Ιστορία
Βουλγαρία 1923: Μια χαμένη ευκαιρία

Βούλγαροι στρατιώτες στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου.

Στις 9 του Ιούνη του 1923 ένα αιματηρό πραξικόπημα ανέτρεψε την εκλεγμένη κυβέρνηση της Βουλγαρίας. Το πραξικόπημα το είχαν οργανώσει οι στρατηγοί, με την συνεργασία των δεξιών πολιτικών κομμάτων, της Εκκλησίας και όλου του «καλού κόσμου». Ο πρωθυπουργός Αλεξάντερ Σταμπολίσκι, ηγέτης της Εθνικής Αγροτικής Ένωσης, συνελήφθη και εκτελέστηκε μετά από φρικτά βασανιστήρια. 

Το πραξικόπημα ήταν κι ένα τεστ για το ισχυρό Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας. Ήταν το μαζικότερο των Βαλκανίων εκείνη τη περίοδο και μεγάλη πολιτική δύναμη στην ίδια τη Βουλγαρία. Απέτυχε στο τεστ δραματικά. Η ηγεσία του αρνήθηκε να το κινητοποιήσει ενάντια στο πραξικόπημα. Η συνέχεια ήταν η συντριβή του. 

Πόλεμος

Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στο πραξικόπημα είχε τις ρίζες της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την κοινωνική και πολιτική κρίση που βύθισε την βουλγαρική κοινωνία. Ο βασιλιάς (τσάρος) Φερδινάνδος Α’ είχε βάλει τη Βουλγαρία στον πόλεμο τον Οκτώβρη του 1915, στο πλευρό των «Κεντρικών Δυνάμεων», της Γερμανίας της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Όμως, ο πόλεμος δεν προκάλεσε ρίγη ενθουσιασμού. Οι εργάτες και οι αγρότες είχαν πληρώσει ακριβά τους βαλκανικούς πολέμους και δεν είχαν καμιά όρεξη να επωμισθούν τις νέες θυσίες στο όνομα των «εθνικών πόθων». Το καλοκαίρι του 1917 οι φαντάροι στο ανατολικό μέτωπο άρχισαν να συμφιλιώνονται με τους Ρώσους συναδέλφους τους και να φτιάχνουν τα δικά τους σοβιέτ. Τον Μάη του 1918 οι γυναίκες βγήκαν μπροστά σε μια σειρά διαδηλώσεων που έμειναν γνωστές ως ο «ξεσηκωμός των γυναικών». 

Τον Σεπτέμβρη του 1918 ο σέρβικος στρατός με τη συνδρομή γαλλικών μονάδων εξαπέλυσε την επίθεσή του στο δυτικό μέτωπο, στη σημερινή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η ήττα της Βουλγαρίας στη «Μάχη του Ντόμπρο Πόλε» έφερε τη τελική κρίση. Ο στρατός κατέρρεε, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και η καινούργια άρχισε εναγωνίως τις επαφές με την Αντάντ. 

Εντωμεταξύ, οι φαντάροι κράτησαν τα όπλα τους αλλά τα έστρεψαν ενάντια στους αξιωματικούς και το παλιό καθεστώς. Στο Ράντομιρ, μια μικρή πόλη κοντά στα σύνορα με την Σερβία, εξεγερμένες μονάδες ανακήρυξαν την αβασίλευτη Δημοκρατία και ξεκίνησαν να βαδίζουν προς τη Σόφια, με κόκκινες σημαίες να κυματίζουν πάνω από τα κεφάλια τους. Σαν ηγέτες τους είχαν εκλέξει μέλη της Αγροτικής Ένωσης. 

Ο Σταμπολίσκι, ο ηγέτης της ήταν στη φυλακή επειδή είχε ταχτεί ενάντια στον πόλεμο. Η νέα κυβέρνηση τον αποφυλάκισε. Η εξέγερση σταμάτησε, κι ο Σταμπολίσκι έβαλε πλώρη για τις εκλογές. 

Τον Αύγουστο του 1919, η Αγροτική Ένωση ήρθε πρώτο κόμμα με 31% και σχημάτισε κυβέρνηση με το μικρό Δημοκρατικό Κόμμα που είχε πάρει 10%. Δεύτερο κόμμα είχε έρθει το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας, με 18%. 

Η Αγροτική Ένωση διακήρυσσε ότι ήταν κόμμα «όλων των Βουλγάρων», μιας και το 70% τουλάχιστον του πληθυσμού ζούσε στην ύπαιθρο. Το νεφελώδες πρόγραμμά της είχε σαν κεντρική ιδέα ότι κανένας/μια δεν έπρεπε να είναι ούτε πολύ πλούσιος ούτε πολύ φτωχός. 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα σωστά είχε αρνηθεί να γίνει κυβερνητικός εταίρος της. Παρά τη ριζοσπαστική της φρασεολογία, ήταν ένα κόμμα των πλούσιων αγροτών και η κυβέρνησή της μια αστική κυβέρνηση. Τον Δεκέμβρη του 1919 για παράδειγμα έστειλε την αστυνομία, ότι είχε απομείνει από τον στρατό και τις παραστρατιωτικές της ομάδες να τσακίσουν μια γενική απεργία που είχε αγκαλιάσει τη Σόφια κι όλες τις μεγάλες πόλεις της Βουλγαρίας. 

Όμως, αυτό δεν σήμαινε ότι η άρχουσα τάξη τη θεωρούσε δική της κυβέρνηση. Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Η Εκκλησία γιατί είχε βάλει χέρι στην μοναστηριακή περιουσία με την αγροτική μεταρρύθμιση που είχε ξεκινήσει. Οι αποστρατευμένοι αξιωματικοί (μετά την συνθήκη ειρήνης η Βουλγαρία αναγκάστηκε να έχει ένα μικροσκοπικό στρατό) γιατί είχαν χάσει τα προνόμιά τους. Όλη η άρχουσα τάξη μαζί γιατί φοβότανε τη ριζοσπαστική διάθεση που κυριαρχούσε στους «από κάτω». 

Το «Συνταγματικό Μπλοκ», ο εκλογικός συνασπισμός των παλιών κομμάτων, γνώριζε τη μια ήττα μετά την άλλη στις εκλογικές αναμετρήσεις. Η «Εθνική Συμμαχία», μια πιο σφιχτοδεμένη οργάνωση στρατιωτικών και αστών πολιτικών, προσπάθησε να μιμηθεί το παράδειγμα της «πορείας στη Ρώμη» των Ιταλών φασιστών στα τέλη του 1922. Απέτυχε οικτρά. 

Έτσι οι «επαγγελματίες», οι στρατιωτικοί, έβαλαν μπροστά το σχέδιο για ένα πραξικόπημα. Συμμάχησαν και με το κομμάτι των εθνικιστών Μακεδόνων που μισούσαν τον Σταμπολίσκι επειδή είχε υπογράψει ένα σύμφωνο συνεργασίας με την Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Ενημέρωσαν το Παλάτι, τον βασιλιά Μπόρις Γ’, και πήραν την έγκρισή του. 

Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε στις πρώτες πρωινές ώρες της 9 Ιούνη. Οι περισσότεροι υπουργοί συνελήφθησαν. Οι πραξικοπηματίες διόρισαν πρωθυπουργό τον Α. Τσανκόφ, έναν ακαδημαϊκό. Σε διάφορα σημεία της χώρας οι τοπικές οργανώσεις της Αγροτικής Ένωσης προσπάθησαν, ασυντόνιστα, να αντιτάξουν αντίσταση. 

«Ουδετερότητα»

Η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος θα έκρινε την έκβαση. Ήταν ένα μαζικό κόμμα, με 40 χιλιάδες περίπου μέλη (σε ένα πληθυσμό 5 εκατομμυρίων) που έλεγχε τα συνδικάτα και ερχόταν σταθερά δεύτερο σε όλες τις εκλογές. Το κόμμα διέθετε επίσης μια μεγάλη «στρατιωτική οργάνωση» με μέλη της εκατοντάδες φαντάρους, αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, με πρόσβαση σε οπλισμό. 

Είχε επίσης μεγάλο κύρος και ιστορία. Το κόμμα που το 1919 πήρε την ονομασία «κομμουνιστικό» είχε ιδρυθεί το 1903. Ήταν οι «στενοί» («τεσνιάκοι») σοσιαλδημοκράτες, που σε αντίθεση με τους «φαρδιούς» απέρριπταν κάθε συνεργασία με αστικά, φιλελεύθερα κόμματα. Είχαν αντιταχθεί στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και το είχαν πληρώσει με διώξεις. 

Όμως, την κρίσιμη στιγμή η ηγεσία αυτού του κόμματος επέλεξε την παθητική αποχή. Στις 11 Ιούνη η Κεντρική Επιτροπή έβγαλε την εξής ανακοίνωση:

«Η ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στους υποστηρικτές της ανατραπείσας κυβέρνησης και εκείνους της νέας δεν έχει τελειώσει ακόμα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και αγρότες που είναι ενωμένοι κάτω από το λάβαρό του, δεν παίρνουν μέρος σε αυτή την αναμέτρηση… Είναι μια σύγκρουση για την εξουσία ανάμεσα στους αστούς της πόλης και τους αστούς της υπαίθρου, δηλαδή μια σύγκρουση ανάμεσα σε δυο πτέρυγες της τάξης των καπιταλιστών». 

Η ηγεσία επέβαλε πειθαρχικές ποινές σε τοπικές οργανώσεις και μέλη που είχαν συμμετέχει στην πάλη ενάντια στους πραξικοπηματίες. 

Τον Αύγουστο του 1917 οι μπολσεβίκοι είχαν αντιμετωπίσει ένα παρόμοιο δίλημμα στην Ρωσία, όταν ο στρατηγός Κορνίλοφ με την στήριξη ουσιαστικά όλης της άρχουσας τάξης έκανε μια απόπειρα πραξικοπήματος για να ανατρέψει την Προσωρινή Κυβέρνηση του Κερένσκι. 

Αυτή η κυβέρνηση είχε στείλει τους μπολσεβίκους στις φυλακές και επιτίθονταν συστηματικά στις κατακτήσεις της επανάστασης. Όμως, οι μπολσεβίκοι δεν επέλεξαν την αποχή, αντίθετα μπήκαν επικεφαλής στην πάλη ενάντια στο πραξικόπημα. Σε κάθε συνδικάτο, σοβιέτ, επιτροπή, μαζική οργάνωση ήταν οι πιο ενεργητικοί οργανωτές της κοινής πάλης για να ηττηθούν οι πραξικοπηματίες, χωρίς να δίνουν τη παραμικρή πολιτική στήριξη στην κυβέρνηση. 

Το πραξικόπημα ηττήθηκε αλλά αυτός που βγήκε κερδισμένος δεν ήταν ο Κερένσκι. Ήταν οι μπολσεβίκοι. Απέδειξαν στην πράξη ότι ο μόνος δρόμος για να ηττηθούν οι αντεπαναστατικές απόπειρες ήταν να πάρουν όλη την εξουσία τα σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια. Η νίκη του «Κόκκινου Οκτώβρη» δεν θα ήταν γινόταν δυνατή χωρίς το «ενιαίο μέτωπο» του Αυγούστου. 

Υπήρχε μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους «τεσνιάκους», που έγιναν Κομμουνιστικό Κόμμα, και στους μπολσεβίκους. Οι δεύτεροι ήταν ένα κόμμα που είχε ζήσει όλους τους μικρούς και μεγάλους αγώνες της εργατικής τάξης, είχε διαμορφωθεί και διδαχτεί από την παρέμβαση στις οικονομικές και πολιτικές μάχες ενάντια στον τσαρισμό και τους καπιταλιστές. Οι «τεσνιάκοι» ήταν ένα κόμμα αφηρημένης προπαγάνδας και εκλογικών αναμετρήσεων. 

Αργότερα, ο Τρότσκι που γνώριζε από πρώτο χέρι την Αριστερά των Βαλκανίων, θα έγραφε ότι ένα τέτοιο κόμμα παρήγαγε ηγεσίες είτε «δογματικών χωρίς ζωντάνια» είτε «επαγγελματιών γραφειοκρατών». 

Η ηγεσία του κόμματος επέμεινε στην επιλογή της μέχρι το καλοκαίρι, παρά την κριτική της Κομιντέρν. Όμως, δεν μπορούσε να αποφύγει την πραγματικότητα. Το καθεστώς του Τσάνκοφ αφού ξεμπέρδεψε με τους Αγροτιστές, στράφηκε με μανία ενάντια στα συνδικάτα και το Κομμουνιστικό Κόμμα. 

Η ηγεσία άρχισε να μιλάει για την ανάγκη αγώνα ενάντια στο νέο καθεστώς. Όμως, δεν περιορίστηκε σε αυτή την προσπάθεια. Έχοντας χάσει την ευκαιρία να παίξει αυτό το ρόλο τον Ιούνη, αποφάσισε να οργανώσει μια ένοπλη εξέγερση το φθινόπωρο. Ήταν μια καταστροφική επιλογή. Οι εργάτες και οι αγρότες ήταν ηττημένοι και απογοητευμένοι. 

Η εξέγερση ορίστηκε αρχικά για τον Οκτώβρη και επισπεύστηκε για τις 22 Σεπτέμβρη. Ήταν έτσι κι αλλιώς κακά οργανωμένη και το καθεστώς είχε πληροφορίες για τις προετοιμασίες της. Όταν ξέσπασε, με τη μορφή ασυντόνιστων ξεσηκωμών στις 19 με 22 Σεπτέμβρη, πνίγηκε στο αίμα και χιλιάδες κατέληξαν στις φυλακές ή έφυγαν από τη χώρα σαν πολιτικοί πρόσφυγες. Το καθεστώς του Τσανκόφ έγινε συνώνυμο της «λευκής τρομοκρατίας».