Ιστορία
1908 - Η επανάσταση των «Νεότουρκων»

Τον Ιούνιο του 1908 η Τρίτη Στρατιά του Οθωμανικού Στρατού στασίασε. Η Τρίτη Στρατιά είχε γίνει μέσα στα προηγούμενα χρόνια η βάση της “Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος”, της συνωμοτικής οργάνωσης των “Νεοτούρκων” που είχε ιδρυθεί με στόχο τον εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Οι στασιαστές έστειλαν τελεσίγραφο στον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ Β' με το οποίο απαιτούσαν την επαναφορά του Συντάγματος του 1876 -του πρώτου Συντάγματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το οποίο δεν είχε εφαρμοστεί ποτέ αφού ο ίδιος ο Αμπντούλ Χαμίντ το είχε καταργήσει δυο μόλις χρόνια μετά την υπογραφή του. Στην περίπτωση που ο Σουλτάνος αρνιόταν, έγραφε το τελεσίγραφο, ο στρατός θα βάδιζε στην Κωνσταντινούπολη και θα τον εκθρόνιζε.

Όλες οι προσπάθειες του Σουλτάνου να σταματήσει την ανταρσία αποδείχτηκαν μάταιες: η μια μετά την άλλη οι στρατιωτικές μονάδες που έστελνε, αυτομολούσαν αμέσως. Στις 28 Ιουλίου ο Αμπντούλ Χαμίντ αναγκάστηκε να αποδεχτεί την ήττα του και να συνθηκολογήσει: το Σύνταγμα του 1876 τέθηκε και πάλι σε ισχύ. Τα πολιτικά κόμματα νομιμοποιήθηκαν. Η Γερουσία, η “Άνω Βουλή” που διοριζόταν από τον ίδιο τον Σουλτάνο, συστάθηκε και πάλι σε σώμα, αλλά με εξουσίες δραστικά κουτσουρεμένες. Οι εκλογές για την “Κάτω Βουλή” -που θα είχε τώρα αναβαθμισμένες αρμοδιότητες- ορίστηκαν για τον Νοέμβριο. Η “Ένωση και Πρόοδος” σάρωσε.

“Οι Νεότουρκοι έχουν φτάσει στο ζενίθ της δύναμής τους” έγραφε τον Ιανουάριο του 1909 ο Λέον Τρότσκι (το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913). “Έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή. Ο πρόεδρος είναι Νεότουρκος. Ο Σουλτάνος δεν κουράζεται να εναγκαλίζεται με τους πρώην στασιαστές. Η ευρωπαϊκή διπλωματία είναι έτοιμη να τους θωπεύσει μέχρι θανάτου...”.

Ο πρόεδρος της Βουλής ήταν ο Αχμέτ Ριζά, ο εκδότης της παράνομης μέχρι πριν από λίγο εφημερίδας της Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος που τυπωνόταν στο Παρίσι. Μέχρι την επανάσταση του 1908, γράφει ο Τρότσκι, δεν υπήρχε ούτε ένας επίσημος στη Δύση πρόθυμος να τον ακούσει. “Η ολλανδική κυβέρνηση απείλησε να τον απελάσει από τη χώρα... Μάταια χτύπησε τις πόρτες ισχυρών κοινοβουλευτικών: δεν το δέχτηκαν. Τώρα όμως... σπεύδουν να βεβαιώσουν... πως απολαμβάνει την εύνοια όλων”. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η νέα ‘αγάπη’ των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν τελείως υποκριτική. 

Ο Μεγάλος Ασθενής

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία των αρχών του 20ου αιώνα ήταν ένα κράτος υπό κατάρρευση. “Κατά τη διάρκεια μόνο της βασιλείας του Αμπντούλ Χαμίντ”, γράφει ο Τρότσκι “έχασε τη Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία (σήμερα νότια Βουλγαρία), τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Αίγυπτο, την Τυνησία και τη Δοβρουτσά (δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, σήμερα μοιράζεται ανάμεσα στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία)”. 

Οι κεντρόφυγες αυτές τάσεις οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην ίδια την εθνολογική και θρησκευτική σύνθεση των πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα, όμως, υποδαυλίζονταν και από τις Μεγάλες Δυνάμεις: “Η Μικρά Ασία έπεσε ανίσχυρη κάτω από την πολιτική και οικονομική δικτατορία της Γερμανίας... Η Αυστρία ετοιμαζόταν να κατασκευάσει μια σιδηροδρομική γραμμή μέσω του σαντζακίου του Νόβι Παζάρ (στα σύνορα σήμερα Σερβίας-Μαυροβουνίου) για να εξασφαλίσει έναν στρατηγικό δρόμο προς τη Μακεδονία. Η Βρετανία από την άλλη, σε αντίθεση με την Αυστρία, προωθούσε άμεσα ένα σχέδιο αυτονόμησης της Μακεδονίας...” 

Η “επίθεση” αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων έπαιξε από ότι φαίνεται καταλυτικό ρόλο στην εκδήλωση της στάσης. Στα μάτια μιας μερίδας των αξιωματικών που συμμετείχαν στην συνωμοσία, το απολυταρχικό καθεστώς του Αμπντούλ Χαμίντ ήταν υπεύθυνο για αυτή την καταρράκωση της χώρας. Το Σύνταγμα, οι εκλογές και η δημοκρατία ήταν το “γιατρικό” που θα έσωζε τον Μεγάλο Ασθενή από τον βέβαιο θάνατο που έβλεπαν, με γοργούς ρυθμούς, να πλησιάζει.

Τυπικά, το κίνημα των Νεοτούρκων δεν ήταν παρά ένα στρατιωτικό πραξικόπημα: αυτός που εξανάγκασε τον Αμπντούλ Χαμίντ στην παραχώρηση του Συντάγματος ήταν η Τρίτη Στρατιά και όχι μια λαϊκή εξέγερση, όπως είχε γίνει πχ στη Γαλλία το 1789. Στην πραγματικότητα, όμως, το κίνημα των Νεοτούρκων ήταν μια πραγματική επανάσταση που εντάσσεται στις παραδόσεις του κύκλου των αστικών επαναστάσεων της περιόδου 1789-1848.

“Θα ήταν τελείως ανόητο”, γράφει ο Τρότσκι, “να δει κανείς στα γεγονότα ... σαν ένα απλό στρατιωτικό προνουντσιαμέντο και να τα χαρακτηρίσει ως ανάλογα κάποιων στρατιωτικο-δυναστικών πραξικοπημάτων... Η δύναμη των Τούρκων αξιωματικών και το μυστικό της επιτυχίας τους δεν έγκειται σε κάποιο αριστουργηματικό σχέδιο ή σε κάποια διαβολική και πανούργα συνωμοσία αλλά στην ενεργή συμπαράσταση που έδειξαν οι πιο προχωρημένες τάξεις: οι έμποροι, οι τεχνίτες, οι εργάτες, τμήματα των δημοσίων υπαλλήλων και του ιερατείου και, τέλος, η ύπαιθρος όπως ήταν ενσωματωμένη στον αγροτικό στρατό... Οι πρώτες εβδομάδες της Τούρκικης Επανάστασης σημαδεύτηκαν από απεργίες αρτοποιών, τυπογράφων, υφαντουργών, τραμβαγέρηδων και καπνεργατών στην Κωνσταντινούπολη καθώς και λιμενεργατών και σιδηροδρομικών”. Διαδηλώσεις οργανώθηκαν και στη Θεσσαλονίκη, ενώ η πολυεθνική εργατική σοσιαλιστική ομοσπονδία Φεντερασιόν κάλεσε την εργατική τάξη να υποστηρίξει τους Νεότουρκους εφόσον αυτοί θα τηρούσαν τις φιλεργατικές υποσχέσεις τους.

Στρατός

Υπήρχε ένα πολύ απλός λόγος για τον οποίο ο στρατός έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση των Νεοτούρκων: το καθεστώς στηριζόταν στον στρατό (η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε τον μεγαλύτερο σχετικά με τον πληθυσμό στρατό στον κόσμο). Παρά την απέχθειά του απέναντι σε κάθε είδους εκσυγχρονισμό, ο Σουλτάνος ήταν αναγκασμένος να “εξευρωπαΐσει ως ένα βαθμό το στρατό και να δώσει στους μορφωμένους ανθρώπους πρόσβαση σε αυτόν. Και αυτοί δεν τον περιφρόνησαν...”. Με αυτόν τον τρόπο, συνεχίζει ο Τρότσκι, “το ίδιο το κράτος οργάνωσε στο εσωτερικό του τη μαχητική πρωτοπορία του... αστικού έθνους.” Το ίδιο το στράτευμα βρισκόταν λόγω των άθλιων συνθηκών και των καθυστερήσεων στην καταβολή των μισθών σε μόνιμη αναταραχή. 

Η επανάσταση των Νεοτούρκων πέτυχε μια εκπληκτική νίκη τον Ιούλη του 1908. Αλλά δεν κατάφερε να σώσει τελικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την κατάρρευση και τον διαμελισμό. Το νέο καθεστώς βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπο με μια ολόκληρη σειρά από προκλήσεις που δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει.

Τον Απρίλη του 1909, ο Αμπντούλ Χαμίντ οργάνωσε με τη βοήθεια στρατευμάτων που ήταν πιστά σε αυτόν πραξικόπημα και ανέτρεψε την κυβέρνηση της Επιτροπής. Η επανάσταση, όμως, διασώθηκε τελικά ύστερα από την επέμβαση της Τρίτης Στρατιάς. Ο Αμπντούλ Χαμίντ καθαιρέθηκε από τον θρόνο “από τον λαό” και αντικαταστάθηκε από τον αδελφό του, Μωάμεθ E'.

Όμως, πέρα από τον Σουλτάνο και την Αυλή του, το καθεστώς των Νεότουρκων είχε να αντιμετωπίσει και τις διεκδικήσεις «από τα κάτω», από τον κόσμο που είχε ελπίσει ότι επιτέλους κάτι είχε αλλάξει. Οι έμποροι, οι τεχνίτες, οι αγρότες, οι εργάτες, όλοι αυτοί που είχαν στηρίξει την επανάσταση, έγραφε ο Τρότσκι, “έφεραν μαζί τους και τα συμφέροντα, τα αιτήματα και τις ελπίδες τους. Όλες οι επί μακρόν καταπιεσμένες κοινωνικές προσδοκίες τους εκδηλώνονται τώρα ανοιχτά, τώρα που το κοινοβούλιο τους προσφέρει ένα κέντρο για τους αγώνες τους...”. Σύντομα, όμως, οι Νεότουρκοι στράφηκαν εναντίον τους, απαγορεύοντας, για παράδειγμα, τις απεργίες μόλις ένα χρόνο μετά την επικράτησή τους.

Eθνικό ζήτημα

Αλλά η μεγαλύτερη πρόκληση που θα είχε να αντιμετωπίσει η Επανάσταση, έγραφε ο Τρότσκι, θα ήταν το εθνικό ζήτημα. Η επανάσταση του 1908 είχε χαρίσει ελπίδες σε όλες τις καταπιεσμένες μειονότητες της αυτοκρατορίας. Το παλιό καθεστώς αντιμετώπιζε τις εξεγέρσεις με τη βία. Αυτός ο δρόμος αποδείχτηκε καταστροφικός. “Μόνο ένα ενιαίο κράτος όλων των βαλκανικών εθνοτήτων σε μια δημοκρατική ομόσπονδη βάση… μπορεί να φέρει εσωτερική ειρήνη στα Βαλκάνια…. Όμως οι Νεότουρκοι απέρριψαν αποφασιστικά αυτόν τον δρόμο... Η δεξιά τους πτέρυγα αντιτίθεται συστηματικά ακόμα και στην επαρχιακή αυτοδιοίκηση. Η πάλη ενάντια στις ισχυρές κεντρόφυγες τάσεις κάνει τους Νεότουρκους οπαδούς μιας 'ισχυρής κεντρικής εξουσίας' και τους ωθεί σε μια εκ των πραγμάτων συμμαχία με τον Σουλτάνο. Αυτό σημαίνει πως όταν το κουβάρι των εθνικών αντιφάσεων αρχίσει να ξετυλίγεται... η δεξιά πτέρυγα των Νεοτούρκων θα προσχωρήσει ανοιχτά στη μεριά της αντεπανάστασης”. Η πρόβλεψη αυτή αποδείχτηκε προφητική. 

Το Σεπτέμβρη του 1908, η Αυστροουγγαρία προσάρτησε την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Ελλάδα ενσωμάτωσε την Κρήτη και η Βουλγαρία (που ήταν μέχρι τότε ημιαυτόνομη) ανακήρυξε την ανεξαρτησία της. Τέσσερα χρόνια αργότερα, και ενώ η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία ταλανιζόταν από αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις, ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι -με τους οποίους η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε πρακτικά όλες της τις βαλκανικές κτήσεις. Κάθε αποτυχία ωθούσε τους Νεότουρκους ένα ακόμα βήμα πιο δεξιά. Στις εκλογές του 1914, η “Επιτροπή Ένωση και Πρόοδος” σάρωσε και πάλι -αλλά για έναν πολύ διαφορετικό λόγο από ότι τον Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 1908: τώρα ήταν απλά το μόνο υποψήφιο κόμμα. Η κυβέρνηση που προέκυψε από αυτές τις “εκλογές” ευθύνεται, ανάμεσα στα άλλα και για τα πρώτα πογκρόμ ενάντια στους Αρμένιους που οδήγησαν στη γενοκτονία. 

Το πρώτο πράγμα που έκανε η νέα κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του 1914 ήταν να βάλει την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας. Η ήττα τους το 1918 σήμανε και το οριστικό της τέλος. 

Στις 17 Νοεμβρίου του 1922 ο τελευταίος Σουλτάνος, ο Μωάμεθ ΣΤ', εγκατέλειψε τη χώρα. Ένα χρόνο αργότερα ο Μουσταφά Κεμάλ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος της Τουρκίας.