Πολιτισμός
Κινηματογράφος: “Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα”

«Όταν πεθαίνει μια γλώσσα, ένα μοναδικό όραμα για τον κόσμο χάνεται για πάντα. Κάθε γλώσσα αποτελεί έναν θησαυρό της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Κάθε γλώσσα σχηματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια αιώνων. Και κάθε γλώσσα υπάρχει εξαιτίας της ανάγκης μας να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας ιδέες, συναισθήματα και γνώση». Με αυτά τα λόγια, ο Μεξικανός κινηματογραφιστής Ερνέστο Κοντρέρας μιλάει για την τελευταία του ταινία, που χρησιμοποιεί μια γλώσσα που χάνεται για να αναφερθεί στο θέμα της πολιτιστικής ταυτότητας στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. 

Ταυτόχρονα όμως μιλάει για την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Για πράγματα, συναισθήματα βιώματα, που είναι τόσο ακραία για τα κοινωνικά πλαίσια της εποχής τους, που δεν μπορούν να ειπωθούν. Έτσι καταφεύγει στον μαγικό ρεαλισμό.

Η υπόθεση ακολουθεί τον φοιτητή γλωσσολογίας Μαρτίν, ο οποίος για την έρευνα που διεξάγει επισκέπτεται ένα χωριό της μεξικάνικης ζούγκλας, όπου παλιότερα μιλιόταν από τους ιθαγενείς η γλώσσα Ζικρίλ. Συναντά μόλις τρεις ανθρώπους μεγάλης ηλικίας που την μιλάνε, μια γυναίκα και δυο άντρες. Οι άντρες ήταν κάποτε φίλοι, αλλά εξαιτίας κάποιας οδυνηρής προσωπικής τους σύγκρουσης (φημολογείται για μια γυναίκα), δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα για πενήντα χρόνια. Ο ξαφνικός θάνατος της γυναίκας, αναγκάζει τον Μαρτίν να ενεργοποιήσει θεούς και δαίμονες για να ξαναφέρει κοντά τον δον Εβαρίστο και τον δον Ιζάουρο, ο οποίος δεν μιλάει καν Ισπανικά! Η εγγονή του Εβαρίστο -και αντικείμενο του πόθου του Μαρτίν, που παραδίδει μαθήματα Αγγλικών στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό για υποψήφιους μετανάστες στις ΗΠΑ, επιστρατεύεται για να συμφιλιωθούν, να συνομιλήσουν, ώστε να ηχογραφηθούν οι διάλογοι και η γλώσσα να μείνει ζωντανή. 

Παράλληλα με την επιχείριση επαναπροσέγγισης, παρακολουθούμε σε φλας μπακ την ιστορία των δυο γερόντων όταν ήταν κολλητοί φίλοι. Το μυστικό ταμπού σταδιακά αποκαλύπτεται στον θεατή, αλλά η επαφή προκαλεί στους δυο γέροντες όχι μόνο συγκίνηση, αλλά και τέτοια οδύνη, που δεν μπορούν να την διαχειριστούν, σίγουρα όχι μέσω της γλώσσας, χρειάζονται άλλα μέσα και όπλα. 

Η εξωτική ομορφιά της ζούγκλας, ο μύθος και το μαγικό στοιχείο παίζουν ρόλο όχι φτηνού φολκλόρ, αλλά εκείνου του μέσου που υπερβαίνει τα όρια της πραγματικότητας και λυτρώνει τους ήρωες από τα πάθη τους και από τη συντριβή. Ο Κοντρέρας χειρίζεται με επιτυχία τη σχέση φανταστικού – πραγματικού και φτιάχνει μια ποιητική ελεγεία που παραπέμπει στον μαγικό ρεαλισμό του Γκαρσία Μάρκες και την κληρονομιά της Λατινικής Αμερικής στην τέχνη.