Βιβλία
«Οπλα, Μικρόβια και Ατσάλι» του Τζάρεντ Ντάϊαμοντ: Η ανθρώπινη “προϊστορία” όπως δεν την έχετε ξαναδιαβάσει

Σ’ αυτό το βιβλίο ο Τζάρεντ Ντάϊαμοντ καταρρίπτει μια σειρά από μύθους σχετικά με την ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών που κυκλοφορούν οι υποστηρικτές της «ανωτερότητας της λευκής φυλής». 

Το σημείο αφετηρίας του συγγραφέα είναι το ερώτημα γιατί ήταν οι άνθρωποι από τη δυτική Ευρώπη που μπόρεσαν να αναπτύξουν τις ιδιότητες του σύγχρονου «πολιτισμού» και να τον χρησιμοποιήσουν για να κατακτήσουν τον υπόλοιπο κόσμο. Απορρίπτει κάθε εξήγηση που αποδίδει το γεγονός αυτό σε μια υποτιθέμενη διανοητική ανωτερότητα των Ευρωπαίων. Ο Ντάϊαμοντ είναι σε θέση να το κάνει λόγω των εμπειριών που αποκόμισε στη Νέα Γουινέα -εμπειρίες που του απέδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο ντόπιος πληθυσμός μπορεί άνετα να συγκριθεί σε ευστροφία με ένα μέσο Ευρωπαίο. Ο άλλος λόγος είναι το γεγονός ότι οι κοινωνίες που αναπτύχθηκαν στην βορειο-δυτική Ευρώπη μπόρεσαν να κυριαρχήσουν στο κόσμο μόλις στους τελευταίους αιώνες. 

Αντίθετα, ο Ντάϊαμοντ στηρίζει την ανάλυσή του στο τρόπο με τον οποίο κάποιοι πληθυσμοί ξεκίνησαν, πριν 13.000 χρόνια, να βρίσκουν νέους τρόπους να αποσπάνε τα προς το ζην από τη φύση. Αυτοί οι πληθυσμοί από τροφοσυλλέκτες, με το κυνήγι και το μάζεμα καρπών, πέρασαν στα πρώτα στάδια της γεωργίας χρησιμοποιώντας τσάπες ή ραβδιά για να ανοίγουν αυλάκια στα οποία καλλιεργούσαν. 

Στο πέρασμα μερικών εκατοντάδων χρόνων κάποιες κοινωνίες έκαναν κι άλλες προόδους προς μια πιο εντατική γεωργία χρησιμοποιώντας αρδευση ή υποζύγια που έσερναν το αλέτρι. Με αυτόν το τρόπο μπορούσαν να παράγουν ένα υπερπροϊόν αγαθών, πέρα από το απολύτως αναγκαίο για να ντυθεί και να επιβιώσει ο πληθυσμός. 

Υπερπροϊόν

Αυτό το υπερπροϊόν μπορούσε κατόπιν να χρησιμοποιηθεί για να τροφοδοτήσει ειδικευμένους τεχνίτες, να στηρίξει τη συγκρότηση μόνιμων «επαγγελματικών» στρατών και να εξασφαλίζει τις ανέσεις και τη πολυτέλεια μιας άρχουσας τάξης που ζούσε από την αρπαγή. Το υπερπροϊόν που παρήγαγε η κοινωνία μπορούσε επίσης να εξασφαλίσει την ύπαρξη μιας κάστας ιερωμένων και γραφειοκρατών, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν σημάδια για να συμβολίσουν λέξεις και έτσι άνοιξαν το δρόμο για τη γραφή και την ανάγνωση. 

Ο Ντάϊμοντ δείχνει πώς με αυτές τις αλλαγές στην παραγωγή των υλικών αγαθών μεταμορφώθηκε κι όλη η ζωή της κοινωνίας. Οι τροφοσυλλέκτες ζούσαν σε «νομαδικές» εξισωτικές κοινωνίες χωρίς κράτος. Τη μη-εντατική γεωργία τη χρησιμοποιούσαν μικρές κοινότητας αγροτών στις οποίες συνέχιζε να επικρατεί ο εξισωτισμός στη διανομή των υλικών αγαθών, παρόλο που κάποια άτομα σε αυτές τις κοινότητες απολάμβαναν ιδιαίτερο κύρος. Η εντατική γεωργία συνοδεύτηκε από μια αυξανόμενη κοινωνική διαστρωμάτωση και την εμφάνιση «φυλάρχων» όπου κάποιες οικογένειες απολάμβαναν ιδιαίτερα κληρονομικά προνόμια απέναντι στις υπόλοιπες. Από αυτό το σημείο δε χρειαζόταν και πολύ για την εμφάνιση κανονικών άρχουσων τάξεων που συνοδεύονταν από το κράτος τους. Αυτές οι άρχουσες τάξεις συγκέντρωναν το υπερπροϊόν στα δικά τους χέρια μέσω της εκμετάλλευσης του υπόλοιπου πληθυσμού και έχτιζαν αυτοκρατορίες στις πλάτες άλλων πληθυσμών. 

Οταν φτάνουμε σε αυτό το στάδιο της κοινωνικής ανάπτυξης, οποιαδήποτε κοινωνία δεν είχε κάνει τη μετάβαση από το στάδιο του τροφοσυλλέκτη ή της αγροτικής κοινότητας στο κράτος, διέτρεχε τον κίνδυνο να υποφέρει από αυτές που την είχαν κάνει. 

Αυτή η διαδικασία είναι που επέτρεψε σε κυβερνήτες από τον Σαργκόν της Μεσοποταμίας μέχρι τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Ιούλιο Καίσαρα να φτιάξουν αυτοκρατορίες που περιλάμβαναν μεγάλα κομμάτια του αρχαίου κόσμου. Επίσης, αυτή η διαδικασία επέτρεψε στους «νεοφερμένους», τις άρχουσες τάξεις της βορειο-δυτικής Ευρώπης, φτάνοντας στις αρχές του 20ου αιώνα να έχουν κατακτήσει τα 2/3 του κόσμου. 

Ομως, ο Ντάϊαμοντ αποδεικνύει ότι οι αλλαγές στην παραγωγή που έκαναν αυτές τις κατακτήσεις δυνατές, δεν ήταν αποτέλεσμα μιας έμφυτης διανοητικής ικανότητας κάποιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων. Οι απαιτούμενες αλλαγές γίνονταν μόνο αν εκπληρώνονταν δυο προϋποθέσεις. Η πρώτη ήταν ότι οι άνθρωποι έπρεπε να έχουν κίνητρο για να τις επιδιώξουν, αφού πολλές φορές η επιβίωση μέσω της γεωργίας ήταν πολύ πιο επίπονη από τη συλλογή τροφής. Γι’ αυτό το λόγο οι αλλαγές στη παραγωγή πραγματοποιούνταν μόνο όταν οι κλιματικές ή οι περιβαλλοντικές συνθήκες έκαναν πιο δύσκολη την επιβίωση με τους παλιούς τρόπους. Διαφορετικά δεν υπήρχε καμιά λογική στην υιοθέτηση της γεωργίας. 

Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν ότι το γεωγραφικό περιβάλλον έπρεπε να προσφέρει τα μέσα για να είναι εφικτή αυτή η κίνηση. Επρεπε να υπάρχουν είδη φυτών και ζώων που θα μπορούσε εύκολα να καλλιεργήσει ή να εξημερώσει ο άνθρωπος. Αλλά, όπως υποστηρίζει ο Ντάϊαμοντ, τέτοιες συνθήκες υπήρχαν μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές της υδρογείου, στην «εύφορη ημισέληνο» της Μ. Ανατολής, στην Κίνα, στα υψίπεδα της Ν. Γουινέας, στη Δυτική Αφρική, στο Σαχάλ της Αφρικής, στη Κεντρική Αμερική στη περιοχή που καλύπτουν σήμερα το Μεξικό και η Γουατεμάλα, στη Νότια Αμερική στις εκτάσεις που τώρα βρίσκεται το Περού και ο Ισημερινός. Μόνο η διάχυση νέων τεχνολογιών από αυτές τις περιοχές μπορούσαν να βοηθήσουν τις ανθρώπινες κοινωνίες να κάνουν την απαιτούμενη μετάβαση. 

Εμπόδια

Ομως, όπως υποστηρίζει ο Ντάϊαμοντ, γεωγραφικά εμπόδια μπορούσαν να εμποδίσουν ή να καθυστερήσουν τη διάχυση τέτοιων τεχνολογιών σε πολύ μεγάλες περιοχές της υδρογείου. Μέχρι τη σύγχρονη εποχή η Αυστραλία, ο νότος της Αφρικής και η ανατολική Βόρεια Αμερική παρέμεναν χωρίς καλλιέργειες φυτών που δίνουν σοδειές, και ολόκληρη η αμερικάνικη ήπειρος, η Αυστραλία και ο νότος της Αφρικής χωρίς εξημερωμένα, οικόσιτα ζώα. 

Οπως υποστηρίζει ο Ντάϊαμοντ, από το γεγονός αυτό πηγάζει η ευκολία με την οποία οι εισβολείς από την Ευρασία κατέκτησαν τους λαούς των παραπάνω περιοχών. Οι κοινωνίες της Ευρασίας που είχαν τον σίδηρο, το ιππικό, την πυρίτιδα, τους πολεμικούς στόλους άρχισαν να κατακτάνε τον υπόλοιπο κόσμο. 

Παρόλα αυτά, σε αυτό το σημείο η ανάλυση του Ντάϊαμοντ αρχίζει να παρουσιάσει αδυναμίες. Γιατί δεν εξηγεί επαρκώς το λόγο που μια από τις πιο καθυστερημένες περιοχές της Ευρασίας, η βορειο-δυτική Ευρώπη, μπόρεσε να ξεκινήσει μια τέτοια κατάκτηση. Το πρόβλημα βρίσκεται στην ίδια την προσέγγιση του γεωγραφικού και οικολογικού ντετερμινισμού που είναι τόσο χρήσιμη για να εξηγήσουμε πώς αναπτύχθηκε η γεωργία. 

Από μόνη της η γεωγραφία δεν αρκεί για να εξηγήσουμε τι συμβαίνει από τη στιγμή που εμφανίζονται ταξικές κοινωνίες. Από αυτό το σημείο και μετά υπάρχει ένας άλλος παράγοντας που παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο -η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους πρόσφατα αναπτυγμένους τρόπους δημιουργίας πλούτου και στους καθιερωμένους θεσμούς της υπάρχουσας άρχουσας τάξης. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ, η αλληλεπίδραση ανάμεσα στη «βάση» και το «εποικοδόμημα». 

Ο Ντάϊαμοντ δε παίρνει υπόψη του αυτόν τον παράγοντα. Το αποτέλεσμα είναι να αδυνατίζει όλη του η ανάλυση για την πιο πρόσφατη ιστορία. Παρόλα αυτά, το βιβλίο του είναι μια χρήσιμη συνεισφορά στις γνώσεις μας για μερικές από τις πιο σημαντικές αλλαγές που έχει γνωρίσει η κοινωνία.