Ιδέες
Αλήθειες για το Μακεδονικό: Το 2018 δεν είναι 1992

«Η Ακαδημία Αθηνών έχει κατ' επανάληψη διατυπώσει δημοσία τις θέσεις της με βάση αδιάσειστα ιστορικά, πολιτιστικά και αρχαιολογικά δεδομένα... Επισημαίνει ότι απαραίτητη προϋπόθεση οποιασδήποτε συμφωνίας για την ονομασία του κράτους των Σκοπίων πρέπει να είναι η τροποποίηση του Συντάγματός του, η εγκατάλειψη των αλυτρωτικών διεκδικήσεων και της οικειοποίησης της ιστορίας, του πολιτισμού και των συμβόλων της χώρας μας. Ο τόπος εγκατάστασης ενός λαού -και μόνον- δεν είναι προσδιοριστικός της ταυτότητάς του…» 

Aυτά αναφέρει ανάμεσα σε άλλα η ανακοίνωση του Γραφείου Δημοσίων Σχέσεων της Ακαδημίας για τις εξελίξεις στο Μακεδονικό. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η Ακαδημία έρχεται να πάρει θέση (στην παραπάνω περίπτωση κλείνοντας το μάτι προς όλες τις κατευθύνσεις) πάνω σε πολιτικά ζητήματα με βάση αναφορές σε «αδιάσειστα ιστορικά, πολιτιστικά και αρχαιολογικά δεδομένα». Ας θυμηθούμε τις 2 Μαΐου του 1968, όταν ο τότε πρόεδρός της στον πανηγυρικό του λόγο, (ΕφΣυν 16/2/17) ανέφερε ανάμεσα σε άλλα ότι «εορτάζομεν μίαν νέαν επέτειον εις την δολιχοδρομίαν του Ελληνικού Έθνους, του παλαιοτέρου ιστορικού έθνους επί του εδάφους της Ευρώπης και ενός εκ των δύο ή τριών παλαιοτάτων εθνών επί του πλανήτου. Είναι η επέτειος της 21ης Απριλίου...» 

Παρεμβαίνουν

Ευτυχώς, το 2018 δεν είναι ούτε 1968, ούτε καν 1992. Σήμερα, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι πανεπιστημιακοί που παρεμβαίνουν στο δημόσιο λόγο για να εκφράσουν την επιστημονική και πολιτική τους άποψη. «Παρά την κρίση και τις περικοπές στις δαπάνες, η ιστορική επιστήμη ανθεί στην Ελλάδα: η κοινότητα των Ελλήνων ιστορικών, σε σύγκριση με το παρελθόν, είναι πολύ πιο δραστήρια, εξωστρεφής, πλούσια σε έργο και ιδέες, με διεθνή παρουσία» αναφέρει ο Πολυμέρης Βόγλης, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο άρθρο του (Ιστορία χωρίς ιστορικούς) στην ΕφΣυν (12/2). «Τότε, γιατί ελάχιστοι από όσους κόπτονται για την ελληνική ιστορία, ενδιαφέρονται για το τι λένε οι ιστορικοί για την Ιστορία;

Μάλλον γιατί αυτά που για τους ιστορικούς στην Ελλάδα σήμερα αποτελούν κοινούς τόπους, δεν θα ενθουσίαζαν πολλούς, όπως π.χ. ότι στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί στη μετέπειτα ελληνική Μακεδονία ήταν περίπου 260.000 και αποτελούσαν το 21,75% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής ή ότι στη Θεσσαλονίκη του 1913 ζούσαν περίπου 40.000 Ελληνες, 45.000 μουσουλμάνοι και 61.000 Εβραίοι. Ο μετασχηματισμός της πολυεθνικής Μακεδονίας σε ελληνική είναι επίσης μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορική διαδικασία που συντελείται μέσα σε τρεις δεκαετίες και περιλαμβάνει την εγκατάσταση από την κυβέρνηση 638.000 προσφύγων από τη Μ. Ασία και τον Πόντο στη Μακεδονία με στόχο ακριβώς να ενισχυθεί το ελληνικό στοιχείο στα βόρεια σύνορα της χώρας, την αναχώρηση των μουσουλμάνων με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, την εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί, και, τέλος, τη φυγή των Σλαβομακεδόνων στη λήξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου …» 

Σε άρθρο της (Όχι «σλαβική διάλεκτος», γλώσσα είναι) στα Ενθέματα της Αυγής (12/2) η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, σλαβολόγος, αναπληρώτρια καθηγήτρια Τμήματος Ρωσικής Γλώσσας και Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών ΕΚΠΑ, αναφέρεται σε πρόσφατη δήλωση του Κοτζιά: «“Διάλεκτος”, όχι “γλώσσα” του είπαν να πει του υπουργού… Προς μεγάλη απογοήτευση όμως των εισηγητών της κατ’ εμέ ατυχούς -υποτιμητικής- δήλωσης του κύριου Κοτζιά, γλώσσα οι “Πουγουδουμίτες” είχαν και έχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια, και τη λένε (άκουσον, άκουσον! όλοι, πλην ημών) “μακεδονικά”… Η γλώσσα της ΠΓΔΜ (ή, άλλως, τα μακεδονικά) είναι η μητρική γλώσσα τουλάχιστον 1,3 εκατoμμυρίων πολιτών (στοιχεία 1999) που κατοικούν στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η οποία διακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991. Ανήκει μαζί με τα βουλγαρικά στην ανατολική υποομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών και μαζί με τα αλβανικά, τα βουλγαρικά και τα ρουμάνικα στη βαλκανική γλωσσική οικογένεια» αναφέρει η σλαβολόγος παραθέτοντας εν συντομία την ιστορία της.

Γράφει ο Δημήτρης Χριστόπουλος, πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αν. καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στο άρθρο του («Ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων» και τα μυστικά των Αθηνών) στην ΕφΣυν (9/2):

«Μετά τη συνταγματική αλλαγή που επήλθε στην ΠΓΔ της Μακεδονίας, κατόπιν συστάσεων της Επιτροπής Μπαντεντέρ (1992) και της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (1995),1 η σχετική συνταγματική ρήτρα που μεριμνά για τη διασπορά (άρθρο 49) είναι σχεδόν πανομοιότυπη με την ελληνική (άρθρο 108). Ο μόνος λόγος που μπορεί να εξηγήσει την αναφορά της ελληνικής διπλωματίας σε αλυτρωτισμό των Σκοπίων είναι ότι έχει έτοιμο ένα επιχείρημα απόδοσης ευθυνών στη γείτονα σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις για το όνομα έρθουν σε αδιέξοδο… 

Θα αναρωτηθεί κανείς: “Καλά, τότε γιατί εξαρχής η ελληνική θέση έχει επικεντρωθεί στον αλυτρωτισμό των Σκοπίων; Δεν υπάρχει καμία πραγματική βάση σ’ αυτό;” Η απάντηση είναι πως υπάρχει ιστορική βάση, πλην όμως αυτή είναι εθνικώς ανομολόγητη. Αφορά, κυρίως, στην ύπαρξη μιας μικρής σήμερα και πιο πολυάριθμης παλιότερα ομάδας σλαβόφωνων Μακεδόνων στην Ελλάδα… Απέναντι σε αυτόν τον πληθυσμό, κατά καιρούς, όντως εκπέμπεται αλυτρωτισμός από εθνικιστικούς κύκλους των Σκοπίων, κάτι που απολύτως ευλόγως ενοχλεί, παρά την ανεδαφικότητά του, την Αθήνα που δεν θέλει να ακούει ούτως ή άλλως γι’ αυτούς… Απ’ την άλλη, όσα έθνη έχουν θαρρετά ομολογήσει στον εαυτό τους πρωτίστως τις πικρές αλήθειες και τα ντουλαπιασμένα μυστικά τους μόνο κερδισμένα βγαίνουν. Πόσω δε μάλλον όταν αυτά είναι κοινά τοις πάσι... Όπως ακριβώς κι οι άνθρωποι».

Επιτηρούμενη ζώνη

Στο άρθρο της «Εμείς εδώ δεν είχαμε ποτέ επιτηρούμενες ζώνες», (Ενθέματα Αυγής 12/2) η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη, Διδάκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, αναφέρεται στην απόπειρα της «Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων» και τους προέδρου της Τάτσιου (συνδιοργανωτής των συλλαλητηρίων στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη) να συκοφαντήσουν το βιβλίο «Επιτηρούμενες ζωές: Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία», μια ανθρωπολογική μελέτη βασισμένη σε έρευνα που εκπόνησε στο διάστημα 2000-2008 με αντικείμενο το κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα του μετασχηματισμού των σλαβόφωνων «ντόπιων» της Ανατολικής Μακεδονίας σε «εθνικά υποκείμενα», κατά ένα μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα και κατά τα πρώτα χρόνια του 21ου» όπως αναφέρει. 

«Ήδη από την αυγή του 20ού αιώνα, η γλωσσική και ευρύτερα εθνοπολιτισμική διαφορά αυτών των “ντόπιων” οδήγησε στην υιοθέτηση “από τα πάνω” αλλεπάλληλων -σκληρότερων ή ηπιότερων- πολιτικών εθνοκάθαρσης με ζητούμενο πάντα την οικοδόμηση μιας εθνικής ομοιογένειας. Το 1936, επί δικτατορίας Μεταξά, οι πολιτικές αυτές θεσμοθετήθηκαν με την επιβολή ενός ιδιαίτερου καθεστώτος επιτήρησης κατά μήκος των βορείων συνόρων της χώρας, της περίφημης “Επιτηρούμενης Ζώνης”. Μιας ζώνης μήκους 1.200 χλμ., που απλωνόταν από τη Θράκη μέχρι την Κέρκυρα, περιελάμβανε πάνω από 420 αγροτικούς και αστικούς οικισμούς, ορίστηκε με αναγκαστικό νόμο για λόγους “άμυνας” και διατηρήθηκε συστηματικά από όλες τις επόμενες κυβερνήσεις μέχρι τη Μεταπολίτευση. Είχαμε, δηλαδή, την επιβολή ενός σκληρού ελεγκτικού μέτρου, που ίσχυσε επί σαράντα συναπτά έτη στο πλαίσιο δικτατορικών αλλά και δημοκρατικών κυβερνήσεων. Ο έλεγχος της ζώνης ανατέθηκε από την αρχή στον στρατό…Ένας γεωγραφικός και συμβολικός χώρος εντός ελληνικής επικράτειας, όπου, σύμφωνα με την “από τα πάνω” αντίληψη, κατοικούσαν δυνητικοί “εχθροί”, που έπρεπε με κάθε τρόπο να μετασχηματιστούν σε “Έλληνες Μακεδόνες”». 

«Η διαδικασία εθνογένεσης των Μακεδόνων χρονολογείται από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Κάτι που μαρτυρούν ακόμη και τα ελληνικά τεκμήρια της εποχής, τα οποία όμως μετά βδελυγμίας αποστρεφόμαστε» γράφει σε άρθρο του («Πατριωτισμός, εξωτερική πολιτική και λαϊκή οργή») στα Ενθέματα (12/2) ο Σπύρος Καραβάς, Αναπληρωτής καθηγητής, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. «Όσο για τη θεμελιώδη αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και το δικαίωμα κάθε λαού στον αυτοπροσδιορισμό του, είναι καλύτερα στον τόπο που επαίρεται ότι σε αυτόν γεννήθηκε η δημοκρατία να μη γίνεται λόγος, γιατί όλα αυτά εκλαμβάνονται ως εθνική μειοδοσία...»