Πολιτισμός
Oι κινηματογραφικές βραδιές του Mαρξισμού

Τα βράδια στο τριήμερο «ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ 2007» μετά το τέλος της τελευταίας ζώνης των συζητήσεων θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε μια σειρά από πολιτικές ταινίες. 

Στο προηγούμενο φύλλο της Εργατικής Αλληλεγγύης είχαμε παρουσιάσει την ταινία του Κ. Χρονόπουλου «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» που είχε γυριστεί μέσα στη χούντα. Στο «Μαρξισμό 2007» θα γίνει συζήτηση για τα 40 χρόνια από τη χούντα και θα προβληθεί και αυτή η ταινία. Οι υπόλοιπες ταινίες συμβάλουν στην πολιτική συζήτηση που ανοίγει στο τριήμερο. Από την ιστορία του εργατικού κινήματος –όπως το «1900» - στις σημερινές εμπειρίες των εργατών στη Λ. Αμερική η «Κατάληψη». 

Από τα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όπου οι φαντάροι συναδελφώνονται –«Καλά Χριστούγεννα» μέχρι τους αγώνες που έχουν συγκρουστεί με τον ιμπεριαλισμό –η «Μάχη του Αλγερίου»- και την πάλη που δίνουμε σήμερα ενάντια στο διεθνές παρακράτος του Μπους και των συμμάχων του με το «Στον Ιστό της Αράχνης – Guantanamo express» Παρακάτω κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση για τη κάθε μια από αυτές τις ταινίες και ντοκιμαντέρ. 


 

H Mάχη της Aλγερίας

Η Μάχη του Αλγερίου είναι μια συναρπαστική ταινία για την Αλγερινή επανάσταση στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Σκηνοθετημένη από τον Τζίλο Ποντεκόρβο, τον ιταλό σκηνοθέτη που απαθανάτισε την διαδήλωση στη Γένοβα τον Ιούλη του 2001, περιγράφει με εντυπωσιακή αμεσότητα την έκρηξη του απελευθερωτικού κινήματος, την βαρβαρότητα του γαλλικού ιμπεριαλιστικού στρατού κατοχής, την δικαιολογημένη χρήση βίας από τους αγωνιστές της αντίστασης. Η δύναμη της ταινίας είναι τόσο μεγάλη που οι γαλλικές κυβερνήσεις την είχαν απαγορεύσει μέχρι το 1971. Η πρώτη προβολή της στο Παρίσι σημαδεύτηκε από διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ πρόσφατα το αμερικάνικο υπουργείο εξωτερικών οργάνωσε μια κλειστή προβολή για τα στελέχη του με υπότιτλο «Πώς να κερδίσετε την μάχη κατά της τρομοκρατίας και να χάσετε τον πόλεμο των ιδεών».
Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, το FLN, ξεκίνησε το 1954 και δυο χρόνια αργότερα απλώθηκε στην πρωτεύουσα, το Αλγέρι. Η ταινία περιγράφει τη σύγκρουση στις φτωχογειτονιές της Κάσμπα, που ήταν το κάστρο του FLN, με ηγέτη τον 29χρονο Σααντί Γιασίφ (που υποδύεται ο ίδιος τον ρόλο). Σε απάντηση στις «τρομοκρατικές» εκτελέσεις της αντίστασης, ο γαλλικός στρατός ξεσπά σε ένα όργιο συλλήψεων, βασανιστηρίων, δολοφονιών και ισοπέδωσης ολόκληρων συνοικιών. Η φρίκη της βαρβαρότητας των γάλλων αλεξιπτωτιστών είναι τόσο μεγάλη που η κοινή γνώμη στην ίδια τη Γαλλία μοιράζεται στα δυό.
Στο ίδιο το Αλγέρι το FLN καλεί σε μια οκταήμερη γενική απεργία. Από στρατιωτική άποψη η απεργία είχε παταγώδη αποτυχία – αποκαλύφθηκαν όλα τα ηγετικά μέλη της οργάνωσης και έπεσαν στα χέρια του στρατού κατοχής. Όμως, φάνηκε ότι η συντριπτική πλειοψηφία του αλγερινού λαού ήταν με την ανεξαρτησία. Στην ίδια τη Γαλλία ξεκίνησε ένα κίνημα για την απόσυρση του στρατού που τελικά το 1962 οδήγησε στην ανεξαρτησία της Αλγερίας.
Πολλοί από τους ρόλους στην ταινία του Ποντεκόρβο παίζονται από τους ίδιους τους αγωνιστές της αντίστασης. Η μουσική επένδυση του Ενιο Μορικόνε συνδυάζει τον Μπαχ με βερβερίνικους ρυθμούς και τους ήχους της πόλης. Ο πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης Αλγερίας, ο Μπεν Μπελά, έχει δηλώσει: «Αρχικά θεωρούσα ότι μια τέτοια ταινία θα ήταν σπατάλη, ήμασταν μια φτωχή χώρα. Ο Γιασίφ μου είπε ότι ο αγώνας μας δεν ανήκε μόνο στον αλγερίνικο λαό. Ανήκε σε όλους τους καταπιεσμένους του κόσμου. Δεν μπορούσαμε να τους προδώσουμε. Βρήκαμε τα λεφτά για την ταινία».

Kατάληψη

Η ταινία γυρίστηκε από δύο γνωστούς ακτιβιστές του αντικαπιταλιστικού κινήματος, τον δημοσιογράφο Avi Lewis (σκηνοθεσία - παραγωγή) και την Naomi Klein (σενάριο - παραγωγή)γνωστή από το διεθνές best-seller “No Logo”, ένα βιβλίο που καταγράφει την εισβολή των πολυεθνικών σε κάθε βαθμίδα της καθημερινής ζωή. 
Μέσα σε συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης, 30 απολυμένοι εργάτες του εργοστάσιου Forja στην Αργεντινή το καταλαμβάνουν για να το θέσουν ξανά σε λειτουργία, αυτή τη φορά κάτω απ’ τον έλεγχο της γενικής τους συνέλευσης. Σ’ αυτή τη διαδικασία θα έρθουν σ’ επαφή και θα συντονιστούν με μια σειρά από άλλα κατειλημμένα εργοστάσια, όπως το Ζανόν και το Μπρούκμαν. Ωστόσο οι καταλήψεις λειτουργούν μέσα σ’ ένα πολιτικό κλίμα αβεβαιότητας: ενόψει των επερχόμενων προεδρικών εκλογών οι παλιοί πολιτικοί, μεταξύ των οποίων ο αρχιτέκτονας και βασικός πολιτικός υπεύθυνος του κραχ Καρλος Μενεμ,απειλούν να ξαναγυρίσουν για να επιβάλλουν τον “Νόμο και την Τάξη”,στην πραγματικότητα να διαλύσουν την εργατική αντίσταση.Αν και θα πετύχουν να αναστείλουν δικαστικά την έξωση της κατάληψης, στην πραγματικότητα η ταινία καταγράφει ένα αδιέξοδο: το αδιέξοδο μιας παρατεταμένης δυαδικής εξουσίας, όπου οι καπιταλιστές δεν είναι αρκετά ισχυροί για να καταστείλουν την εργατική αντίσταση αλλά και οι εργάτες (και η υπαρκτή επαναστατική αριστερά της Αργεντινής) δεν έχουν πετύχει να χτίσουν έναν τέτοιο βαθμό συντονισμού και οργάνωσης για να οργανώσουν ολόκληρη την κοινωνία σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες. Η “Κατάληψη” καταγράφοντας διεισδυτικά τις μηχανορραφίες του αστικού κράτους παράλληλα με την αγωνία και τον αγώνα των θυμάτων του νεοφιλελευθερισμού, έχει έναν υπότιτλο που λειτουργεί και σαν προτροπή: “Διώξτε τα αφεντικά!”.

Kαλά Xριστούγεννα

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων του 1914, γερμανοί, γάλλοι και σκωτσέζοι φαντάροι που μέχρι πριν λίγες ώρες αλληλοσκοτώνονταν στα χαρακώματα του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, συναδελφώνονται σε ένα ερειπωμένο αγρόκτημα. Μια πραγματική ιστορία που ο σκηνοθέτης Κριστιάν Καριόν τη μετέτρεψε σε μια λιτή κινηματογραφική αφήγηση με καθαρά αντιπολεμικό περιεχόμενο.
Η ταινία ξεκινά με τρία διαφορετικά παιδάκια – στη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Σκοτία – να απαγγέλλουν πατριωτικά ποιηματάκια στο σχολείο. Μεγάλοι πια και μέσα στα χαρακώματα θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν σε απάνθρωπες συνθήκες σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο. Οι «από πάνω» τους βομβαρδίζουν κηρύγματα πολεμοκαπηλείας και μίσους – όπως ο άγγλος επίσκοπος. Οι ίδιοι οι φαντάροι νοσταλγούν τους δικούς τους ανθρώπους, έχουν επιθυμία να γυρίσουν πίσω, αλλά είναι εγκλωβισμένοι σε ένα πόλεμο και συμμετέχουν στη φρίκη του. Την παραμονή των Xριστουγέννων βρίσκουν την αφορμή και αυθόρμητα ξεσπούν. Ξεκινώντας με γκάιντες και χριστουγεννιάτικα τραγούδια, οι μέχρι πρότινος θανάσιμοι εχθροί βγαίνουν από τα χαρακώματα και συμφιλιώνονται, μια ανακωχή έστω για λίγο. Οι «από πάνω» ανατριχιάζουν. Οι «επαναστατικά μολυσμένες» μονάδες διαλύονται και οι φαντάροι στέλνονται σε άλλα μέτωπα.
Το διαφημιστικό σλόγκαν της ταινίας γράφει: «Δεκέμβρης 1914 – Μια αληθινή ιστορία που η Ιστορία ξέχασε». Η Ιστορία των κυρίαρχων τάξεων, σίγουρα θέλει να ξεχνά τέτοια συμβάντα. Το αντιπολεμικό κίνημα, όμως, είναι εδώ για να τα φέρνει στην επικαιρότητα με τη βοήθεια σκηνοθετών σαν τον Κριστιάν Καριόν.

 1900

Την πρώτη μέρα του αιώνα γεννιούνται δύο παιδιά την ίδια σχεδόν ώρα σε δύο γειτονικά σπίτια: ο Αλφρέντο Μπερλινγκιέρι  (Ρόμπερτ ντε Νίρο), κληρονόμος μιας μεγάλης οικογένειας ιδιοκτητών γης και ο Όλμο Ντάλκο (Ζεράρ Ντεπαρντιέ) γιος φτωχών χωρικών. Τα δύο αγόρια μεγαλώνουν μαζί, όμως η ταξική τους διαφορά θα καθορίσει τις μελλοντικές επιλογές τους: ο Όλμο θα καταταγεί στο στρατό, όχι όμως και ο Αλφρέντο. 
Ο Όλμο θα παντρευτεί  την νεαρή σοσιαλίστρια δασκάλα Ανίτα (Στεφανία Σαντρέλι), ο Αλφρέντο φλερτάρει με μια εκκεντρική αστή (Ντομινίκ Σαντά). Η πραγματικότητα χειροτερεύει με τον ερχομό του επιστάτη Ατίλα (Ντόναλντ Σάδερλαντ), ενός αριβίστα και γλοιώδους φασίστα, που θα επιβάλλει «τον νόμο και την τάξη» των Μελανοχιτώνων. Ο Όλμο τάσσεται στο πλευρό των χωρικών και παροτρύνει τους ταξικούς του συντρόφους να εξεγερθούν, ενώ η παθητικότητα του Αλφρέντο ενθαρρύνει τη φασιστική κτηνωδία.
Μέσα από μια απλή σεναριακή ιδέα, την ταυτόχρονη γέννηση δύο παιδιών με διαφορετική ταξική προέλευση, ο Μπερτολούτσι δημιουργεί ένα πλούσιο έπος που καλύπτει πέντε δεκαετίες ιταλικής ιστορίας, στην πραγματικότητα ένα χρονικό της πάλης των τάξεων και των κοινωνικών συγκρούσεων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτα νοσταλγικό στον τρόπο που η ταινία απεικονίζει την ανελέητη καταπίεση των χωρικών απ’ τους αφέντες τους, ενώ ο νέος αφέντης – καπιταλιστής Αλφρέντο όταν αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων δεν θα διστάσει να ζητήσει απ’ τους φασίστες να αναλάβουν δράση.
Γυρισμένη την περίοδο του «ιστορικού συμβιβασμού» (της αποτυχημένης συνεργασίας των κομμουνιστών με τη δεξιά), η ταινία αποτελεί και ένα σχόλιο για την πολιτική του ΚΚΙ.
Αν και προκάλεσε σάλο όταν προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Κανών, το «1900» κατάφερε να αναγνωριστεί σαν ένα εντυπωσιακό και δημοφιλές έργο τέχνης.

Γκουαντανάμο Express

Το τελευταίο ντοκυμαντέρ του δημοσιογράφου Παύλου Νεράτζη είναι πραγματικά αποκαλυπτικό για το Διεθνές Παρακράτος που έχουν  οργανώσει ο Μπους και οι ανά τον κόσμου «πρόθυμοι» και λιγότερο «πρόθυμοι» σύμμαχοί του. Πράγματα που οι περισσότεροι ξέρουμε ή υποψιαζόμαστε ότι γίνονται από τις μυστικές υπηρεσίες των ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων – ζούμε στην Ελλάδα της Νέας Δημοκρατίας των απαγωγών πακιστανών και των υποκλοπών – αλλά η βοήθεια της τεκμηρίωσης είναι πάντα σημαντική.

Το Γκουαντανάμο και το Αμπού Γκράιμπ είναι η κορυφή του παγόβουνου. Αεροσκάφη – φαντάσματα της CIA, αμερικάνοι και βρετανοί πράκτορες  που δρουν ανενόχλητοι παντού και σε συνεργασία με τις ντόπιες αστυνομίες οργανώνουν απαγωγές, φυλακίζουν χωρίς να αποδίδουν κατηγορίες, βασανίζουν σε μυστικές φυλακές. Πρακτικές που παραβιάζουν τα ατομικά δικαιώματα και περιορίζουν τις πολιτικές ελευθερίες γίνονται ο κανόνας στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».

Πόσοι έχουν συλληφθεί; Πώς γίνονται οι απαγωγές; Πού είναι τα κολαστήρια; Συγκλονιστικές μαρτυρίες ανθρώπων που βασανίστηκαν χωρίς ποτέ να τους αποδοθούν κατηγορίες.

Ένα ντοκυμαντέρ που δείχνει με ατράνταχτα στοιχεία γιατί το μέτωπο ενάντια στην καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων είναι τόσο σημαντικό στην πάλη του αντιπολεμικού κινήματος. Για να μην αφήσουμε τους Πολύδωρες να στήνουν σκευωρίες όπως με τον Τζαβέντ Ασλάμ για να καλύψουν τις βρωμοδουλειές  που κάνουν σαν κομμάτι του Διεθνούς Παρακράτους.