι" μας δεν μπορούν να αποδεχτούν μια τέτοια πρόταση -που δεν έχει, εκτός από όλα τα άλλα, καμιά πιθανότητα να περάσει από τα κοινοβούλια όχι μόνο της Γερμανίας ή της Ολλανδίας αλλά και της Γαλλίας και της Ιταλίας (που υποτίθεται ότι είναι πιο λογικές απέναντι στην Ελλάδα). Η επιμονή του είναι στην πραγματικότητα μια πίεση πάνω στη Γερμανία να μειώσει τις ανεδαφικές απαιτήσεις της για θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος πολλών δεκαετιών. Στους διαδρόμους του Eurogroup της Δευτέρας ο Σόιμπλε φέρεται να δέχτηκε να κατεβάσει την απαίτησή του από το 2,6% του ΑΕΠ (για τις επόμενες δεκαετίες, μετά την άμεση περίοδο του 3,5%) στο 2% του ΑΕΠ. Αλλά και αυτό είναι υπερβολικό σύμφωνα με το ΔΝΤ (που δεν έχει άδικο σε αυτό) που πιστεύει ότι οτιδήποτε πάνω από το 1,5% θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε ασφυξία. 

Η ελληνική κυβέρνηση πίστευε μέχρι και την τελευταία στιγμή ότι θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτή τη διαφωνία. Η Ελλάδα πρέπει να πληρώσει μέχρι τον Ιούλη 7,5 δις σε τόκους και χρεολύσια. Τα χρήματα αυτά δεν υπάρχουν στα δημόσια ταμεία. Χωρίς την εκταμίευση της υποδόσης (που έχει σαν προϋπόθεση το κλείσιμο της αξιολόγησης) η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει άμεσα. Η κυβέρνηση ξέρει ότι κανένας -ούτε οι εταίροι μας, ούτε το ΔΝΤ- δεν θέλει να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα τέτοιο ενδεχόμενο (που μπορεί να ανοίξει ξανά τον ασκό του Αιόλου για ολόκληρο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα). Και "πόνταρε" σε αυτόν τον φόβο για να κερδίσει αυτό το πολυπόθητο "ναι" στην Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους. 

Άδεια χέρια

Τη "λύση" στο αδιέξοδο της περασμένης Δευτέρας την έδωσε (σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίασης που έχουν διαρρεύσει στον τύπο) ο Γερούν Ντάισελμπλουμ: 

Αφού δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, είπε, ας κλείσουμε την αξιολόγηση που θα ανοίξει τον δρόμο για την εκταμίευση της δόσης τώρα. Και μεταθέτουμε τη συζήτηση για το χρέος για το 2018... Ο Σόιμπλε συμφώνησε αμέσως. Και ο Τόμσεν συμφώνησε αμέσως. Αυτή που δεν συμφώνησε ήταν, φυσικά, η ελληνική αντιπροσωπεία. Ήταν η ελληνική κυβέρνηση που ύστερα από όλα αυτά τα μέτρα θα γυρνούσε πίσω για μια ακόμα φορά με άδεια χέρια. 

Τώρα η κυβέρνηση έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στο Eurogroup του Ιούνη. Πόσες πιθανότητες έχει να πετύχει αυτή τη φορά; Ελάχιστες -για να μην πούμε μηδενικές. "'Ετσι", γράφει η Kαθημερινή, "η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει μόνο στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και στην εκταμίευση ενός σημαντικού ποσού. Η ρύθμιση του χρέους και οι ευεργετικές για την ελληνική οικονομία συνέπειες φαίνεται να μετατίθενται στην καλύτερη περίπτωση για το φθινόπωρο".

Η Καθημερινή, βέβαια -όπως και όλες οι άλλες εφημερίδες που στηρίζουν τη "λύση Μητσοτάκη"- ρίχνουν για μια ακόμα φορά τις ευθύνες για το ναυάγιο της περασμένης Δευτέρας στη κυβέρνηση του Τσίπρα. Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο: το ιλιγγιώδες δημόσιο χρέος είναι προϊόν της ίδιας της κρίσης που μαστίζει εδώ και δέκα σχεδόν χρόνια το σύστημα παγκόσμια. Η Ελλάδα είναι η κορυφή του παγόβουνου και όχι η εξαίρεση. Υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής στις "λύσεις" που προτείνουν οι θεσμοί: η σκληρή λιτότητα. Η πεποίθηση ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας μπορεί να στηριχτεί μόνο στην σκληρή αφαίμαξη των εργατών, που θα ανεβάσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων και θα ανοίξει ξανά ένα γύρο επενδύσεων και ανάπτυξης. Μόνο που η κρίση είναι τόσο μεγάλη που η "αναγκαία" αφαίμαξη απειλεί την ίδια την ύπαρξη και  ζωή των εργαζομένων. 

Η άρχουσα τάξη δεν έχει καμιά δυσκολία να αποφασίσει: τα κέρδη της ήταν πάντα πάνω από τους ανθρώπους. Η πραγματική της δυσκολία είναι να εφαρμόσει αυτές τις αποφάσεις της. Η νομοθέτηση των μέτρων είναι εύκολη υπόθεση -το μόνο που απαιτείται είναι μια πλειοψηφία στη Βουλή. Η εφαρμογή όμως σημαίνει σύγκρουση με την εργατική τάξη, με τους συνταξιούχους, με τους φτωχούς. Και αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση. Καθόλου εύκολη. Και το ναυάγιο της περασμένης Δευτέρας με την χρεοκοπία του φανταστικού (με τη διπλή έννοια) σεναρίου "ποσοτική χαλάρωση, έξοδος στις αγορές, αποδέσμευση από τα μνημόνια, ανάπτυξη, ευημερία" κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα για την κυβέρνηση.