Οικονομία και Πολιτική
Το πολύχρονο σκάνδαλο του Χρέους: Η μόνη λύση είναι η διαγραφή του

Διαδήλωση μετά τη νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα τον Ιούλη του 2015

Τα “θαλασσοδάνεια” ή πώς τα φάγαΝε μαζί

Σε αντίθεση με τους μύθους της άρχουσας τάξης το χρέος ούτε δημιουργήθηκε από το «σπάταλο» κράτος, ούτε το δημιουργήσαμε «όλοι μαζί». Το χρέος δημιουργήθηκε με τα περίφημα «θαλασσοδάνεια» που έπαιρναν την δεκαετία του ’70 εφοπλιστές και βιομήχανοι κάνοντας όνειρα ότι η Μέση Ανατολή μπορούσε να γίνει το Ελντοράντο του ελληνικού καπιταλισμού.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι επιχειρήσεις, όπως ο Όμιλος Λάτση ή η κατασκευαστική Αρχιρόδον, και οι τράπεζες ανακάλυψαν έναν τρόπο για να ξεφύγουν από τις πιέσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης, που έκανε δυναμικά την εμφάνισή της μετά από τις δεκαετίες καπιταλιστικής ανάπτυξης του μεταπολεμικού μπουμ: Τις μπίζνες στη Μέση Ανατολή, στις χώρες της οποίας, οι έλληνες εφοπλιστές και κατασκευαστικές εταιρίες, είχαν πατήσει ήδη πόδι από παλαιότερα. 

Επιχειρήσεις και τράπεζες επιδίωξαν να ανέβουν στον αφρό μιας κερδοσκοπικής φούσκας που στηριζόταν σε δάνεια από τα λεγόμενα «πετροδολάρια». Ήταν η εποχή που τα έσοδα των αραβικών καθεστώτων εκτινάσσονταν –μαζί με την εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου που ακολούθησε την αναστολή της ισοτιμίας του Μπρέτον Γουντς το 1972 και το 1973, το εμπάργκο και τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Τα έσοδα αυτά μετατράπηκαν σε καταθέσεις που διόγκωσαν ανεξέλεγκτα την διεθνοποιημένη τραπεζική αγορά και με τη σειρά τους έγιναν δάνεια με τα οποία οι τράπεζες χρηματοδότησαν μεταξύ άλλων και μια σειρά από ελληνικές επιχειρήσεις.

Αυτό το άνοιγμα του ελληνικού καπιταλισμού τελείωσε άδοξα. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Πολ Φόλκερ, ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ άρχισε να ανεβάζει τα αμερικάνικα επιτόκια και να οδηγεί το δολάριο στα ύψη, όποιος χρωστούσε σε δολάρια βρέθηκε πιασμένος σε φάκα. Η αύξηση της τιμής του δολαρίου, με τα επιτόκια να εκτοξεύονται το 1985 στο 9% (από μόλις 1% έξι χρόνια νωρίτερα), σήμανε ότι οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις που ξανοίχτηκαν κατέληξαν «προβληματικές». 

Οι βιομήχανοι έτρεξαν να κάνουν τα «θαλασσσοδάνεια» τους καταθέσεις στην Ελβετία και το κράτος ανέλαβε να διασώσει τις επιχειρήσεις που δεν «τα έβγαζαν πέρα», με επιδοτήσεις -που έφταναν μέχρι και την ίδια την εξαγορά από το κράτος, αναλαμβάνοντας τα χρέη τους τα οποία διαχρονικά πληρώνουν οι εργαζόμενοι και τα φτωχά στρώματα.  

Αυτός που εγκαινίασε αυτή την πολιτική ήταν η πρώτη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήδη από τη δεκαετία του 1970 – σε σημείο που οι ακροδεξιοί την κατηγορούσαν για «σοσιαλμανία». Το 1975, ο Παπαληγούρας, υπουργός Συντονισμού της πρώτης κυβέρνησης της ΝΔ, αναγκάστηκε να κρατικοποιήσει δεκάδες μεγάλες εταιρείες που απειλούσαν να βάλουν λουκέτο -ανάμεσά τους την Ολυμπιακή Αεροπορία του Ωνάση, την Εμπορική Τράπεζα, τα Τρόλεϊ της Αθήνας, τα Ναυπηγεία Ελευσίνας και μια σειρά από επιχειρήσεις του Ομίλου Ανδρεάδη.  

Αυτή είναι η αιτία για την εκτίναξη του δημόσιου χρέους από το 24,6% στο 34,2% του ΑΕΠ της περιόδου του Καραμανλή και του Ράλλη (1974-1981). Και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, που ακολούθησαν μετά το 1981, συνέχισαν την πολιτική. Η δεύτερη «πετρελαϊκή κρίση», που ξέσπασε λίγο μετά την επανάσταση του 1979 στο Ιράν, είχε δημιουργήσει ένα μακρύ κατάλογο από «προβληματικές επιχειρήσεις» που περιλάμβανε τον μέχρι τότε ανθό της ελληνικής οικονομίας. Ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων ανέλαβε να «διασώσει» τις «προβληματικές» επιχειρήσεις ακολουθώντας κατά βήμα την πολιτική των επιδοτήσεων και των αποζημιώσεων προς τους καπιταλιστές που τις ξεφορτώνονταν. Οι μόνοι που ανασυγκροτήθηκαν τελικά ήταν οι παλιοί τους ιδιοκτήτες. 

Στην κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου χρωστάμε όμως και κάτι ακόμα. Μέχρι το 1981, το ελληνικό δημόσιο δανειζόταν απευθείας από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). Το 1982 η χώρα «εκσυγχρονίστηκε». Από εδώ και πέρα, ακολουθώντας τα «ευρωπαϊκά πρότυπα» η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων με εκτύπωση χρήματος απαγορεύτηκε. Αντί για αυτό, το δημόσιο θα έπρεπε να δανείζεται πλέον από την «αγορά» -από τις εμπορικές  τράπεζες δηλαδή- και αυτές με την σειρά τους να δανείζονται (με εγγύηση τα χρέη του δημοσίου) από την ΤτΕ. Αυτό το θατσερικής έμπνευσης μέτρο οδήγησε σε πανωτόκια και ακόμη μεγαλύτερο χρέος.

Τόκοι

Η αποπληρωμή των παλαιότερων δανείων σήμανε ανάγκη για νέα δάνεια και μέσα από αυτήν την διαδικασία, οι τόκοι που πλήρωνε το ελληνικό κράτος εκτινάχθηκαν από 163,6 δις δραχμές το 1984 σε 548 δις το 1988, και στο ύψος των 3.010-3.280 δις δραχμών (ανά έτος) το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Η με θρησκευτική ευλάβια εξυπηρέτησή τους σήμανε την εγκατάλειψη των υποσχέσεων του ΠΑΣΟΚ για κοινωνικές παροχές και τον ερχομό του πρώτου σταθεροποιητικού προγράμματος περικοπών και λιτότητας το 1985. 

Η Νέα Δημοκρατία σήμερα εξακολουθεί να ρίχνει τις ευθύνες για την διόγκωση του δημόσιου χρέους στις «σπατάλες» των πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ της εποχής του Ανδρέα Παπανδρέου - στις αυξήσεις που πήραν οι εργαζόμενοι, στις προσλήψεις ή στη δημιουργία του ΕΣΥ ή στο ότι πήρε τις προβληματικές και πλήρωνε εργαζόμενους που τάχα «κάθονταν». Δεκαετίες τώρα οι Μητσοτάκηδες ανεμίζουν τα χαρτιά με τους πίνακες του χρέους (που το δείχνουν να διογκώνονται την δεκαετία του ’80), σε μια λαθροχειρία του χειρίστου είδους για να μας πείσουν ότι για το χρέος φταίει η όποια κοινωνική πολιτική αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν κάτω από το βάρος του κινήματος οι πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Τώρα χωρίς να ντρέπονται τα κουνάνε με υψωμένο το δάχτυλο και οι Τσίπρες και οι Τσακαλώτοι. Αλλά ήταν τα δώρα στους καπιταλιστές που διόγκωσαν το δημόσιο χρέος τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90, όχι οι εργαζόμενοι.


 

«Εκσυγχρονισμός» και φούσκα

Από το 1995 και μετά, μέχρι και το 2007, οι τόκοι που πλήρωνε το ελληνικό δημόσιο παρέμειναν κατά μέσο όρο σε 9 δις ευρώ το χρόνο και αντιπροσώπευαν ένα μειούμενο ποσοστό στο σύνολο του προϋπολογισμού. Όμως αντί αυτό να σημάνει βελτίωση των κοινωνικών δαπανών, σήμανε φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο. Οι συντελεστές φορολόγησης των κερδών και των υψηλών εισοδημάτων έπεφταν όλα αυτά τα χρόνια απορροφώντας τα οφέλη από την σταθεροποίηση των δαπανών για τους τόκους. Το 1974 ο συντελεστής φορολόγησης των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων ήταν 60%. Το 2000 είχε κατέβει στο 40%. Ο Κώστας Καραμανλής τον κατέβασε στο 25% και ο ΓΑΠ στο 20%. 

Στο ίδιο ακριβώς διάστημα, ο ελληνικός καπιταλισμός ξανοιγόταν στη νέα παγκόσμια φούσκα φθηνού δανεισμού που λειτούργησε ενισχυτικά, όχι για την «ελληνική οικονομία» γενικώς, αλλά για τους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές και τους βιομήχανους που άρχισαν να ξανοίγονται στις αγορές των Βαλκανίων και των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ. Το πάρτυ κορυφώθηκε με τα «μεγάλα έργα» των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, που με συντηρητικές εκτιμήσεις κόστισαν περίπου 15 δις ευρώ – ένα κόστος που το φορτώθηκε το δημόσιο με πενταετή και δεκαετή δάνεια, και τα οποία έγιναν χρυσές μπίζνες για τις κατασκευαστικές και τις τράπεζες.  

Το πάρτυ αυτό κράτησε λίγο, μέχρι το ξέσπασμα της νέας παγκόσμιας κρίσης το 2008. Οι τραπεζίτες βρέθηκαν ξανά, όπως και στη δεκαετία του 1980, στην ανάγκη να τους ξελασπώσει το κράτος με «ανακεφαλαιοποιήσεις» που έγιναν με δανεικά διογκώνοντας ακόμη περισσότερο το χρέος. 

Από το 2008 που έγινε η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση επί Καραμανλή του νεότερου μέχρι το 2014, υπέρ της «διάσωσης», «ανακεφαλαιοποίησης» κλπ των ελληνικών τραπεζών δόθηκαν 210 δις ευρώ. Αναλυτικά: «Με το νόμο 3723/2008 θεσπίζεται η χρηματοδότηση των τραπεζών με συνολικό ποσό 28 δις. Με το νόμο 3845/2010 χορηγήθηκαν άλλα 15 δις στις τράπεζες με τη μορφή εγγυήσεων. Με το νόμο 3864/2010 χορηγούνται ως εγγυήσεις άλλα 10 δις στα τραπεζικά ιδρύματα. Με το νόμο 3872/2010 δίνονται επιπλέον 25 δις με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων στις τράπεζες. Με το νόμο 3965/2011 χορηγούνται 30 δις στις τράπεζες με τη μορφή εγγυήσεων από το κράτος. Με πράξη νομοθετικού περιεχομένου στις 14 Σεπτεμβρίου 2011 χορηγούνται άλλα 30 δις ευρώ στις τράπεζες επίσης με τη μορφή εγγυήσεων. Με το νόμο 4031/2011 δίνονται στους τραπεζίτες με τη μορφή εγγυήσεων επιπλέον 30 δις ευρώ. Με πράξη νομοθετικού περιεχομένου τον Ιούνιο του 2012 χορηγούνται στους τραπεζίτες 18 δις ευρώ που παρείχε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μετά το PSI («κούρεμα» κρατικών ομολόγων). Με το νόμο 4046/2012 συμφωνήθηκε να λάβουμε δάνεια από το ΕΤΧΣ (EFSF) για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Η ανακεφαλαιοποίηση πραγματοποιήθηκε μέσα στο 2013 και στοίχισε στο ελληνικό δημόσιο το ποσό των 25,5 δις ευρώ». (περιοδικό Unfollow).

Εξοπλισμοί

Ένας επιπλέον παράγοντας που πρέπει κανείς να σημείωσει στη διόγκωση του χρέους είναι οι τεράστιες δαπάνες για τους εξοπλισμούς που αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού καπιταλισμού τα τελευταία 40 χρόνια: 

Από την περίοδο 1977-1981 (όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Ευάγγελο Αβέρωφ, υπέγραφε τη συμφωνία αγοράς γερμανικών αρμάτων μάχης Λέοπαρντ 1 και ολλανδικών φρεγατών) μέχρι την περίοδο 1985-1989 (όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσιζε να συμπεριλάβει στην περίφημη “αγορά του αιώνα” εκτός από τα αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-16 και τα γαλλικά Μιράζ 2000) και από την περίοδο 1990-93 (όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη προμηθευόταν από την αμερικανική βιομηχανία επιθετικά ελικόπτερα Απάτσι AH-64A και πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων M270) μέχρι την περίοδο 2000-2004 (όταν ο Παπαντωνίου προχωρούσε στην αγορά των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-16 Block 50) η Ελλάδα μέχρι σήμερα κατέχει, στην παγκόσμια κατάταξη των δαπανών για εξοπλισμούς, μία από τις υψηλότερες θέσεις. Κάνοντας πρόσφατα τον ίδιο τον Τραμπ να πλέκει το εγκώμιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που εξακολουθεί να ξοδεύει το ποσοστό 2% επί του ΑΕΠ για εξοπλισμούς που προβλέπει το ΝΑΤΟ.

“Η Ελλάδα, σταθερά τις προηγούμενες δεκαετίες, περιλαμβανόταν στους μεγαλύτερους εισαγωγείς όπλων στον κόσμο, καταλαμβάνοντας θέσεις στην πρώτη δεκάδα της παγκόσμιας κατάταξης. Ειδικά μετά το 1974 διέθεσε, κυρίως σε ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία, ποσά που μαζί με τους τόκους, σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, ξεπερνούν το 50% του δημόσιου χρέους!”, ανέφερε άρθρο του Ριζοσπάστη στις 14/4/12 και συνέχιζε: “Με βάση τα στοιχεία του SIPRI [Διεθνούς Ινστιτούτου Στοκχόλμης για την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό], η Ελλάδα για την πενταετία 2001 - 2005 ήταν πρώτη στην παγκόσμια κατάταξη στις εισαγωγές όπλων από τις ΗΠΑ και δέκατη στις εισαγωγές όπλων μεταξύ όλων των χωρών του κόσμου, αγοράζοντας το 4% της παγκόσμιας «πίτας» των εξαγωγών όπλων που γίνονται από όλες τις χώρες”.

Μέσα από τέτοιου τύπου ληστρικές κομπίνες και πολιτικές αλλά και μέσα από τη διάλυση που δημιούργησε η πολιτική λιτότητας των μνημονίων (το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν από το 2008 έως και το 2015 μειώθηκε κατά 27,4% ή κατά 66,3 δισ. ευρώ) φτάσαμε εν έτει 2018 το ελληνικό δημόσιο χρέος να βρίσκεται στο 180% του ΑΕΠ (από 120% του ΑΕΠ το 2009 όταν μπήκαμε με τον ΓΑΠ στο πρώτο μνημόνιο).     

Επιμήκυνση ή στάση πληρωμών;

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας υπολογίζεται σήμερα στα 343 δις ευρώ. Αλλά πρόκειται για ένα χρέος που έχει πληρωθεί - και με το παραπάνω: Σύμφωνα με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους από το 1991 μέχρι το 2011 το σύνολο των χρημάτων (σε ευρώ) που είχε πληρώσει το ελληνικό δημόσιο ήταν περίπου 462 δις ευρώ σε χρεολύσια και 199 δις ευρώ σε τόκους. Από το 2011 μέχρι το 2017 καταβλήθηκαν ακόμη 110 δις ευρώ σε χρεολύσια και 68 δις ευρώ σε τόκους φτάνοντας ένα σύνολο 572 δις ευρώ σε χρεολύσια και 267 δις ευρώ σε τόκους. Μέχρι το 2030 η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει άλλα 134 δις ευρώ σε τόκους και άλλα 112 δις σε χρεολύσια.  Εν ολίγοις αν συνεχιστεί αυτή η πολιτική και ΜΟΝΟ οι τόκοι που θα έχουμε πληρώσει θα ξεπερνάνε το σύνολο του χρέους κατά 40 δις ευρώ! Πρόκειται για τοκογλυφία του χειρίστου είδους.

Απέναντι σε αυτήν την άθλια συμμορία των «δανειστών», η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει ήδη από το 2015 συνθηκολογήσει στο μονόδρομο της λιτότητας, των πλεονασμάτων και την πληρωμή στο ακέραιο, ελπίζοντας σε λίγα ψίχουλα από την λεγόμενη «απομείωση του χρέους». Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά απολύτως «απομείωση». 

Αυτό που συζητάνε με το ΔΝΤ και θα συζητήσουν ξανά οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ είναι μια «επιμήκυνση» για τα τοκοχρεολύσια των αμέσως επόμενων χρόνων. 

Συγκεκριμένα γίνεται λόγος για παράταση των παλαιών δανείων από τον EFSM κατά τουλάχιστον τρία χρόνια και μείωση των επιτοκίων τους συν την παροχή 5 δισ. ευρώ από τα κέρδη της ΕΚΤ από τις τοποθετήσεις της στα ελληνικά ομόλογα. Ακόμη και αν οι «εταίροι» συμφωνήσουν σε μια τέτοιου τύπου «διευκόλυνση» (προκειμένου να αποφύγουν αναταράξεις που μπορεί να φέρει μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας στην οικονομικά ασταθή κατάσταση της ΕΕ) τα «μαξιλαράκια τους» είναι τόσο χρήσιμα όσο θα ήταν μια πτώση από τον 340ο όροφο (όσο ακριβώς τα δις του ελληνικού χρέους) ενός φανταστικού ουρανοξύστη.  

Αυτό έχουν δείξει οι επιμηκύνσεις και τα swaps που έχουν ήδη γίνει, και όχι μόνο δεν ελάφρυναν, αλλά βοήθησαν στο μεγάλωμα του χρέους. Έχουμε την πικρή εμπειρία του PSI το 2012 σχετικά με το τι εννοούν «ελάφρυνση» του χρέους οι δανειστές: Τότε, το ελληνικό δημόσιο «διέγραψε» περίπου 80 δις για να δανειστεί άλλα 130, αυξάνοντας τελικά το χρέος! Μέσα σε μια στιγμή εξαφανίστηκαν 7,3 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα από το κούρεμα των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και πολλά ακόμα από το κούρεμα στους προϋπολογισμούς των ταμείων, των νοσοκομείων, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και όλων των οργανισμών του δημοσίου που τα αποθεματικά τους είχαν μετατραπεί σε ομόλογα του δημοσίου. Οι συντάξεις και οι κοινωνικές υπηρεσίες τσακίστηκαν ενώ οι τράπεζες κάλυψαν τις απώλειες με άλλη μια «ανακεφαλαιοποίηση».

Τα ίδια παραμύθια που έλεγαν τότε ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος ότι θα κάνουν το χρέος βιώσιμο με το PSI, μας πλασάρουν σήμερα ο Τσίπρας και ο Τσακαλώτος. Όπως το φθινόπωρο του 2012 ένα «κρυολόγημα» στις αγορές ανέβαλε για πάντα την «έξοδο τον Ιούνη του 2013» του Σαμαρά, έτσι και σήμερα το βάθεμα της κρίσης στην ΕΕ, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου και η άνοδος των επιτοκίων, μετατρέπουν την «έξοδο τον Αύγουστο» του Τσίπρα σε μια ακόμη φενάκη. 

Σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζουν οι απολογητές του καπιταλισμού, η αιτία της κρίσης δημόσιου χρέους δεν είναι οι υποτιθέμενες ελληνικές ιδιαιτερότητες -το «πελατειακό σύστημα», η «στρεβλή ανάπτυξη» ή ότι «άργησε η λιτότητα». Είναι η κρίση του καπιταλισμού. Όπως και οι παλιότερες κρίσεις έτσι και η σημερινή έχει τις ρίζες της στην πτώση της κερδοφορίας του συστήματος -είναι μια κρίση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Τις τελευταίες δεκαετίες τα ποσοστά αυτά είναι τόσο μικρά που δεν δικαιολογούν, στα μάτια των καπιταλιστών, ούτε νέες επενδύσεις, ούτε καν τη συνέχιση της παραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ζούμε σήμερα: τα συσσωρευμένα σε χρηματική μορφή κέρδη, αντί να οδηγούνται σε παραγωγικές επενδύσεις, τρέφουν κερδοσκοπικές φούσκες -στις μετοχές, τις ισοτιμίες των νομισμάτων, στα κρατικά ομόλογα, την ενέργεια, τα μέταλλα και τα τρόφιμα. 

Υπερχρέωση

Όταν η τελευταία μεγάλη φούσκα των ακινήτων γης στις ΗΠΑ έσκασε το 2008 η προσπάθεια διάσωσης του τραπεζικού συστήματος στις ΗΠΑ και παγκόσμια βύθισε τα ίδια τα κράτη στην υπερχρέωση. 

Ο κοινός παρανομαστής όλων των προτάσεων «επίλυσης» είναι ένας: ότι το χρέος θα πρέπει τελικά να ξεπληρωθεί. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επιβάλουν στους κατοίκους τους να στερηθούν μισθούς, κοινωνικές παροχές, περίθαλψη και συντάξεις έτσι ώστε οι κερδοσκόποι να εισπράξουν στο ακέραιο όχι μόνο τα ίδια τα κεφάλαια που «επένδυσαν» στις κάθε λογής φούσκες, αλλά και τα πλασματικά κέρδη που «απέδιδαν» αυτές οι φούσκες στο απόγειό τους, όταν έτρεξαν οι κυβερνήσεις να τους διασώσουν και τους τόκους επί αυτών των χρεών και πάει λέγοντας.

Το χρέος έχει γίνει γόρδιος δεσμός για την οικονομία. Αλλά οι γόρδιοι δεσμοί δεν λύνονται, κόβονται.  Αυτό μόνο η εργατική τάξη έχει τη δύναμη να το κάνει και ο τρόπος είναι ένας: η μονομερής στάση πληρωμών, η πλήρης διαγραφή του χρέους και η εφαρμογή ενός μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος σαν και αυτό που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με κρατικοποίηση των τραπεζών και εργατικό έλεγχο, ρήξη με το ευρώ και έξοδο από την ΕΕ. 

Από το 2008 μέχρι σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν λάβει πακέτα διάσωσης με εκατοντάδες δις ευρώ. Ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουμε ότι τα λεφτά δεν θα «πετάξουν» (και μόνο στο άκουσμα της «στάσης πληρωμών για το χρέος») και οι τράπεζες δεν θα πτωχεύσουν, είναι η κρατικοποίησή τους χωρίς καμιά απολύτως αποζημίωση των τραπεζιτών, κάτω από εργατικό έλεγχο. 

Η κρατικοποίηση και ο εργατικός έλεγχος δεν αφορά μόνο τις τράπεζες, είναι η άμεση απάντηση στα προβλήματα που γεννάει η κρίση, στα κλεισίματα των εργοστασίων και των επιχειρήσεων.

Η διαγραφή του χρέους αναγκαστικά σημαίνει ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και με το ευρώ. Έχουμε την πεποίθηση ότι ενάντια στους καπιταλιστές της ΕΕ, που χωρίς αμφιβολία όπως και το 2015 θα χρησιμοποιήσουν όλη τους την πολιτική, οικονομική και διπλωματική δύναμη εναντίον μας, θα έχουμε πολύτιμο σύμμαχο την εργατική τάξη όλων εκείνων των χωρών της ΕΕ που ασφυκτιούν από την λιτότητα και τις περικοπές. Μισό αιώνα μετά το Μάη του ’68, η ιστορία διδάσκει ότι το μικρόβιο της ρήξης και της ανατροπής λειτουργεί μεταδοτικά.