ΠΑΡΙΣΙ, ΜΑΡΤΗΣ 1871 - Η ΚΟΜΜΟΥΝΑ 140 χρόνια εργατικές επαναστάσεις

Πολλές από τις εικόνες που βλέπουμε στα κανάλια και διαβάζουμε στις εφημερίδες το τελευταίο διάστημα για τα γεγονότα στην Αίγυπτο, την Τυνησία και τις άλλες αραβικές χώρες, θυμίζουν, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, τη νικηφόρα αυτή επανάσταση που ο Μαρξ χαρακτήρισε ως “έφοδο στον ουρανό”. Στις εργατογειτονιές του Καΐρου και όλων των πόλεων εξελίσσονται αυτές τις μέρες διαδικασίες αντίστοιχες του 1871 στους δρόμους του Παρισιού.

H επανάσταση ήταν το αποτέλεσμα αλλεπάλληλων προδοσιών της γαλλικής αστικής τάξης. Ως σκληρή μοναρχία με αρχηγό για 18 χρόνια τον Λουδοβίκο Bοναπάρτη είχε την προηγούμενη χρονιά οδηγήσει τη χώρα στον γαλοπρωσικό πόλεμο με χιλιάδες θύματα και αιχμαλώτους, φέρνοντας τους Πρώσους έξω από το Παρίσι. Αλλά και ως “δημοκρατία” -μετά την κατάρρευση της μοναρχίας το Σεπτέμβρη του 1870 και την άνοδο της συντηρητικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Αδόλφο Θιέρσο- αποφάσισε να παραδώσει την πρωτεύουσα στον εχθρό για να αφοπλίσει τους εργάτες που την υπερασπίζονταν. Oι εργάτες αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα, ανέτρεψαν την κυβέρνηση και ανακήρυξαν την δική τους κυβέρνηση, την Κομμούνα. H πρόκληση της αστικής τάξης είχε φέρει την επανάσταση και η επανάσταση είχε νικήσει.

“Στρατηγείο” των εργατών και των εργατριών του Παρισιού έγινε το Δημαρχείο της πόλης. Αυτό ήταν η πλατεία Ταχρίρ της Παρισινής Κομμούνας που υπερασπίζονταν με κάθε τρόπο οι εξεγερμένοι. Εκεί, για 72 μέρες όσο διήρκεσε η επαναστατική εξουσία, ήταν ο τόπος συγκέντρωσης των εργατών. Εκεί γίνονταν οι συνεδριάσεις, παίρνονταν οι αποφάσεις, γράφονταν και εκδίδονταν τα διατάγματα της νέας κυβέρνησης. Από εκεί ξεκινούσαν όλες οι εντολές για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στα πάνω από 500 οδοφράγματα που είχαν στηθεί σε όλη την πόλη ενάντια στις δυνάμεις της αντίδρασης -που είχαν καταφύγει στις Βερσαλίες και με πρωτεργάτη τον Θιέρσο οργάνωναν την αντεπανάσταση.

Οπως στην Αίγυπτο σήμερα, έτσι και η επανάσταση στο Παρίσι είχε προσπαθήσει να σαρώσει όλους τους μηχανισμούς του καταπιεστικού κράτους. Ο στρατός και η αστυνομία, που είχαν διαλυθεί μέσα σε ένα 24ωρο από την επαναστατική έκρηξη, καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από εργατικές πολιτοφυλακές. Τα σύμβολα του παλιού καθεστώτος γκρεμίστηκαν κι αυτά. Η λαιμητόμος κάηκε, όλα τα μνημεία που είχαν χτιστεί στη μνήμη διαφόρων βασιλιάδων ξηλώθηκαν, η στήλη του Βαντόμ (μια τεράστια μαρμάρινη κολόνα που δόξαζε τις νίκες του γαλλικού στρατού) κατεδαφίστηκε.

Και όπως στο Κάιρο τώρα, που τη μία μέρα χριστιανοί διαδηλωτές περιφρούρησαν μια μεγάλη μουσουλμανική προσευχή και την επόμενη μέρα μουσουλμάνοι έκαναν αλυσίδα σε χριστιανική λειτουργία, έτσι και τότε στο Παρίσι οι καταπιεστικοί θεσμοί και ιδέες που χωρίζουν τους εργάτες συντρίφθηκαν. Η εκκλησία χωρίστηκε από το κράτος με τη διακήρυξη ότι η θρησκεία είναι πλέον προσωπικό ζήτημα, ενώ ένας Γερμανός εργάτης διορίστηκε στη θέση του υπουργού Εργασίας -παρόλο που το Παρίσι εξακολουθούσε να είναι περικυκλωμένο από τα γερμανικά στρατεύματα.

Οι γυναίκες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης στο Παρίσι όπως στην πλατεία Ταχρίρ. Από την πρώτη μέρα, όταν έβαλαν τα σώματά τους μπροστά στους στρατιώτες εμποδίζοντάς τους να πυροβολήσουν, μέχρι την τελευταία μέρα, συμμετέχοντας στις διάφορες τοπικές επιτροπές, εφοδιάζοντας τα οδοφράγματα με ρούχα και φαγητό, φροντίζοντας τους τραυματίες, φτιάχνοντας συχνά και κρατώντας μόνες τους, με το όπλο στο χέρι, γυναικεία οδοφράγματα.

Στα οδοφράγματα

“Οι γυναίκες του Παρισιού δίνουν χαρούμενα τη ζωή τους στα οδοφράγματα και στον τόπο της εκτέλεσης” έγραψε ο Μαρξ στο βιβλίο του “Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία” που στηρίχτηκε όλο στην εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας. Αλλά και ο ανταποκριτής των Times επαινούσε τις γυναίκες για τη στάση τους γράφοντας εκείνες τις μέρες στην εφημερίδα “Τι τρομερό έθνος θα ήταν η Γαλλία αν το αποτελούσαν μόνο γυναίκες!”.

Οσο για τα βήματα για περισσότερη δημοκρατία και δικαιοσύνη που σήμερα παίρνουν σάρκα και οστά στην Αίγυπτο μέσα από το χτίσιμο νέων φοιτητικών συλλόγων και εργατικών συνδικάτων, μέσα από ανοιχτές συζητήσεις και εκδηλώσεις, μέσα από το ξήλωμα όλων των διορισμένων από τον Μουμπάρακ κυβερνητών των διαφόρων επαρχιών, μέσα από το αίτημα για ελεύθερες εκλογές στα συνδικάτα και παντού, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία των εργατικών επαναστάσεων. Το ίδιο και η διεκδίκηση οικονομικών αιτημάτων για αυξήσεις στους μισθούς, ενάντια στις απολύσεις, για καλύτερες συνθήκες δουλειάς.

Οι εργάτες του Παρισιού είχαν ανάλογα αιτήματα στην ημερήσια διάταξη της επανάστασής τους που έβαλαν μπροστά να τα κάνουν πράξη. Η Κομμούνα επέβαλε πάγωμα των τιμών στα ενοίκια κατά την διάρκεια του πολέμου, κρατικοποίησε την εκκλησιαστική περιουσία, ανέβαλε την υποχρέωση καταβολής των χρεών, εξίσωσε τους μισθούς των υπαλλήλων και τους επέβαλε ανώτατο όριο, κατάργησε τους τόκους. “Στο αίτημα πολλών εργατών αρτοποιϊας, η Eπιτροπή [Εργασίας και Εμπορίου] απάντησε με την κατάργηση της νυχτερινής εργασίας, μέτρο τόσο ηθικής τάξεως όσο και υγιεινής”, περιγράφει ο Λισαγκαρέ, ένας από τους αγωνιστές της Κομμούνας, στο βιβλίο του “Η Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας 1971”(α' τόμος), “Eτοίμασε επίσης ένα σχέδιο κατάργησης των ενεχυροδανειστηρίων και ένα διάταγμα που αφορούσε τα εγκαταλελειμένα από τους ιδιοκτήτες τους εργαστήρια. Tο σχέδιο προέβλεπε δωρεάν επιστροφή του ενέχυρου στα θύματα του πολέμου και τους απόρους...

Tο διάταγμα που καταργούσε τις κρατήσεις από τις αποδοχές και τους μισθούς, έθεσε τέλος σε μια από τις πιο κραυγαλέες αδικίες του καπιταλιστικού καθεστώτος, εφ'όσον τα πρόστιμα αυτά επέβαλε, συχνά με το πιο γελοίο πρόσχημα, ο ίδιος ο εργοδότης, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και κριτής και κρινόμενος. Tο διάταγμα που αφορούσε τα εγκαταλελειμμένα εργαστήρια, απέδιδε στην μάζα των απόκληρων την κυριότητα της εργασίας τους. Mια επιτροπή έρευνας, εκλεγμένη από τα συνδικάτα, έπρεπε να εκπονήσει την στατιστική μελέτη και απογραφή των εγκαταλελειμμένων εργαστηρίων, τα οποία θα ξαναπερνούσαν στα χέρια των εργατών”.

Αυτό που έλειψε στην Παρισινή Κομμούνα δεν ήταν η ικανότητα των εργατών και των εργατριών να προχωρήσουν στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας. Αντίθετα, όσοι ξεσηκώθηκαν αποδείχτηκαν οι πιο ικανοί να αλλάξουν τη ζωή τους. “Nαι, ήταν άσημοι, όλοι τους σχεδόν ελλειπούς μορφώσεως, ενώ κάποιοι απ' αυτούς υπερενθουσιώδεις”, λέει ο Λισαγκαρέ, “O λαός όμως ήταν μαζί τους και τους έστελνε αυτήν την πνοή έμπνευσης από την Kομμούνα του 1792-93. Tο Παρίσι ήταν το κάρβουνο, το Δημαρχείο η φλόγα. Mέσα σ'αυτό το Δημαρχείο, όπου μεγαλώνυμοι αστοί είχαν συσσωρεύσει ήττες επί προδοσιών, οι νεόφερτοι συνάντησαν την νίκη επειδή αφουγκράστηκαν το Παρίσι”. Μέσα στην επαναστατική διαδικασία μάλιστα, οι από κάτω  άλλαζαν και οι ίδιοι. Οπως γράφει η Λουίζ Μισέλ, μία από τις γυναίκες-σύμβολο της μάχης για να νικήσει η Κομμούνα, στις Αναμνήσεις της: “Ο κόσμος ήθελε να τα αγκαλιάσει όλα μεμιάς: τις τέχνες, τις επιστήμες, την λογοτεχνία, τις ανακαλύψεις. Η ζωή έβραζε. Ολοι βιάζονταν να ξεφύγουν απ' τον παλιό κόσμο”.

Επαναστατική ηγεσία

Αυτό που έλειψε από την Κομμούνα ήταν η επαναστατική ηγεσία. Ακόμα και όταν οι εργάτες κατάφεραν να πάρουν την εξουσία, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ήταν τεράστια. Το ζήτημα της εξάπλωσης της επανάστασης για παράδειγμα, κόντρα στις προσπάθειες της αντίδρασης να απομονώσει το Παρίσι, ήταν ένα από τα πιο κρίσιμα. Ομως το επαναστατικό κόμμα που θα μπορούσε να δώσει ξεκάθαρη απάντηση και προσανατολισμό δεν υπήρχε.

Να πως σχολιάζει ο Λισαγκαρέ, που δεν ήταν ούτε μαρξιστής ούτε οργανωμένος σε κόμμα, την επιλογή της Κομμούνας πάνω στο ζήτημα: “Η συζήτηση ήταν πολύ έντονη. Υπήρχαν μανιακοί της νομιμότητας μέσα σ' αυτό το εκτός νόμου Δημαρχείο. Το Παρίσι έπρεπε να στραγγαλισθεί με τις σωτήριες αρχές τους. Ηδη, εν ονόματι της αγίας αυτονομίας που απαγορεύει την παραβίαση της αυτονομίας του γείτονα, η Εκτελεστική Επιτροπή είχε αρνηθεί να εξοπλίσει τις γύρω από το Παρίσι κομμούνες που ζητούσαν να βαδίσουν κατά των Βερσαλλιών. Ο κ Θιέρσος δεν θα μπορούσε να πάρει καλύτερο μέτρο για ν' απομονώσει το Παρίσι”.

Την ίδια επιτακτική ανάγκη, για ένα επαναστατικό κόμμα που αποφασιστικά δρα για τη νίκη της επανάστασης, φανέρωνε και η στάση της Κομμούνας απέναντι στην Τράπεζα της Γαλλίας. “Η Κομμούνα μέσα στην τυφλή αγανάκτησή της δεν βλέπει τους αληθινούς ομήρους που βγάζουν μάτι: την Τράπεζα, το Κτηματολόγιο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κλπ”, συνεχίζει ο Λισαγκαρέ. “Αυτά ήταν τα αδύνατα σημεία των Βερσαλλιών που, αν τα άγγιζε κανείς, δε θα είχαν καμιά αξία ή πείρα και τα κανόνια τους. Χωρίς να εκθέσει σε κίνδυνο ούτε έναν άνδρα, η Κομμούνα δεν είχε παρά να τους πει: 'Συμβιβαστείτε, αλλιώς θα πεθάνετε'... Κάθε σοβαρή εξέγερση ξεκινά με την κατάληψη του νευραλγικού κέντρου του εχθρού: του θησαυροφυλακίου. Η Κομμούνα είναι η μόνη [επαναστατική Κυβέρνηση] που αρνήθηκε να το πράξει. Ενώ κατήργησε τον εκκλησιαστικό προϋπολογισμό που καταρτιζόταν στις Βερσαλλίες, έμεινε εκστατική μπροστά στο θησαυροφυλάκιο της μεγαλοαστικής τάξης, το οποίο είχε στο χέρι”.

Το σφαγείο της Αιματηρής Εβδομάδας στο οποίο κατέληξε η Κομμούνα με τους 30 χιλιάδες νεκρούς και τους πολύ περισσότερους καταδικασμένους σε εξορία και καταναγκαστικά έργα, έδειξε το πόσο κρίσιμα ήταν αυτά τα διλήμματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και παντού, τα καθεστώτα που, με τις πλάτες των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους, κυβερνούν δεκαετίες τώρα θα παλέψουν με νύχια και με δόντια για να κρατηθούν στην εξουσία. Είναι και γι' αυτό τόσο επίκαιρη η Παρισινή Κομμούνα σήμερα.