Ιστορία
Οι ηρωικές παραδόσεις των τραπεζοϋπάλληλων

«Και ενώ παντού βαδίζει ο κόσμος εις κατάργησιν της απεργίας, ενώ θεσπίζονται νόμοι τιμωρούντες τας απεργίας και με την ποινήν του θανάτου ακόμη, εδώ, οι υπάλληλοι της Τραπέζης θεωρούν δικαίωμα ανεξέλεγκτον την απεργίαν, άνευ μάλιστα αιτίας και αφορμής. Δύναται να κηρύξουν απεργίαν όχι διά μίαν μέραν, όχι διά μίαν εβδομάδα, αλλά δι’ εν έτος. Και κατά την αντίληψην των απεργών η Τράπεζα ουδέν δικαίωμα έχει να προασπίση εαυτήν και τα γενικώτερα συμφέροντα τα οποία εξυπηρετεί».

Αυτά τα τρομερά κατήγγειλε σε μια συνεδρίαση του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας ο συνδιοικητής της Κ. Ζαβιτσιάνος τον Σεπτέμβρη του 1942. Είχε προηγηθεί, στις 9 του μηνός, η απεργία των εργαζόμενων στην Εθνική Τράπεζα με κεντρική αιχμή των αιτημάτων το επισιτιστικό. 

Αυτό το αποκαλυπτικό επεισόδιο περιλαμβάνει ο Ακρίτας Καλούσης στο βιβλίο «Η δράση του Συλλόγου Εργαζομένων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΣΥΕΤΕ) την περίοδο της Κατοχής Αντίστασης και την περίοδο των Δεκεμβριανών». Είναι έκδοση της «Πρότασης Προοπτικής- Ανεξάρτητης Αριστερής Κίνησης Εργαζόμενων στην Εθνική Τράπεζα». 

Ο Κ. Ζαβιτσιάνος ήταν προσωποποίηση της άρχουσας τάξης και η Εθνική Τράπεζα η ναυαρχίδα της. Δεξί χέρι του Βενιζέλου και ο υπουργός που πρότεινε και εφάρμοσε το νόμο «Περί μέτρων ασφαλείας του Κοινωνικού Καθεστώτος», το διαβόητο «Ιδιώνυμο» το 1929, έγινε αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών στη δικτατορία του Μεταξά το 1936, για να παραιτηθεί λίγους μήνες μετά. Όταν πέθανε ο Μεταξάς τον Γενάρη του 1941, το Παλάτι, με τη σύμφωνη γνώμη των Άγγλων, διόρισε πρωθυπουργό τον Αλ. Κορυζή, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας. «Συνδιοικητής» και διευθύνων σύμβουλος εκλέχτηκε ο Ζαβιτσιάνος. 

Το «Ίδρυμα» είχε πλήρη συνείδηση που βρίσκονται τα στρατηγικά του συμφέροντα. Η ναζιστική κατοχή ήταν ένα «ατύχημα», ένα διάλειμμα κατά το οποίο έπρεπε να εξασφαλίσει τη θέση του: η ΕΤΕ αγόρασε ένα σκασμό από χρεόγραφα επιχειρήσεων κοψοχρονιά για να μην «πέσουν σε ξένα χέρια». Όσο για τους υπαλλήλους έπρεπε να κάτσουν φρόνιμα και να υποστούν τις «θυσίες» -όχι όλοι βέβαια, οι διευθυντές ζούσαν πολύ διαφορετικά από τους απλούς «υπολογιστές» ή τους «κλητήρες». 

«Κοινωνική ειρήνη»

Ο Ζαβιτσιάνος τυπικά δεν ήταν δωσίλογος, λίγους μήνες μετά η δωσιλογική κυβέρνηση του Ι. Ράλλη θα τον έδιωχνε από τη θέση του. Όμως ήθελε, όπως ολόκληρη η αστική τάξη, κέρδη από τον πόλεμο και «κοινωνική ειρήνη». 

Το εντυπωσιακό είναι η ίδια η απεργία και ο σύλλογος που την οργάνωσε. Εκείνη την εποχή οι τραπεζοϋπάλληλοι με το ζόρι θεωρούνταν κομμάτι της εργατικής τάξης και οι σύλλογοί τους βρίσκονταν έξω από τις δομές του συνδικαλιστικού κινήματος, ακόμα και της ελεγχόμενης από την δικτατορία του Μεταξά ΓΣΕΕ. Η ηγεσία του ΣΥΕΤΕ, συγκεκριμένα, δεν έχανε την ευκαιρία να εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στη Διοίκηση και φυσικά στη δικτατορία του Μεταξά. Αυτός ο «εργοδοτικός» σύλλογος έγινε προπύργιο σκληρών εργατικών αγώνων τα επόμενα χρόνια. 

Η άνοιξη και το φθινόπωρο του 1942 είναι η περίοδος που το εργατικό κίνημα, αρχικά με κέντρο τους δημόσιους υπάλληλους, κάνει ορμητικά την εμφάνισή του και επιβάλλει ότι «δεν θα ξαναζήσουμε ένα χειμώνα σαν του 1941-42», το χειμώνα της πείνας και του θανάτου. Η απεργία στην Εθνική Τράπεζα εντάσσεται σε αυτό το κύμα των αγώνων. Στις πιο σκληρές συνθήκες που μπορεί να φανταστεί κανείς, η εργατική τάξη έχει την αυτοπεποίθηση και τη δύναμη να παλέψει συλλογικά και να έχει νίκες.

Οι αγωνιστές/τριες της Αριστεράς και του ΚΚΕ βρίσκονται στο κέντρο αυτής της προσπάθειας, μέσα από το Εργατικό ΕΑΜ που ιδρύθηκε τον Ιούλη του 1941. Αυτό συμβαίνει και στον ΣΥΕΤΕ. Την άνοιξη του ’42 ο Σύλλογος έχει περάσει στα χέρια των αγωνιστών που είναι μέλη ή συνδέονται με το Εργατικό ΕΑΜ. Δεν είναι μόνο «πολιτική» η αλλαγή˙ η νέα ηγεσία αποτελείται από χαμηλόβαθμους υπαλλήλους, δεν υπάρχει μέλος με βαθμό ανώτερο από εκείνο του «λογιστή Α’». 

Ο ιστορικός Προκόπης Παπαστράτης σημειώνει στο πρόλογο που έγραψε για το βιβλίο: 

«Στο τραπεζικό χώρο, ο οποίος αριθμεί περίπου 15.000 υπαλλήλους και αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας της Κατοχής, το ΕΑΜ κάνει από νωρίς αισθητή την παρουσία του. Το παράδειγμα της Εθνικής Τράπεζας με τους 4.000 υπαλλήλους της είναι ενδεικτικό. 

Όπως επισημαίνει ο Ακρίτας Καλούσης, η οργάνωση αυτή κάνει την πρώτη επίσημη εμφάνισή της στην απολογιστική συνέλευση του Συλλόγου Εργαζομένων τον Νοέμβριο του 1941. Το επόμενο βήμα είναι η εκλογή εαμικού Διοικητικού Συμβουλίου στον σύλλογο, τον Φεβρουάριο του 1942 εξέλιξη που σηματοδοτεί σειρά ενεργειών με πρωταρχικό στόχο την επίλυση του επισιτιστικού, στο πλαίσιο της συγκρότησης ενός ευρύτερου Προμηθευτικού Συνεταιρισμού, σε συνεργασία με τους συλλόγους της Τραπέζης της Ελλάδος και της Κτηματικής. 

Αυτές οι ενέργειες καταλήγουν στην συγκρότηση της Επιτροπής Συνεργασίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων, τον Ιούλιο του 1942, στην οποία κυριαρχούν στελέχη του εαμικού κινήματος». 

Οι τραπεζοϋπάλληλοι συμμετέχουν στο μεγάλο εργατικό ξεσηκωμό ενάντια στην προσπάθεια των ναζί να επιβάλλουν την πολιτική επιστράτευση την άνοιξη του 1943. Η Γενική Απεργία που ακύρωσε την πολιτική επιστράτευση τον Μάρτη του 1943 είναι μια από τις κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης και κόμβος για τη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος της Αντίστασης. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο μετά από εκείνη την αναμέτρηση. 

«Ταξικό διμέτωπο»

Και στη συνέχεια το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς δίνουν ένα σκληρό δίμηνο αγώνα, με απεργίες, συγκεντρώσεις, παραστάσεις διαμαρτυρίας. Οι τραπεζοϋπάλληλοι κερδίζουν αυξήσεις στους μισθούς, επέκταση των συσσιτίων στα «προστατευόμενα μέλη» των οικογενειών τους, χορήγηση πιστώσεων για ιματισμό, χορήγηση καύσιμης ύλης. Ο αγώνας, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας « έχει ένα ταξικό διμέτωπο: την κυβέρνηση και τη διοίκηση». 

Επισημαίνει επίσης ότι: «Αυτός ο απεργιακός αγώνας αντιμετώπισε μια σειρά απειλών, τρομοκρατικών δηλώσεων και συκοφαντιών για την οικονομική και μισθολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι υπάλληλοι των τραπεζών που απεργούν. Στην εφημερίδα Καθημερινή, στις 8 Ιουνίου 1943, δημοσιεύονται αποσπάσματα των δηλώσεων του Ι. Ράλλη σχετικά με τις απολαβές των τραπεζικών υπαλλήλων, όπου επιχειρείται να αποδειχτεί ότι οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι αμείβονται όχι μόνο ικανοποιητικά, αλλά και πλουσιοπάροχα σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους». 

Η επόμενη μεγάλη αναμέτρηση είναι η -λίγο ερευνημένη- «μάχη των χρεογράφων». Οι εργαζόμενοι της ΕΤΕ μπήκαν μπροστά για να αποκρούσουν την προσπάθεια της κατοχικής κυβέρνησης να αρπάξει το χαρτοφυλάκιο της Εθνικής με πρόσχημα την ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών. Όπως αναφέρει ο Α. Καλούσης:

«Η στάση του ΣΥΕΤΕ ήταν καθοριστική στην υπόθεση αυτή. Η καθημερινή του παρουσία, σε συγκεντρώσεις υπαλλήλων και των μελών της ΔΕ έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων του τμήματος συναλλαγών, οι προκηρύξεις, οι απειλές κατά προσώπων (χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους έξω από την οικία του συμβούλου Κοφινά: ΚΟΦΙΝΑΣ ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗ ΕΑΜ 28.10.43) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις του ΓΣ ώστε να παραχωρηθεί στο κράτος ένα μέρος -περίπου το 20% εν τέλει- των χρεογράφων που αρχικά επιθυμούσε να εκποιήσει μέσω του δανεισμού». 

Το βιβλίο του Α. Καλούση έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά μελετών για το εργατικό κίνημα της Αντίστασης. Σε μια περίοδο που το εργατικό κίνημα δίνει μεγάλες μάχες και ο κόσμος της Αριστεράς συζητάει και αναζητάει το δρόμο πέρα από τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ, ένα βιβλίο που θυμίζει τη δύναμη της τάξης μας και των συνδικάτων δεν μπορεί παρά να είναι και επίκαιρο και πολύτιμο.