Πολιτισμός
Αντίο Μπερνάρντο

Sebben che siamo donne paura non abbiamo.

Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι που πέθανε στις 26 Νοέμβρη έγινε περισσότερο γνωστός σαν ο δημιουργός δυο ταινιών: «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» (1972), μια ερωτική ιστορία πάθους που σκανδάλισε το κατεστημένο της εποχής και «Ο τελευταίος αυτοκράτορας» (1987), για τον τελευταίο αυτοκράτορα της Κίνας Πουγί, που του χάρισε παγκόσμια αναγνώριση και 9 βραβεία όσκαρ.  Είναι ωστόσο άδικο να αποτιμήσει κανείς τη συμβολή του με μέτρο αυτές τις ταινίες.

Αντίθετα, χρειάζεται να πάμε στις ταινίες που γύρισε τις δεκαετίες 1960-70, που υπήρξαν έκφραση ενός εργατικού κινήματος σε άνοδο και ταυτόχρονα πηγή έμπνευσης για τον κόσμο των αγώνων και της αριστεράς. Μιλάμε για ταινίες όπως «Ο Κονφορμίστας», «1900», «Το φεγγάρι»,  που καταπιάστηκαν με τα πιο καυτά κοινωνικά ζητήματα και (γι’ αυτό) σφράγισαν μια ολόκληρη εποχή.

Ο Μπερτολούτσι μεγάλωσε μέσα σε οικογένεια αριστερών διανοούμενων της Πάρμα. Ο πατέρας του, Αττίλιο ήταν γνωστός ποιητής, κριτικός και μέλος του Κ.Κ. Ιταλίας. Στο σπίτι τους σύχναζαν καλλιτέχνες που επηρρεάζονταν από τις κομμουνιστικές ιδέες, όπως ο Πιερ Πάολο Παζολίνι. Στην ταινία του Παζολίνι «Ακκατόνε», ο νεαρός Μπερτολούτσι παίρνει το κινηματογραφικό βάπτισμα σαν βοηθός σκηνοθέτη. Η πρώτη του ολοκληρωμένη δουλειά είναι το «Πριν την επανάσταση» (1964). Έχει επηρεαστεί από την Ιταλική κινηματογραφική παράδοση του Νεορεαλισμού, ακομα  περισσότερο από το Γαλλικό Νέο Κύμα και τον Γκοντάρ που θαύμαζε απεριόριστα και φυσικά από το έντονο ενδιαφέρον του για τις κομμουνιστικές ιδέες. Ο Μπερτολούτσι υπήρξε σταθερά υποστηρικτής του Κ.Κ. Ιταλίας. Στην ταινία δείχνει πολύ εκφραστικά πόσο η αριστερά μπορεί να ασκεί έλξη ακόμα και σε γόνους της αστικής τάξης όπως ο Φαμπρίτσιο, ο οποίος προσπάθησε να αλλάξει τη ζωή του γοητευμένος από τον κομμουνισμό, αλλά στο τέλος εγκατέλειψε την προσπάθεια και επαναπαύτηκε στη σιγουριά της τάξης του. 

Η εμπλοκή του πολιτικού-ιστορικού στοιχείου με το προσωπικό και με θέματα ταμπού για την εποχή, όπως η σεξουαλικότητα και η ψυχανάλυση απασχόλησαν πολύ τον Μπερτολούτσι και εκεί είναι που έδωσε τον καλύτερό του εαυτό. Αυτό φαίνεται εντυπωσιακά στον «Κονφορμίστα» (1970), ίσως την καλύτερη ταινία του, όπου κάνει βουτιά στις κοινωνικές ρίζες  του φασισμού μέσα στη μικροαστική τάξη. Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, ο «Κονφορμίστας» είναι ο Μαρτσέλλο (εξαιρετικός Ζαν-Λουί Τρεντινιάν), ένας συμβατικός άνθρωπος στην Ιταλία του Μουσολίνι, ένας άνθρωπος που κατατρέχεται από την ανασφάλεια και τις φοβίες που του κληροδότησε η κοινωνική τάξη και η οικογένειά του και αντιμετωπίζει τη δειλία του μπαίνοντας στο φασιστικό κόμμα, όπου αναλαμβάνει μια ειδική αποστολή: Να δολοφονήσει έναν αντιφρονούντα αυτοεξόριστο στο Παρίσι και παλιό του καθηγητή. Ο Κονφορμίστας ωστόσο δεν είναι μια ταινία για τον φασισμό, αλλά για τις αιτίες που οδηγούν τους ανθρώπους να τον ασπάζονται και γι’αυτό ταρακουνάει – ενοχλεί τον θεατή. Ηθελημένα η εποχή μπερδεύεται, όχι μόνο μεσω φλας-μπακ, αλλά με την φωτογραφία (Βιτόριο Στοράρο), τα κτήρια και το όλο στήσιμο, που υπαινίσσονται ότι όλα αυτά μπορούν να συμβούν σε οποιαδήποτε εποχή, έτσι είναι μια ταινία ά-χρονη και μαζί διαχρονική και πρωτοποριακή. 

Καταγγελία

Δυο χρόνια αργότερα, το «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» τάραξε τα νερά και κυνηγήθηκε αλύπητα από τον πουριτανικό κόσμο, γεγονός  για το οποίο αξίζει υπεράσπισης. Δεν υπάρχει πάντως δικαιολογία απέναντι στην καταγγελία της πρωταγωνίστριας Μαρία Σνάιντερ για σεξιστική χειραγώγιση κατά τα γυρίσματα, για την οποία δεν δόθηκε ποτέ απολογία ή συγγνώμη κι αυτό βαραίνει τον δημιουργό. Παρολαυτά, με την φήμη και τα χρήματα του χρυσοφόρου «Ταγκό», έγινε εφικτό το μεγαλύτερο επίτευγμα της πλούσιας πορείας του Μπερτολούτσι, το διάρκειας πεντέμιση ωρών «1900» (1976), ένα πολιτικο-κοινωνικό έπος για την πάλη των τάξεων στην Ιταλία του 20ου αιώνα. 

Η ταινία ξεκινάει στις 27 Γενάρη του 1901, ημέρα του θανάτου του μουσουργού Βέρντι, όταν σε ένα τσιφλίκι της Εμίλια Ρομάνα γεννιούνται ταυτόχρονα ο Όλμο, νόθο παιδί ενός φτωχού κολίγου και ο γιος του φεουδάρχη, Αλφρέντο. Η φιλία που τους συνδέει διασταυρώνεται με τους ταξικούς αγώνες των αρχών του αιώνα και τη γέννηση της αριστεράς, την άνοδο του φασισμού και την αντιφασιστική πάλη, που θριαμβεύει μεν, αλλά υποτάσσεται στην πολιτική του Κ.Κ. Ιταλίας, το οποίο μπαίνει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. 

Το φινάλε της ταινίας είναι συγκλονιστικό, καθώς στις 25 Απρίλη 1945 κηρύσσεται η απελευθέρωση της Ιταλίας από τον φασισμό, αλλά η κοινωνική επανάσταση αναβάλλεται (από την κομμουνιστική ηγεσία), οι κυρίαρχες τάξεις διατηρούν την εξουσία και η ταξική πάλη θα συνεχιστεί (με αισιοδοξία ότι ο φεουδάρχης τελικά θα ηττηθεί). Παρά τα βέλη που δέχτηκε για απλοϊκή κομμουνιστική προπαγάνδα, το «1900» είναι ένα φοβερό έργο στον απόηχο του Μάη του ’68 και του «θερμού φθινοπώρου» στην Ιταλία. Στη μεταπολιτευτική Αθήνα προβλήθηκε σε δυο μέρη και ο κόσμος περίμενε υπομονετικά ουρές στα σινεμά διψασμένος να τη δει. 

 Χωρίς να διαγράφει κανείς τα  επόμενα έργα του, όπως για παράδειγμα το «Φεγγάρι» ή το «Τσάι στη Σαχάρα», που φανερώνουν τη θέληση να πειραματιστεί σε διαφορετικά θέματα, αξίζει να θυμόμαστε τον Μπερτολούτσι του «Κονφορμίστα» και του «1900». Ακόμη και σήμερα υπογραμμίζουν την ανάγκη να παλέψουμε τον φασισμό και την προοπτική της επανάστασης, που αναβλήθηκε ίσως, αλλά παραμένει ανοικτή.