Πολιτισμός
Η "Ζωή εν τάφω" στην ΕΡΤ: Αντιπολεμικό αριστούργημα

«Είμαστε έξι καράβια ηρώοι που ξερνάν τα ‘πεπρωμένα της Φυλής’». 

Αυτή η φράση κλείνει ένα κεφάλαιο, «Καράβια», το μυθιστορήματος του Στρατή Μυριβήλη Η ζωή εν τάφω. Η ΕΡΤ το διασκεύασε σε τηλεοπτική σειρά και θα το προβάλλει σύντομα, κατά πάσα πιθανότητα στην αρχή της νέας χρονιάς. Όσοι/ες δεν το έχουν διαβάσει, να το κάνουν. Γιατί πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας αντιπολεμικής λογοτεχνίας και μια γροθιά στη μυθολογία της «ένδοξης» δεκαετούς πολεμικής εξόρμησης του ελληνικού καπιταλισμού από το 1912 μέχρι το 1922. 

Ο Μυριβήλης (Ευστράτιος Σταματόπουλος) είχε άμεση εμπειρία του πολέμου. Διέκοψε τις σπουδές του στην Αθήνα και κατατάχτηκε εθελοντής για να πάρει μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, και τραυματίστηκε στο πόδι στην πιο σκληρή μάχη τους, του Κιλκίς-Λαχανά. Ένθερμος βενιζελικός, κατατάχτηκε το 1916, στη Μυτιλήνη, στο στρατό που συγκρότησε η κυβέρνηση της «Εθνικής Άμυνας» του Βενιζέλου και βρέθηκε στα χαρακώματα του Μακεδονικού Μετώπου. Αργότερα, βρέθηκε, ως δεκανέας, στη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Η Ζωή Εν τάφω άρχισε να δημοσιεύεται στην πρώτη της μορφή σε συνέχειες το 1923 και 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα, που έκδιδε και διεύθυνε ο Μυριβήλης στην Μυτιλήνη. Το 1924 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά αυτοτελώς. Η Καμπάνα αυτοπροσδιοριζόταν ως «εφημερίδα των εφέδρων μας και των ντόπιων συμφερόντων». 

Φρίκη

Οι φαντάροι που μπορεί να είχαν ξεκινήσει δέκα χρόνια πριν με ενθουσιασμό για τα πολεμικά μέτωπα, είχαν γνωρίσει τη φρίκη του πολέμου και το ταξικό χάσμα που χώριζε την κοινωνία παρά τα μεγάλα λόγια για την «Μεγάλη Ελλάδα». Και είχαν γυρίσει από το σφαγείο της Μικράς Ασίας με εντελώς διαφορετικές ιδέες. Στο πρώτο φύλλο της η «Καμπάνα», 27 Μάρτη του 1923, έγραφε στο κύριο άρθρο της:

«Είμαστε οι χιλιάδες των παλικαριών, που γυρίζοντας στη Μυτιλήνη μας απ' το χαράκωμα κι απ' το Νοσοκομείο, ταξιδέψαμε με πυρετό, με τραύμα, με πλευρίτη και με χτικιό στα πνευμόνια, περνώντας το Αιγαίο χειμωνιάτικα με θέση δίπλα στο φουγάρο και στην κουζίνα του βαποριού. Και την ίδια στιγμή· στην πρώτη θέση ποκερίζανε οι νεόπλουτοι κουραμπιέδες και φαλτσάρανε δίπλα τους στο πιάνο οι αρχοντοκυράτσες».

Είναι εντυπωσιακές αυτές οι γραμμές γιατί γράφονται σε ένα έντυπο που είναι ανεπίσημο όργανο των Συνδέσμων Εθνικής Σωτηρίας που είχε ιδρύσει ο Πλαστήρας από το 1923 για να αντιμετωπίσει την επιρροή των κομμουνιστών που πρωτοστατούσαν στο κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών, με ηγετική ομάδα τον Παντελή Πουλιόπουλο και τους συντρόφους του από τους αντιπολεμικούς ομίλους των φαντάρων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Οι ριζοσπαστικές, αντιπολεμικές ιδέες ήταν τόσο διαδεδομένες και «φυσικές» στο νου των εργατών και των φτωχών αγροτών, που ακόμα και οι υποστηρικτές της «αριστεράς» του Βενιζελισμού, όπως ο Παπαναστασίου -πολιτικός φίλος του Μυριβήλη- έπρεπε να προσαρμοστούν. 

Το βιβλίο έχει τη μορφή ημερολογιακών καταγραφών και επιστολών που ένας λοχίας ο Αντώνης Κωστούλας προόριζε για την αγαπημένη του στη Μυτιλήνη και βρέθηκαν στο σακίδιό του μετά το θάνατό του. Σύντομα κεφάλαια, από όπου ξεχειλίζει η αγάπη για τη ζωή, το μίσος για τον πόλεμο και ο σαρκασμός για τους στρατοκράτες και τους πατριδοκάπηλους. 

Οι ανατριχιαστικές και εφιαλτικές σκηνές της φρίκης και της αγωνίας του πολέμου σημαδεύουν την εμπειρία της ανάγνωσης του βιβλίου. Σε ένα κεφάλαιο περιγράφει μια ομάδα τυφλών: «Τα χέρια τους χαϊδεύανε τη χλόη, για ψάχνανε με μικρές λυπητερές κινήσεις να γιομίσουνε μια πίπα…. Ήταν όλοι τους όμορφα μελαχρινά παιδιά της Ιταλίας… κι ήταν όλοι τους τυφλά από τα δακρυγόνα. Όλα κείνα τα μαύρα μάτια ήταν πεθαμένα, ίσως για πάντα, κάτω από τους θλιβερούς επιδέσμους». 

Σε μια άλλη μιλάει για ένα βομβαρδισμό που σκοτώνονται δεκάδες γαιδουράκια που βοσκούσαν αμέριμνα. Ο ημιονηγός τους σε κατάσταση πανικού: «βαστούσε γερά το χαλινάρι του γαϊδάρου του κι έτρεχε σαν τρελός. Εφτασε έτσι ως τ’ αμπριά των Φραντσέζων ψωμάδων. Εκεί πια, μέσα στη γιούχα της φανταριάς, πήρε είδηση πως έσερνε πίσω του το κεφάλι του γαϊδάρου θερισμένο απ’ το λαιμό. Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζο κρατούσε ακόμα μια τούφα κίτρινες μαργαρίτες ματωμένες». 

Να πως περιγράφει για παράδειγμα τον στρατηγό που ανέλαβε τη διοίκηση της λεγόμενης Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Οι φαντάροι του έδωσαν αμέσως το παρατσούκλι «Μπαλαφάρας» που: 

«Δεν ξέρει κανείς γιατί τον είπαν έτσι, ούτε κι αν θα πει τίποτα αυτό τ’ όνομα…είναι κάτι άνθρωποι που γεννιούνται μονάχα για να παραγεμίσουν ένα πετυχεμένο όνομα που κάθεται και τους περιμένει.. Μπα-λα-φά-ρας. Μεγαλείο όνομα. Ηρωικό, μεγαλόκαρδο, σπαθάτο, φαρδύ και κοιλαράδικο…Βαστά και ένα καμουτσί στο γαντωμένο χέρι. Ένα καμουτσί με ασημένιο μανίκι και κάθε φορά που μιλά το χτυπάει αδιάκοπα στη δεξιά μπότα. Είναι ανάγκη (τσιαφ) να κάνουμε στρατό (τσιάφ) προπάντων στρατό! Τσιαφ! Τσιφ!»

Σαρκασμός

Ο σαρκασμός για τα «εθνικά ιδεώδη» παίρνει μακάβριες διαστάσεις στο κεφάλαιο με τίτλο Πως πέθανε ο Ζαφειρίου, μόνιμος υπαξιωματικός, θαυμαστής της αρχαίας Σπάρτης που «γύρευε με το ζόρι λαβωματιές και δόξα», αλλά πνίγηκε τελικά σε ένα απόπατο. 

«Ό Ζαφειρίου ήταν ένας αληθινός ήρωας. Το ‘δειξε στο χαράκωμα. Θέλω να μιλάς με σεβασμό.» λέει ο Κωστούλας στον Δημητρίου που του έφερε τα νέα για να πάρει την απάντηση: 

«Ένας ήρωας εκ προμελέτης, σαν όλους αυτούς πού κάμαν επάγγελμά τους τον πόλεμο. Και γω δεν είμαι ήρωας; Έχω και το σταυρό, εδωνά πού τα λέμε. ‘Ας είναι δα. Αυτό είναι άλλη ιστορία. Και το κάτω της γραφής, ο Μπαλαφάρας, αμέσως μόλις τόνε βγάλαμε τον ήρωά σου με την απόχη μες από τον απόπατο, θα ‘στειλε βέβαια δαχτυλογραφημένο στη Μυτιλήνη ένα από κείνα τα «ωραία γράμματα» που τα μάθαν απ’ όξω οι φαντάροι και συγχαίρει -ακούς εσύ συχαρίκια;- τους γονιούς «δια τον ένδοξον θάνατον τού υιού σας. Όστις δείξας ανδρείαν αξίαν της Ελληνικής παραδόσεως εφονεύθη την τάδε τού μηνός ανδρείως μαχόμενος υπέρ πίστεως και πατρίδος εναντίον τού εχθρού». Άμα κάνεις να πεις την αλήθεια, όλα αυτά γίνουνται πρόστυχα. Φαντάσου λόγου χάρη άγραφε: «Ο Ζαφειριού απέθανεν ανδρείως μπαλεύων με τα συμμαχικά ελληνογαλλικά σκατά. Και δεν μπόρεσε δυστυχώς να φωνάξει “ζήτω η πατρίς» κατά την στιγμήν τού ένδοξου θανάτου του. Διότι …εμ διότι έτυχε να ‘ναι μπουκωμένος» !

Ο Δημητρίου ήταν ο «μάστορης», που βοηθούσε τους φαντάρους να φεύγουν από τα χαρακώματα με ψεύτικα τραύματα και ασθένειες. Η «πελατεία» του απλωνόταν σε όλο το σύνταγμα και πλήθαινε όσο πλησίαζε η ώρα της μεγάλης επίθεσης. Θα βρει φρικτό θάνατο σε μια επίθεση με αέρια, ένα από τα πιο εφιαλτικά κεφάλαια του βιβλίου. 

Μακεδόνες

Ο ελληνικός στρατός που πολέμησε στο πλευρό των Συμμάχων της Αντάντ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσε τις μάχες του στο «μακεδονικό μέτωπο», κυριολεκτικά μέσα από τα σημερινά σύνορα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, στο Μοναστήρι. 

Εκεί οι φαντάροι συναντούσαν τους «ανύπαρκτους» Μακεδόνες. Στο κεφάλαιο Ζάβαλη μάικω (δύστυχη μάνα), ο Μυριβήλης γράφει για τις εμπειρίες του λοχία Κωστούλα που φιλοξενιόταν στο σπίτι μιας αγροτικής οικογένειας: 

«Αυτοί εδώ οι χωριάτες που τη γλώσσα τους την καταλαβαίνουν περίφημα και οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι αντιπαθούνε τους πρώτους γιατί πήρανε τα παιδιά τους στο Στρατό. Μισούν τους δεύτερους που τους κακομεταχειρίζονται για Βούλγαρους. Και κυττάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους περαστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του ‘Ορθόδοξου Πατριάρχη της Πόλης’. Γιατί η ιδέα του απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη μέσα σε μια θαμπή μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνου σαυτό τον απλοϊκό χριστιανικό κόσμο. (…) Ως τόσο δε θέλουν νάναι μήτε ‘Μπουλγκάρ’,μήτε ‘Σρρπ’ μήτε ‘Γκρρτς’. Μοναχά ‘Μακεντόν ορτοντόξ’».

Ούτε Βούλγαροι, ούτε Σέρβοι, ούτε Ελληνες, «ορθόδοξοι μακεδόνες». Αυτές οι γραμμές αρκούν για να γεμίσουν φρίκη την εθνικοφροσύνη της δεξιάς και τους κάθε λογής «σκοπιανοφάγους». 

Οι λέξεις «μοναχά μακεντόν ορτοντόξ» περιλαμβανόταν στην πρώτη εκδοχή του όπως δημοσιεύτηκε στην Καμπάνα (απ’ όπου και το απόσπασμα) και στις εκδόσεις του 1924, του 1930 και 1932. Στις μεταπολεμικές εκδόσεις ο Μυριβήλης την αφαίρεσε. Είχε γίνει πλέον έξαλλος αντικομμουνιστής, έχοντας ήδη από το 1936 στηρίξει τη δικτατορία του Μεταξά. 

Όμως ακόμα και σε αυτές τις εκδόσεις έμενε ένα κομμάτι της πραγματικής ιστορίας της περιοχής. Για παράδειγμα, περιγράφει πως οι δεσποτάδες που πήγαιναν να μαζέψουν τα «δοσίματα» από τους αγρότες, κυκλοφορούσαν ξαπλωμένοι σε πολυτελείς άμαξες που δεν ήταν ζεμένες σε βόδια αλλά στους χωριάτες που τρώγανε τις καμτσικιές του αμαξά και του διάκου. 

Όπως και να κατέληξε ο Μυριβήλης, το βιβλίο του παραμένει ένα όπλο στην πάλη ενάντια στον πόλεμο και τις εθνικιστικές εκστρατείες της άρχουσας τάξης.