Οικονομία και Πολιτική
Το Μακεδονικό: Όχι στους “Νονούς” των Βαλκανίων

Aπό τα Συλλαλητήρια του 1999 ενάντια στην επέμβαση του NATO στην Σερβία

Σύμφωνα με το επίσημο έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας το ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ «είναι ένα πρόβλημα το οποίο συνίσταται στην προώθηση αλυτρωτικών και εδαφικών βλέψεων εκ μέρους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με κύριο όχημα την πλαστογράφηση της ιστορίας και την οικειοποίηση της εθνικής, ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας». 

Πρόκειται για μια επιχειρηματολογία που στόχο έχει να αναδείξει ότι το ελληνικό κράτος βρίσκεται σε θέση «άμυνας» απέναντι στις «επιθετικές» βλέψεις των βόρειων γειτόνων μας. Όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Σε οικονομικό, στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, αυτός ο οποίος κυριαρχεί συντριπτικά είναι το ελληνικό κράτος. Και αποδεικνύεται αυτό, όχι μέσα από «συμβολισμούς» και «ονοματολογίες», αλλά από την ωμή πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται τα τελευταία 25 χρόνια μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. 

Το 1991, με τη διάλυση της «Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας», μέρος της οποίας ήταν η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», η τελευταία διεκδίκησε να συνεχίσει να υπάρχει ως αυτόνομο κράτος με το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η ελληνική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη απάντησε ότι δεν θα επιτρέψει στην γειτονική χώρα να το διατηρήσει. Μπήκε σε αμφισβήτηση ακόμη και η ίδια η ύπαρξη του νέου κράτους με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να συζητάει την πρόταση του Μιλόσεβιτς, του τότε πρόεδρου της Σερβίας, να υπάρξει κοινή εισβολή και διαμελισμός της πρώην Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ανάμεσα στις δύο χώρες. 

Την δεκαετία του ‘90, στα Βαλκάνια, στην καρδιά της Ευρώπης άνοιγε μια νέα περίοδος ανοιχτού πολέμου ανάμεσα στη Σερβία, την Κροατία και τη Σλοβενία που έτρεχαν να εξασφαλίσουν εδάφη και επιρροή όχι μόνο ανάμεσα στα δικά τους σύνορα αλλά και στο έδαφος των λιγότερο ισχυρών δημοκρατιών της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπως η Βοσνία. Το πολεμικό κλίμα και τις εθνικιστικές συγκρούσεις υποδαύλιζαν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, οι ΗΠΑ, οι χώρες της ΕΕ και η Ρωσία, που πρόσφεραν υποστήριξη στις εμπλεκόμενες χώρες αλλάζοντας και πλευρές - όπως έκαναν οι ΗΠΑ που στην αρχή αυτής της κρίσης υποστήριζαν τη μη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας θεωρώντας τον Μιλόσεβιτς παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή, για να άρουν πολύ γρήγορα αυτήν την υποστήριξη, όταν είδαν ότι αυτή η προοπτική δεν ήταν ρεαλιστική.

Η εθνικιστική εκστρατεία για το μακεδονικό ήταν κομμάτι της μεγάλης ιμπεριαλιστικής εκστρατείας στα Βαλκάνια και της προσπάθειας του ελληνικού καπιταλισμού να πάρει το δικό του μερίδιο μέσα σε αυτή. Έτσι, από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα φτάσαμε στην ελληνική διπλωματική επικράτηση της «προσωρινής ονομασίας FYROM-ΠΓΔΜ» το 1993 και της «ενδιάμεσης συμφωνίας μέχρι να εξευρεθεί μια συμφωνημένη λύση» το 1995.

Τι μεσολάβησε «ενδιάμεσα» μέχρι σήμερα;

Σε οικονομικό επίπεδο, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, η  Ελλάδα έγινε πρώτη ανάμεσα στους «επενδυτές» στη Δημοκρατία της Μακεδονίας με αγορά του διυλιστήριου ΟΚΤΑ από τα ΕΛΠΕ, αγορά της Stopanska bank από την Εθνική τράπεζα, της Kreditna Βank από την Αlpha bank, των τσιμέντων από την κοινοπραξία της Τιτάν, με ανάλογες επενδύσεις της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, του ΟΤΕ κ.α. 

Ελληνικές επενδύσεις

Σήμερα πάνω από 400 ελληνικές εταιρίες δραστηριοποιούνται στη γειτονική χώρα με την υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου, αρμόδια για θέματα ξένων επενδύσεων, Ζόριτσα Αποστόλκα  να προσκαλεί τον Σεπτέμβρη τους Έλληνες επενδυτές σε «στενότερες σχέσεις μεταξύ της χώρας της και της Ελλάδας, επικαλούμενη μια παλιά παροιμία: “Όταν αγοράζεις σπίτι, πρώτα αγόρασε τους γείτονες, γιατί χωρίς γείτονες, είσαι μόνος”»! Σύμφωνα με το Βήμα (30/9) «οι επενδύσεις ελληνικών συμφερόντων στην ΠΓΔΜ υπερβαίνουν σε αξία το 1 δισ. ευρώ. 

Σε στρατιωτικό επίπεδο, όλα αυτά τα χρόνια ο ελληνικός στρατός έχει συμμετάσχει συνολικά σε έξι διεθνείς επιχειρήσεις στο έδαφος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας: Από τη Διεθνή αποστολή επιτήρησης το 1991, με δεκάδες στρατιωτικά στελέχη, μέχρι τη συμμετοχή στην επιχείρηση Essential harvest (το 2001 λίγο μετά τις πολεμικές συγκρούσεις που ξέσπασαν ανάμεσα στον UCK και τον στρατό της ΠΓΔΜ) όπου η Ελλάδα σύμφωνα με το ΓΕΣ συμμετείχε «με το 525 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού και Τμήματα υποστήριξης, συνολικής δύναμης 400 περίπου ανδρών και ονομάστηκε ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΣΚΟΠΙΩΝ (ΕΛΔΥΣ)». 

Σε διπλωματικό επίπεδο, η επικράτηση είναι εξίσου προφανής: Το FYROM παραμένει το όνομα σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς με το βέτο της Ελλάδας να μην επιτρέπει την ένταξη σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Σήμερα, οι «ομόφωνες» πιέσεις, εκβιασμοί και εξαγορές 26 ετών, τουλάχιστον φαινομενικά, δείχνουν να πιάνουν τόπο για τον ελληνικό καπιταλισμό, με τον υπουργό Εξωτερικών Κοτζιά να δηλώνει ότι η πρόταση που συζητιέται με την κυβέρνηση Ζάεφ «θα είναι εξαιρετικά καλή» και να την παρουσιάζει σαν ένα βήμα «ειρήνης και σταθερότητας» στην περιοχή. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. 

Η οποιαδήποτε διπλωματική «νίκη» της ελληνικής πλευράς με την στήριξη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών δεν φέρνει πιο κοντά την σταθερότητα αλλά νέες κρίσεις και συγκρούσεις είτε στο άμεσο είτε στο προσεχές μέλλον σε ένα περιβάλλον που η αστάθεια εξακολουθεί να εγκυμονεί στα Βαλκάνια. Από τη Βοσνία μέχρι το Κόσοβο και τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, οι οξείες αντιθέσεις που οδήγησαν στους πολέμους της δεκαετίας του ’90 απέχουν πολύ από το να έχουν τελειώσει. Ακόμα και στη βόρεια Αδριατική φούντωσε τις τελευταίες μέρες η διαμάχη ανάμεσα στη Σλοβενία και στην Κροατία για τον Κόλπο του Πιράν. 

Και αυτούς τους ανταγωνισμούς συνεχίζουν να τρέφουν οι ιμπεριαλιστικοί στρατοί που εξακολουθούν να σταθμεύουν στα Βαλκάνια. Στο Κόσοβο και τη Βοσνία η χρόνια παρουσία τους δεν έχει λύσει αλλά αντίθετα συντηρεί τις αντιθέσεις και εγκυμονεί νέες συγκρούσεις. Ο πόλεμος που ξέσπασε στο εσωτερικό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας το 2001 ανάμεσα σε κομμάτια του UCK (περίπου το 25% του πληθυσμού της χώρας είναι Αλβανοί) και τον στρατό, ήταν αποτέλεσμα της ενθάρρυνσης του πρώτου μετά την υποστήριξη που έλαβε δύο χρόνια νωρίτερα με την δυτική επέμβαση του 1999 στο πόλεμο στο Κόσοβο και τη Σερβία. 

Στη συνέχεια, υποτίθεται ότι με τη Συμφωνία της Οχρίδας που υπέγραψαν τα κόμματα και των δύο πλευρών μετά από παρέμβαση της ΕΕ και των ΗΠΑ θα λυνόταν το πρόβλημα αλλά 17 χρόνια μετά αυτό δεν έχει συμβεί. Αυτό έδειξε ξεκάθαρα η οξεία πολιτική κρίση της περασμένης άνοιξης. Όπως έγραφε ο Λέανδρος Μπόλαρης στην Εργατική Αλληλεγγύη τον περσινό Μάιο:  

«Στα πρόθυρα εμφυλίου τα Σκόπια είναι ένας από τους τίτλους άρθρων και σχολίων στα ΜΜΕ για τις εξελίξεις στη γειτονική Δημοκρατία. Ο Χόλτεν Μπράιαν Γι, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ έκανε έκτακτη επίσκεψη και επαφές, το ίδιο και ο αρμόδιος Επίτροπος της ΕΕ, ο Γιοχάνες Χαν… Την Πέμπτη 27 Απρίλη το θερμόμετρο της κρίσης έφτασε στα ύψη, όταν οι υποστηρικτές του VMRO-DPMNE, εισέβαλαν στο κοινοβούλιο ξυλοκοπώντας, ανάμεσα σε άλλους, δέκα βουλευτές των Σοσιαλδημοκρατών (SDSM) και τον πρόεδρό τους τον Ζόλταν Ζάεφ. Η αφορμή ήταν η εκλογή προέδρου από μια πλειοψηφία των Σοσιαλδημοκρατών και κομμάτων της αλβανικής μειονότητας. Ο πρώην πρωθυπουργός Νικόλα Γκρουέφσκι και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Γιόργκε Ιβάνοφ, που προέρχεται κι αυτός από το VMRO-DPMNE δηλώνουν ότι τυχόν κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών με τα αλβανικά κόμματα θα θέσει σε κίνδυνο την ακεραιότητα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας...». Επιπλέον, λίγες μέρες πριν κλείσει η χρονιά, από την ασταθή κυβέρνηση του συνασπισμού του Σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ Ζάεφ «αποχώρησε το μικρό αλβανικό κόμμα «Συμμαχία Αλβανών» του Ζίγιαντιν Σέλα.

Μέσα σε αυτό το πολιτικό σκηνικό κρίσης, η απόπειρα της ελληνικής πλευράς να αξιοποιήσει τη θέση ισχύος στην οποία βρίσκεται, στα πλαίσια ενός συνολικότερου ιμπεριαλιστικού σχεδιασμού για την περιοχή, απειλεί να ρίξει περισσότερο λάδι στην φωτιά.

Ο μόνος τρόπος για να υπάρξει πραγματικά ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή των Βαλκανίων είναι η ενότητα της εργατικής τάξης ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, ενάντια στα εξοντωτικά μέτρα που επιβάλλουν τρόικες και ΔΝΤ και ενάντια στους επικίνδυνους εθνικισμούς που καλλιεργούν οι αδηφάγες ντόπιες αστικές τάξεις - σε όλες ανεξαιρέτως τις χώρες. Είναι τέλος ο σεβασμός στο δικαίωμα του κάθε λαού να αποφασίζει ο ίδιος το πώς θα ονομάζεται η χώρα του και όχι να αποφασίζουν γι’ αυτόν οι νονοί των Βαλκανίων, τοπικοί και διεθνείς.  

 

Διαβάστε επίσης