Ιστορία
H “μετάλλαξη” της Σοσιαλδημοκρατίας: Xρειάζεται να αλλάξουμε τον ορισμό του Λένιν;

Bερολίνο 1918, η επανάσταση στους δρόμους, η Σοσιαλδημοκρατία άντρο της αντεπανάστασης

Υπάρχει μια αντίληψη στην Αριστερά που υποστηρίζει ότι η σοσιαλδημοκρατία, κόμματα σαν το ΠΑΣΟΚ σε όλη την Ευρώπη και αλλού, έχει υποστεί πλέον μια οριστική μετάλλαξη. Η αποδοχή του νεοφιλελευθερισμού από ηγεσίες όπως του Γ. Παπανδρέου, της Ρουαγιάλ στη Γαλλία ή του Μπλερ στην Αγγλία, σημαίνει ότι πλέον η σοσιαλδημοκρατία έχει γίνει ένα καθαρά αστικό κόμμα και δεν έχει σχέση με την «παλιά» σοσιαλδημοκρατία, ούτε στο πρόγραμμα, ούτε στις ιδέες ούτε ακόμα και στην κοινωνική της βάση, τον κόσμο που εκφράζει δηλαδή. Σύμφωνα με μια έκφραση έχει πλήρως «ενταχθεί στον πυρήνα της αστικής πολιτικής». 

Αυτή η άποψη φαίνεται να ταιριάζει με τις εμπειρίες εκατομμυρίων εργαζόμενων και νεολαίας που έχουν υποστεί τις πιο σκληρές επιθέσεις από «σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις και βλέπουν τα κόμματα που ίσως παλιότερα πίστευαν, τώρα να βρίσκονται συχνά στην απέναντι πλευρά όταν παλεύουν. Παρόλα αυτά, η θεωρία της «μεταλλαγμένης» σοσιαλδημοκρατίας είναι λάθος, τόσο σε σχέση με το χτες όσο και με το σήμερα. 

Επιφανειακά, το χάσμα που χωρίζει για παράδειγμα την «εκσυγχρονισμένη» σοσιαλδημοκρατία των Μπλερ με την σοσιαλδημοκρατία του Κάουτσκι, του «Πάπα του μαρξισμού» είναι τεράστιο. Το τι λένε τα κόμματα στα προγράμματά τους είναι ένα κριτήριο για να τα προσδιορίσουμε. Αλλά δεν είναι το μοναδικό, ούτε το κύριο. Ενα πολύ πιο σημαντικό είναι το τι κάνουν. Από αυτή την άποψη αν κοιτάξουμε στο παρελθόν, θα δούμε μια σοσιαλδημοκρατία το «ιστορικό» της οποίας μπορεί να το «ζηλέψει» ο κάθε Μπλερ και Σημίτης. 

Στις αρχές του 20ου αιώνα το καμάρι της αριστεράς παγκόσμια ήταν η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, το SPD. Θεωριόταν ο θεματοφύλακας των επαναστατικών ιδεών του μαρξισμού. Ηταν ένα τεράστιο κόμμα, με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, στη συντριπτική τους πλειοψηφία εργάτες. Επίσης, ήταν το κόμμα με ηγεσία ανθρώπους που είχαν συνεργαστεί από κοντά με τον Μαρξ και τον Ενγκελς. Οταν ένα τμήμα του, με επικεφαλής τον Μπερνστάιν, διακήρυξε ότι η ανάλυση του Μαρξ για τον καπιταλισμό και την επανάσταση πρέπει να απορριφθεί, θεωρήθηκε από την πλειοψηφία της ηγεσίας επίθεση στα «ιερά και τα όσια». 

Κι όμως, αυτό το κόμμα –και τα περισσότερα αδελφά του κόμματα στη Β’ Διεθνή- διέπραξε τη μεγαλύτερη προδοσία λίγα χρόνια μετά. Οταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, ξέχασε όλες τις αντιπολεμικές και διεθνιστικές αρχές του και έτρεξε να στηρίξει την άρχουσα τάξη στο όνομα της «εθνικής ενότητας». Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που ο Λένιν πίστευε για μερικές μέρες ότι το φύλλο της εφημερίδας του SPD που ανακοίνωνε την υποστήριξη του κόμματος στον πόλεμο είχε πλαστογραφηθεί από το γερμανικό γενικό επιτελείο. Η Ρ. Λούξεμπουργκ, η πιο οξυδερκής κριτικός της γραφειοκρατίας και των συμβιβασμών του κόμματος τα προηγούμενα χρόνια, έπαθε νευρικό κλονισμό. 

Σήμερα πολλοί αγωνιστές και αγωνίστριες αναρωτιούνται με όλο τους το δίκιο π.χ «τι διαφορά έχουν τα ΜΑΤ του Σημίτη από τα ΜΑΤ του Καραμανλή». Αυτό το ερώτημα δεν είναι καθόλου καινούργιο. Τέθηκε από χιλιάδες εργάτες με πολύ πιο τραγικούς όρους το 1918-19 στη Γερμανική Επανάσταση. Τότε η κυβέρνηση του SPD εξαπέλυσε τα ακροδεξιά σώματα των αξιωματικών που έσφαξαν χιλιάδες επαναστάτες –και την ίδια τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η «μαρξιστική» σοσιαλδημοκρατία της εποχής έπαιξε το βασικό ρόλο στην αποτυχία του επαναστατικού κύματος που σάρωσε τον κόσμο μετά την Ρώσικη Επανάσταση. Η σοσιαλδημοκρατία συμμετείχε ενεργά στην πολιορκία της επαναστατημένης Ρωσίας, στην επέμβαση των 19 στρατών που προσπάθησαν να πνίξουν την επανάσταση και στην υποστήριξη των «Λευκών» αντεπαναστατών. Αργότερα, στη δεκαετία του ’30, ήταν οι σοσιαλιστές της Γαλλίας που μέσω της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, αρνήθηκαν να βοηθήσουν την ισπανική Δημοκρατία απέναντι στους φασίστες του Φράνκο.  

Eνιαίο Mέτωπο

Ο Λένιν και ο Τρότσκι έδωσαν μια σκληρή μάχη για να πείσουν την επαναστατική αριστερά της εποχής τους, την Κομμουνιστική Διεθνή, ότι παρά την εγκληματική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας οι επαναστάτες πρέπει να ακολουθήσουν την τακτική του ενιαίου μετώπου –«βαδίζουμε χωριστά χτυπάμε μαζί»- απέναντι σε αυτά τα κόμματα για να κερδίσουν μέσα στον αγώνα στην επαναστατική προοπτική τους εργάτες που επηρεάζονται από τον ρεφορμισμό. Οπως είχε συμβουλεύσει τους ιταλούς επαναστάτες, «πρώτα διασπαστείτε από το κόμμα των ρεφορμιστών και μετά κάντε συμμαχία μαζί του». 

Σ’ αυτή τη συζήτηση ο Λένιν, μιλώντας για το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας, έδωσε κι έναν «παράξενο» ορισμό για τα ρεφορμιστικά κόμματα. Είναι κόμματα, έγραψε, «αστικά-εργατικά». Η ηγεσία τους, η πολιτική τους είναι αστική και αυτά τα κόμματα είναι οι αγωγοί μέσω των οποίων φτάνουν οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης στους «από κάτω». Αλλά οργανώνουν και επηρρεάζουν μεγάλα στρώματα εργατών, και όχι γενικά εργατών, αλλά των τμημάτων εκείνων της εργατικής τάξης που έχουν εμπειρία συλλογικών αγώνων, θέλουν να αλλάξουν τη κοινωνία. Γι’ αυτό πάντα η βάση των ρεφορμιστικών κομμάτων είναι πιο αριστερά από την ηγεσία της και έρχονται στιγμές που αυτή η αντίθεση βγαίνει περισσότερο ή λιγότερο εκρηκτικά στην επιφάνεια. Στην εποχή του Λένιν, αυτό αποδείχτηκε στην πράξη. Το 1920, το «Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα» της Γερμανίας διασπάστηκε και περίπου 200.000 μέλη του πύκνωσαν τις γραμμές του νεαρού Κομμουνιστικού Κόμματος. Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι έκαναν μέσα σε λίγο διάστημα το άλμα από την εγκληματική σοσιαλδημοκρατία στο επαναστατικό κόμμα. 

Ακόμα και αν ίσχυε τότε η ανάλυση του Λένιν, λένε κάποιοι, σήμερα πια μας είναι άχρηστη. Κοιτάξτε τα σημερινά σοσιαλιστικά κόμματα, λένε. Δεν υπόσχονται καν τις μεταρρυθμίσεις που υποσχόταν η παλιά σοσιαλδημοκρατία. Ακόμα και η κοινωνική της βάση έχει πια μεταλλαχθεί. Είναι  γιάπηδες, μεσοαστοί και βολεμένοι «προνομιούχοι» εργαζόμενοι που δεν μπορούν να συγκινηθούν από τα ίδια οράματα όπως η παλιά βάση της σοσιαλδημοκρατίας ή να κινητοποιηθούν με τους ίδιους τρόπους. 

Είναι αλήθεια ότι η σοσιαλδημοκρατία έχει αλλάξει, κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Τότε η σοσιαλδημοκρατία υποσχόταν ότι με το δρόμο των μεταρρυθμίσεων ο καπιταλισμός θα μπορούσε να εξελιχθεί σταδιακά προς το σοσιαλισμό. Αυτός ο δρόμος ήταν πάντοτε αδιέξοδος και κάθε φορά που ένα ρεφορμιστικό κόμμα αναλάμβανε να κάνει πράξη αυτές τις διακηρύξεις, κατέληγε να διαλέγει τη πλευρά των καπιταλιστών και όχι των εργατών. Αλλά σήμερα, οι κάθε λογής Γ. Παπανδρέου δεν υπόσχονται καν αυτό: όταν μιλάνε για μεταρρυθμίσεις τους δίνουν την έννοια που τους δίνει ο Καραμανλής. Ναι, είναι αλήθεια ότι το ιδεολογικό περιεχόμενο της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας είναι το πιο δεξιό στην ιστορική της διαδρομή. Ούτε είναι ψέμα ότι η σημερινή οργανωτική δομή της έχει αλλάξει: παλιότερα τα συνδικάτα αποτελούσαν για παράδειγμα ένα βασικό πυλώνα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, σήμερα οι ηγεσίες τους προσπαθούν να σπάσουν κάθε τέτοια σχέση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα σημερινά κόμματα έχουν απαλλαγεί –και προσπαθούν πολύ- από την αντίφαση που κυνηγούσε τα «κλασσικά» ρεφορμιστικά κόμματα. 

Aνταρσίες

Αυτό το αποδεικνύει η εμπειρία των αγώνων και των κινημάτων όλων των τελευταίων χρόνων. Η Γαλλία είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Εκεί το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει πάει τόσο δεξιά τις δυο τελευταίες δεκαετίες που ο όρος «σοσιαλφιλελευθερισμός» χρησιμοποιείται από τον κόσμο του κινήματος για να το περιγράψει. Κι όμως, όταν η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος τάχθηκε υπέρ του «Ναι» στο Ευρωσύνταγμα πριν δυο χρόνια, περισσότερο από το 50% της βάσης του ΣΚ τάχθηκε με την καμπάνια του «Οχι». Χωρίς αυτή τη μαζική ανταρσία της βάσης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το κίνημα δεν θα κέρδιζε μια τόσο μεγάλη νίκη που πήγε πίσω τους σχεδιασμούς όλων των αρχουσών τάξεων της ΕΕ. 

Εχουμε δει το ίδιο και στην Ελλάδα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Οταν ο Σημίτης έκανε τις «εκσυγχρονιστικές» του επιθέσεις στην εργατική τάξη και τη νεολαία, συνάντησε σε κάθε τέτοιο βήμα δυνατές ανταρσίες. Και στις περισσότερες περιπτώσεις στο κέντρο τους βρέθηκαν εργαζόμενοι του ΠΑΣΟΚ. Η μάχη στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά το 1995, η μεγάλη απεργία της Ιονικής το 1998, οι απεργίες σε μια σειρά ΔΕΚΟ ενάντια στην προσπάθεια του Σημίτη να φέρει την «εξυγίανσή» τους με παγώματα μισθών και χτύπημα των συλλογικών συμβάσεων είναι μερικές από αυτές. Το μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα του 2003 δεν θα ήταν αυτό που ξέρουμε, αν τους δρόμους της Αθήνας και των άλλων πόλεων δεν πλημμύριζαν μαζί με χιλιάδες άλλους και χιλιάδες μέλη και φίλοι του ΠΑΣΟΚ, κόντρα στην πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη που με τον Γ. Παπανδρέου υπουργό Εξωτερικών έβαζε πλάτες στον Μπους. Δεν τους κατέβασε ο Λαλιώτης, στο δρόμο, αυτοί σύρανε τον Λαλιώτη. 

Η σημερινή σοσιαλδημοκρατία δεν έχει απαλλαγεί από την αντίφασή της και γι’ αυτό το λόγο περνάει κρίση. Το χάσμα ανάμεσα στις ηγεσίες και τη βάση ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερο, οι οργανωτικοί δεσμοί που ένωναν παλιότερα τα ρεφορμιστικά κόμματα με το κόσμο τους έχουν χαλαρώσει. Ομως, ταυτόχρονα αυτή η χαλάρωση των δεσμών μπορεί να λειτουργήσει και προς την αντίθετη κατεύθυνση: να αφήσει χώρο για να ξεσπάσουν πιο εύκολα ανταρσίες από τη βάση. 

Ολα τα παραπάνω καθόλου δεν σημαίνουν ότι ο δρόμος είναι στρωμένος με ροδοπέταλα για τη ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική αριστερά, κι ότι αρκεί να διακηρύξουμε το πρόγραμμά μας ώστε κάποια στιγμή η «λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ» να μας συναντήσει. Μια πολιτική που δεν “αγκαζάρει” τη βάση σε κοινή δράση, είναι το καλύτερο δώρο στις σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες γιατί τους αφήνει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο Λένιν ήταν σωστός και το 1920 και σήμερα.