Η Αριστερά
Η στρατηγική αδυναμία του ΚΚΕ

Οι επιθέσεις στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορούν να την κρύψουν

«Τα προβλήματα στρατηγικής του Κόμματος οφείλονται στην ανεπάρκειά του στην επιστημονική ανάλυση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας και του εποικοδομήματός της, αλλά και στη στρατηγική των σταδίων που επικράτησε ως γενική στρατηγική στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, συμπεριλαμβάνοντας και τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1930 και μετά, με τη μορφή αντιφασιστικών και στη συνέχεια αντιμονοπωλιακών κυβερνήσεων…

Όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και τα μεταγενέστερα, ουσιαστικά κυριαρχούσε αυτή η σταδιοποίηση στη στρατηγική του Κόμματος καθώς και ένας μεταρρυθμιστικός - μεταβατικός κυβερνητικός στόχος που αποδυνάμωνε και απενεργοποιούσε τον διακηρυγμένο στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης, οδηγούσε σε πολιτική συμμαχίας με αστικές δυνάμεις».

Αυτά τα αποσπάσματα προέρχονται από την εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στην πρόσφατη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για τα ζητήματα ιστορίας του κόμματος την περίοδο 1918-1949 (Ριζοσπάστης, 30/6). Συμπυκνώνουν μια εντυπωσιακή στροφή στις διακηρύξεις του ΚΚΕ που εκτυλίσσεται όλα τα τελευταία χρόνια. Επανειλημμένα, οι νέες επεξεργασίες του κόμματος διαπιστώνουν ότι η αιτία για τις μεγάλες ήττες και τις χαμένες ευκαιρίες της εργατικής τάξης στο παρελθόν, δεν ήταν κάποια λάθη αλλά η ίδια η στρατηγική του κόμματος, που είχε κωδικοποιηθεί ως η «στρατηγική των σταδίων». 

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 οι ηγεσίες του ΚΚΕ υποστήριζαν, και έπειθαν χιλιάδες αγωνιστές/τριες, ότι η εργατική τάξη δεν έπρεπε να βάζει στόχο την εγκαθίδρυση της δικιάς της εξουσίας, γιατί προτεραιότητα έπαιρναν άλλα καθήκοντα. Η «αστικοδημοκρατική επανάσταση», ο «εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας», η «λαοκρατία», η «εθνική δημοκρατική αλλαγή», η «νέα δημοκρατία» ή σκέτο η δημοκρατία. Κι όποιο και να ήταν το περιεχόμενο του κάθε σταδίου, ένα πράγμα έμενε σταθερό: θα το υλοποιούσε μια κυβέρνηση που θα εφάρμοζε περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. 

Αυτή η στρατηγική πήρε σάρκα και οστά στον αυτοπεριορισμό της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος σε πολύ κρίσιμες στιγμές της ταξικής πάλης. 

Συνεργασία

Το κορυφαίο -και τραγικότερο- παράδειγμα είναι η Αντίσταση και ο Δεκέμβρης του 1944. H εργατική τάξη έδωσε ηρωικούς αγώνες για τη ζωή της κόντρα στη φασιστική βαρβαρότητα αλλά και σε μια άρχουσα τάξη που κέρδιζε από τη συνεργασία με τους ναζί περιμένοντας τους Αγγλους συμμάχους. Η εργατική τά

ξη συσπείρωσε γύρω της όλους τους καταπιεσμένους, από τους αγρότες μέχρι τις μειονότητες όπως τη μακεδονική. Το 1944 η δυνατότητα να περάσει η εξουσία στο κίνημα της Αντίστασης έμπαινε στην ημερήσια διάταξη. 

Όμως, η επιλογή της ηγεσίας του κινήματος, δηλαδή του ΚΚΕ, ήταν η «εθνική ενότητα» με την αστική τάξη και οι συμβιβασμοί με τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό στο όνομα της «μεγάλης αντιφασιστικής συμμαχίας». Ο δρόμος γι’ αυτές τις επιλογές είχε πράγματι ανοίξει από τα μέσα της δεκαετίας του ’30. Στις αρχές του 1934 η ηγεσία του ΚΚΕ διακήρυξε επίσημα, με τις αποφάσεις της περίφημης 6ης Ολομέλειας της ΚΕ, ότι η «επερχόμενη επανάσταση» στην Ελλάδα δεν θα είναι σοσιαλιστική αλλά «αστικοδημοκρατική». 

Στη συνέχεια, στόχος έγινε η «αντιφασιστική δημοκρατική κυβέρνηση» με το αστικό κόμμα των Φιλελεύθερων. Η εργατική εξέγερση του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη οδηγήθηκε σε αδιέξοδο με αυτή την πολιτική. Ήταν η πρόβα τζενεράλε για την τραγωδία του κινήματος της Αντίστασης. 

Το εργατικό κίνημα ανάρρωσε από την ήττα και πέρασε στην αντεπίθεση από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μέχρι τα εκρηκτικά χρόνια της δεκαετίας του ’60. Όμως, η στρατηγική των «σταδίων» έμεινε η σταθερά που καθόριζε τις επιλογές της ηγεσίας της Αριστεράς σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Μ’ αυτά τα «γυαλιά» αντιμετώπισε την έκρηξη των Ιουλιανών, την αντίσταση ενάντια στη χούντα και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. 

Και μ’ αυτή την στρατηγική μπήκε στη θυελλώδη περίοδο της μεταπολίτευσης. Η εργατική τάξη ριχνόταν με ορμή στον αγώνα σπάζοντας το ένα μετά το άλλο τα φράγματα που προσπαθούσε να βάλει η άρχουσα τάξη για να διασφαλίσει την «ομαλή μετάβαση» στο κοινοβουλευτισμό. Οι εργατικοί αγώνες της περιόδου είχαν μια δυναμική που πήγαινε πολύ πιο μακριά. 

Όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ έριξε το βάρος της σε άλλη κατεύθυνση (το ίδιο έκανε και το ΚΚΕ Εσωτερικού με άλλες θεωρητικές αναφορές και δικαιολογήσεις). Η ουσία της στάσης της ήταν: τώρα χτίζουμε τη δημοκρατία, ο σοσιαλισμός μπορεί να περιμένει για το μέλλον. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος της πρώτης επίσημης απόφασης της ΚΕ του ΚΚΕ μετά την κατάρρευση της χούντας: «Η πολιτική μεταβολή και η πάλη για δημοκρατία και πρόοδο». 

Τα δυο κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού, αποδέχθηκαν την κυβέρνηση του Καραμανλή και δεν παρέλειπαν να καταγγέλλουν κάθε αγώνα που ξέφευγε από τα όρια που έβαζαν ως έργο των «αριστεροχουντικών», των «προβοκατόρων» αριστεριστών. 

Σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ δηλώνει ότι έχει βγάλει συμπεράσματα από όλη αυτή την πορεία και ότι αποκαθιστά την επαναστατική στρατηγική σαν οδηγό της πολιτικής παρέμβασης και δράσης του κόμματος. Όμως, αυτό δεν ισχύει. Όχι μόνο γιατί η παρέμβαση κι η δράση δεν ταιριάζουν με αυτές τις μεγαλόστομες διακηρύξεις. Αλλά και γιατί στη θέση της στρατηγικής των σταδίων η ηγεσία του ΚΚΕ επαναφέρει στην πράξη την στρατηγική του «μίνιμουμ» και «μάξιμουμ» προγράμματος της σοσιαλδημοκρατίας πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Χάσμα

Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία που θεωρούνταν τότε ο θεματοφύλακας της μαρξιστικής «ορθοδοξίας», είχε χωρίσει το πρόγραμμά της σε δυο μέρη. Το «μίνιμουμ» αφορούσε τις άμεσες διεκδικήσεις για το τώρα. Το «μάξιμουμ» ήταν η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. 

Ένα χάσμα χώριζε τα δυο τμήματα του προγράμματος. Η μόνη γέφυρα που τα ένωνε ήταν η οργανωτική και εκλογική ενίσχυση του κόμματος. Το κόμμα προπαγάνδιζε τον σοσιαλισμό: όταν η εργατική τάξη θα ήταν “ώριμη”, θα του έδινε την πλειοψηφία και τότε θα μπορούσε να προχωρήσει. Εντωμεταξύ, έπρεπε να αποφεύγει τους πειρασμούς των «τυχοδιωκτισμών» δεξιά κι αριστερά. 

Ήταν μια στάση που έμοιαζε ασυμβίβαστη αλλά στην ουσία ήταν ρεφορμιστική. Το 1914, όταν ξέσπασε ο πόλεμος όλη αυτή η στρατηγική χρεοκόπησε μαζί με την σοσιαλδημοκρατία που στήριξε την κυβέρνηση στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας». 

Η επαναστατική πτέρυγα συγκρούστηκε με αυτή την στρατηγική. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υποστήριζε ότι δεν υπάρχουν σινικά τείχη ανάμεσα στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες της εργατικής τάξης, ότι η πάλη για τα «μερικά» αιτήματα αποκτάει επαναστατικό περιεχόμενο όταν διεξάγεται με τις μεθόδους της εργατικής τάξης, μέσα στη δράση της. 

Η Λούξεμπουργκ και οι σύντροφοί της υποστήριζαν ότι το κόμμα έπρεπε να ρίξει το βάρος του στην κλιμάκωση του κινήματος από τις διαδηλώσεις στις απεργίες για να νικήσει και να διευρύνει τον πολιτικό του ορίζοντα. Ο Κάουτσκι ξιφούλκησε εναντίον αυτής της «επαναστατικής ανυπομονησίας» όπως την χαρακτήρισε. 

Σήμερα, η ηγεσία του ΚΚΕ κινείται όπως ο Κάουτσκι τότε. Μιλάει για σοσιαλισμό, αλλά στο μεταξύ συγκεντρώνει τα πυρά του ενάντια στους “ανυπόμονους”. Κάθε χειροπιαστή ρήξη με το σύστημα αναβάλλεται για το μέλλον και στο μεταξύ ο μόνος στόχος για την εργατική τάξη είναι να μάθει να ψηφίζει σωστά. 

Το ΣΕΚ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όταν μιλάνε για το «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα» πατάνε στα χνάρια της Λούξεμπουργκ και όλων των μεγάλων επαναστατών που έκαναν τη ρήξη με τον ρεφορμισμό στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην Αριστερά υπάρχουν από τότε δυο γραμμές, δυο ρεύματα. Το επαναστατικό και το ρεφορμιστικό, και το ΚΚΕ ανήκει ακόμα στο δεύτερο, παρά τις διακηρύξεις της ηγεσίας του. 

Τι σημαίνει αυτή η διαπίστωση; Η επαναστατική αριστερά δεν μπορεί να καταλήγει στο συμπέρασμα “εμείς, εμείς οι μόνοι συνεπείς”. Η ρεφορμιστική (και επιθετική απέναντι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ) στάση του ΚΚΕ δεν μπορεί να γίνεται άλλοθι για περιχαράκωση και σεχταρισμό. Αντίθετα, οι επαναστάτες παίρνουν την πρωτοβουλία για κοινή δράση γιατί αυτό βοηθάει τους εργατικούς αγώνες να είναι πιο δυνατοί και στην πορεία αναδεικνύει τα όρια της ρεφορμιστικής στρατηγικής.

Όταν οι ναζί δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής οργανώνουν επιθέσεις στο Πέραμα και την Σαλαμίνα, η απάντηση πρέπει να είναι ενωτική δράση και από τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΚΚΕ. Η φράση του Λένιν «βαδίζουμε χωριστά, χτυπάμε μαζί» πρέπει να είναι ο οδηγός και όχι οι σεχταριστικές επιθέσεις.


Διαβάστε επίσης