Πολιτισμός
Κινηματογράφος: Aποχαιρετισμός σε Βιτόριο Ταβιάνι και Μίλος Φόρμαν

Βιτόριο Ταβιάνι και Μίλος Φόρμαν

Ο Βιτόριο Ταβιάνι που πέθανε πριν λίγες μέρες εκπροσωπεί μαζί με τον αδελφό του Πάολο τις καλύτερες στιγμές του Ιταλικού σινεμά, τη συνάντηση της νεορεαλιστικής παράδοσης με την πολιτικοποίηση του Μάη του ’68 (ιταλικό «θερμό φθινόπωρο») και τη μαρξιστική ιδεολογία -ήταν σταθερά στρατευμένοι στην αριστερά. 

Γεννημένοι στην Τοσκάνη του Μουσολίνι και με σπουδές μουσικολογίας και θητεία στο θέατρο, οι αδελφοί Ταβιάνι μπήκαν στον κόσμο του κινηματογράφου σαν μαθητές του Ροσελίνι και του μεγάλου ντοκιμεντερίστα Γιόρις Ίβερς τη δεκαετία του ’60, σε μια συγκυρία όταν έκλεινε η μεταπολεμική περίοδος και η Ιταλία έμπαινε σε μια εποχή μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Το ανήγγειλαν με την πρώτη τους σπονδυλωτή ταινία «Οι Ανατρεπτικοί», με ιστορίες τεσσάρων ανθρώπων που με διαφορετικό τρόπο εμπλέκονται με την κηδεία του ηγέτη του Κ.Κ. Ιταλίας Παλμίρο Τολιάτι. 

Αυτό το εκρηκτικό μείγμα ανέπτυξαν με τις επόμενες ταινίες τους: «Κάτω από τον αστερισμό του σκορπιού», «Το χρονικό του Σαν Μικέλε», «Αλλοζανφάν». Δανείζονται θέματα από τα λαϊκά παραμύθια και την ιστορία της Ιταλίας, κύρια του 19ου αιώνα, δηλαδή της αστικής συγκρότησης της Ιταλίας και της γέννησης των επαναστατικών κινημάτων. Σε μια δεκαετία (’70) που οι ιταλικές κυβερνήσεις προσπαθούσαν να εξωραϊσουν την εικόνα του ιταλικού καπιταλισμού αποσιωπώντας την πολιτική κρίση και διαφθορά, οι Ταβιάνι και άλλοι αριστεροί σκηνοθέτες έδειχναν στις ταινίες τους μια χώρα γεμάτη ταξικές αντιθέσεις, προκαταλήψεις, βία και συγκρούσεις. Οι ήρωές τους βρίσκονται μπροστά σε μεγάλα ηθικά και πολιτικά διλήμματα, συχνά αντιμετωπίζουν την προδοσία και τη συντριβή, όμως οι δημιουργοί αγκαλιάζουν με συμπάθεια τον βολονταρισμό και την θέλησή τους να αλλάξουν τον κόσμο και τον εαυτό τους μέσα σ’αυτόν. 

Ορόσημο

Με το «Πατέρας αφέντης» (1977) έφτιαξαν μια ταινία – ορόσημο και σύμβολο της αυταρχικής Ιταλίας και του αγώνα του ανθρώπου ενάντιά της. Ακολουθεί το «Λιβάδι» και «Η νύχτα του Σαν Λορέντζο», κατά τη γνώμη μας κορυφαία στιγμή της δουλειάς τους. Αφηγείται την οδύσσεια των κατοίκων ενός χωριού της Τοσκάνης που αποφασίζουν το καλοκαίρι του 1944 να αψηφήσουν τις εντολές των ναζί και να συναντήσουν τους Συμμάχους, που διαφαίνεται να επικρατούν στον Πόλεμο. Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο είναι η νύχτα που πέφτουν τ’ αστέρια, και η νύχτα όπου τα όνειρα πραγματοποιούνται, σύμφωνα με την ιταλική λαϊκή παράδοση. Η ταινία κορυφώνεται σε μια μυθική μάχη όπου μπλέκονται οι ιστορικοί χρόνοι για να δικαιώσουν και πάλι αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στους δοσίλογους κάθε εποχής και κοπής, ξαναγράφοντας την ιστορία από τα κάτω.

Μορφολογικά επηρεάστηκαν από τον μοντερνισμό που τότε μεσουρανούσε στην κινηματογραφική Ευρώπη, την μπρεχτική αποστασιοποίηση που κουβαλούσαν από την θεατρική τους παιδεία, και τη μουσική που παίζει πάντα κομβικό ρόλο στις ταινίες τους και τους προσδίδει έναν μαγικό ρεαλισμό. Έτσι κατόρθωσαν να μετατρέψουν τις ιστορίες και τα μηνύματά τους σε οπτικο-ακουστικά αριστουργήματα, που δίνουν ερεθίσματα για σκέψη και προβληματισμό.

Ακολούθησε το λιγότερο πολιτικό αλλά εξαιρετικό «Χάος», εμπνευσμένο από την Σικελία του Λουίτζι Πιραντέλλο. Οι Ταβιάνι συνέχισαν να δημιουργούν μέχρι πρόσφατα. Το 2012 βραβεύτηκαν με το ντοκιμαντέρ «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» που γύρισαν σε μια φυλακή της Ρώμης. Ωστόσο η καρδιά του έργου τους παραμένει στις ταινίες του 1970-80, που αξίζει να ανακαλύψουμε και να ξαναδούμε και σήμερα που αποχαιρετάμε τον Βιτόριο Ταβιάνι.


Αποχαιρετισμών συνέχεια, με τον Μίλος Φόρμαν, τον μεγάλο Τσέχο κινηματογραφιστή, σκηνοθέτη των ταινιών «Στη φωλιά του κούκου» και «Αμαντέους». 

Ο Φόρμαν γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τσεχοσλοβακία από θετούς γονείς, καθώς οι βιολογικοί γονείς του εκτελέστηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έκανε τα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα στη δεκαετία του ’60, μέσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Πράγας, που ασκούσαν κριτική στο σταλινικό καθεστώς και το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που ήταν επίσημη γραμμή στις κρατικοκαπιταλιστικές χώρες. Αντίθετα ο Φόρμαν ξεχώρισε με τις ταινίες «Φωτιά, πυροσβέστες» και «Οι έρωτες μιας ξανθιάς», δείγματα του Τσέχικου Νέου Κύματος και της αμφισβήτησης της εποχής. 

Πριν ξεσπάσει η εξέγερση της «Άνοιξης της Πράγας» το 1968, ο Φόρμαν είχε εγκαταλείψει τη χώρα. Στις ΗΠΑ καθιερώθηκε με τη «Φωλιά του κούκου», μια αλληγορία για το σύστημα εξουσίας που συντρίβει τον σύγχρονο άνθρωπο όταν αυτός τολμά να αντισταθεί. Ακολούθησε η κινηματογραφική μεταφορά της ροκ όπερας «Hair», το «Αμαντέους» πάνω σε μια βιογραφία του Μότσαρτ, το «Υπόθεση Λάρι Φλιντ», που προκάλεσε τεράστια συζήτηση πάνω στο ζήτημα της ελευθερίας λόγου. Ο Φόρμαν δεν χρειάστηκε να υποστεί τις συνέπειες της ήττας της «Άνοιξης της Πράγας», παιδί της οποίας υπήρξε. Έζησε σαν Αμερικανός πολίτης, δείχνοντας ευαισθησία στη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια που ασφαλώς δεν εκπλήρωνε η δεύτερη πατρίδα του. Στο έργο του εκφράζεται η εποχή του ψυχρού πολέμου. Όχι τυχαία, οι πρώτες ταινίες που έκανε στην Τσεχοσλοβακία και που είχαν απαγορευτεί για ένα διαστημα, παραμένουν δημοφιλείς μέχρι σήμερα.