Ιστορία
100 χρόνια από τη δολοφονία τους: Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Λήμπνεχτ - Ζουν και μας οδηγούν

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπνεχτ δίπλα της, στη Λειψία το 1909 στο συνέδριο του SPD

Στις 28 Οκτώβρη του 1918, η αυτοκρατορική κυβέρνηση της Γερμανίας αναγκάστηκε να δώσει μερική αμνηστεία σε διάφορες κατηγορίες πολιτικών κρατουμένων. Ο Καρλ Λήμπνεχτ, ο επαναστάτης βουλευτής που είχε καταψηφίσει τις πολεμικές δαπάνες τον Δεκέμβρη του 1914 παραβιάζοντας την πειθαρχία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, ήταν φυλακισμένος από το 1916. Είχε γίνει το σύμβολο όλων των ανταρσιών ενάντια στο σφαγείο του πολέμου στη Γερμανία και σε όλο τον κόσμο. Ενα μεγάλο πλήθος υποδέχτηκε τον Λήμπνεχτ στο σιδηροδρομικό σταθμό και οι ασφαλίτες σημείωσαν με ανησυχία ότι τον κουβαλούσαν στους ώμους τους παρασημοφορεμένοι φαντάροι. Ο Λήμπνεχτ ρίχτηκε στις φρενήρεις διεργασίες της αριστεράς στις παραμονές της επανάστασης, εκπροσωπόντας την “Ομάδα Διεθνής”, που όλοι γνώριζαν απ' το παράνομο έντυπό της, τον “Σπάρτακο”. 

Εκτός από το όνομα του Λήμπνεχτ ο Σπάρτακος ήταν ταυτισμένος με το όνομα της Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στις 9 Νοέμβρη του 1918 ενώ η επανάσταση θριάμβευε στο Βερολίνο, νικούσε και στο Μπρεσλάου (Βρότσλαβ) μια μεγάλη πόλη στη Σιλεσία που σήμερα είναι κομμάτι της Πολωνίας όπου ήταν φυλακισμένη. Το πρώτο πράγμα που έκανε η Ρ. Λούξεμπουργκ ήταν να μιλήσει σε μια μαζική συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία της πόλης. Το επόμενο ήταν να πάρει το τρένο για το Βερολίνο. Οι σύντροφοι και φίλοι που την υποδέχτηκαν είδαν μπροστά τους μια γυναίκα που η φυλακή την είχε γεράσει, τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει. Αλλά κι αυτή ρίχτηκε με ενθουσιασμό στις μάχες της επανάστασης.

Σχεδόν δυο μήνες μετά, στις 15 Γενάρη του 1919, η Λούξεμπουργκ κι ο Λήμπνεχτ θα έβρισκαν το θάνατο στα χέρια των αντεπαναστατικών συμμοριών των Φράικορπς. Η δολοφονία τους επισφράγισε το τραγικό τέλος των “ημερών του Σπάρτακου” ή της “εξέγερσης των Σπαρτακιστών” όπως έχουν μείνει στην ιστορία.


Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπνεχτ ήταν οι γνωστότερες ηγετικές προσωπικότητες της επαναστατικής πτέρυγας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας πολύ πριν ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914. 

Η Λούξεμπουργκ γεννήθηκε το 1871 στην Πολωνία, στο τμήμα που κατεχόταν από την Τσαρική Αυτοκρατορία, εντάχτηκε σε μια επαναστατική μαρξιστική οργάνωση όταν ήταν μόλις 16 ετών, καταδιώχτηκε και αφού διέφυγε στο εξωτερικό, κατέληξε στην Γερμανία όπου εντάχτηκε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της το SPD. Ηταν το κόμμα πρότυπο για όλη τη Δεύτερη Διεθνή, το κόμμα που στα ιδρυτικά του μέλη συγκατελέγονταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, και που καμάρωνε για τη μαρξιστική του “ορθοδοξία”. Ηταν επίσης ένα μαζικό κόμμα, με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, εκατοντάδες εφημερίδες και περιοδικά και μια μεγάλη κοινοβουλευτική ομάδα. 

Κι όμως ήταν ένα κόμμα που παρά τις διακηρύξεις του, στο κέντρο της παρέμβασής του δεν είχε την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Στο γύρισμα του 20ού αιώνα μια ολόκληρη πτέρυγά του, με εκπρόσωπο τον Ε. Μπερνστάιν υποστήριξε δημόσια ότι η ανάλυση του Μαρξ για τον καπιταλισμό είναι ξεπερασμένη, κι ότι το κόμμα πρέπει να αλλάξει και το πρόγραμμά του ώστε να συμβαδίζει με αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: “Ενα δημοκρατικό κόμμα των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων”. 

Η Λούξεμπουργκ μπήκε στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης. Το βιβλίο της «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση», γράφτηκε για αυτό τον σκοπό. Είναι ένα βιβλίο ορόσημο, που βάζει ακόμα και σήμερα τη διαχωριστική γραμμή στην Αριστερά. Ο καπιταλισμός δεν γίνεται πιο δίκαιος και πιο δημοκρατικός, αλλά πιο άδικος και καταστροφικός. Αυτοί που επιλέγουν την στρατηγική της μεταρρύθμισης του συστήματος, έγραφε η Ρόζα, δεν επιλέγουν ένα πιο αργό και σίγουρο δρόμο για τον ίδιο σκοπό, αλλά ένα εντελώς διαφορετικό σκοπό με “επιφανειακές αλλαγές στην παλιά κοινωνία”. Και επέμενε ότι "Ο κοινοβουλευτισμός είναι μια συγκεκριμένη μορφή του αστικού κράτους... Στην αστική κοινωνία ο ρόλος της Αριστεράς είναι εκείνος του κόμματος αντιπολίτευσης. Σε κόμμα εξουσίας επιτρέπεται να υψωθεί μόνο πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους".

Αυτή η βασική επιλογή, με την επαναστατική στρατηγική και όχι με την μεταρρυθμιστική ήταν ο άξονας που περιστράφηκε η δράση της Ρ. Λούξεμπουργκ τα επόμενα χρόνια. Επαναστατική προοπτική δεν σήμαινε αποχή από την πάλη για άμεσα οικονομικά και πολιτικά αιτήματα. Αντίθετα, σήμαινε ότι η εργατική τάξη μπορεί να χρησιμοποιήσει τη συλλογική της δύναμη για να τα κατακτήσει αντί να περιμένει πότε θα αλλάξουν οι συσχετισμοί στο κοινοβούλιο και έτσι να φτάσει στη συνολική σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και το κράτος της. 

Εχθροί και φίλοι πλέον αναφέρονταν στη Λούξεμπουργκ σαν “η κόκκινη Ρόζα”, ιδιαίτερα μετά τη συμμετοχή της -και φυλάκισή της- στην Πολωνία στη διάρκεια της πρώτης Ρώσικης Επανάστασης. Ομως, από ένα σημείο και μετά, η Λούξεμπουργκ ήρθε σε σύγκρουση όχι μόνο με τη “δεξιά” του κόμματος, τους “ρεβιζιονιστές” του Μπερνστάιν, αλλά και με τη “μαρξιστική” του ηγεσία, στην οποία συγκαταλέγονταν και ο “πάπας του μαρξισμού” ο Καρλ Κάουτσκι. Οι γραφειοκρατίες του κόμματος και των συνδικάτων λειτουργούσαν σαν φρένο για την αυτενέργεια της εργατικής τάξης κι όχι σαν ενισχυτής τους, οι πολιτικές τους επιλογές γίνονταν όλο και περισσότερο συμβιβαστικές.

H στάση απέναντι στο μιλιταρισμό και τους πολεμικούς ανταγωνισμούς έφτασε να συμπυκνώνει αυτές τις αντιπαραθέσεις. Τον Αύγουστο του 1914 η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας έφτασε να στηρίξει τον πόλεμο στο όνομα της “υπεράσπισης της πατρίδας” ενώ η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπνεχτ αντιτάχτηκαν ανοιχτά σε αυτή την προδοσία, βάζοντας μαζί με τον Λένιν και τους μπολσεβίκους τις βάσεις για την επαναστατική Αριστερά που γεννήθηκε στις φλόγες του. 

Στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι κούρσες των εξοπλισμών και οι κόντρες ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, κορυφώνονταν και απειλούσαν να σύρουν την ανθρωπότητα σε ένα εφιαλτικό πόλεμο. Η Λούξεμπουργκ με τις αναλύσεις της υποστήριζε ότι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί ήταν προιόν του ίδιου του καπιταλισμού κι ότι την πορεία στον πόλεμο δεν θα την σταματούσαν “ειρηνικές ουτοπίες” (ο τίτλος ενός άρθρου της) αλλά η “ανεξάρτητη δράση των ευρύτερων μαζών”, η “επαναστατική πάλη του προλεταριάτου”. 

Τι σήμαινε συγκεκριμένα μια τέτοια προοπτική το έδειξε ο Καρλ Λήμπνεχτ. Γεννήθηκε την ίδια χρονιά με την Λούξεμπουργκ κι ο πατέρας του ήταν ο Βίλχελμ Λήμπνεχτ ένας από τους ιδρυτές του SPD και παλιός σύντροφος του Μαρξ. Από πολύ νωρίς, στο κομματικό συνέδριο του 1904, ο Λήμπνεχκτ επέμενε ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία έπρεπε να “σηκώσει” το ζήτημα της πάλης ενάντια στο μιλιταρισμό και τον εθνικισμό ιδιαίτερα στους νέους που θα πήγαιναν να κάνουν τη θητεία τους στο στρατό. Η κομματική ηγεσία απέρριπτε ως τυχοδιωκτικές αυτές τις προτάσεις.

Ο Λήμπνεχτ δεν πτοήθηκε. Ρίχτηκε στην οργάνωση της σοσιαλιστικής νεολαίας. To 1906 στο συνέδριό της η εισήγησή του ειχε τίτλο «Μιλιταρισμός και Αντιμιλιταρισμός» που σε εμπλουτισμένη μορφή κυκλοφόρησε σε μπροσούρα στις αρχές του 1907 (κυκλοφορεί από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο). Η κυβέρνηση τον έσυρε στα δικαστήρια για αυτό το βιβλίο που τον καταδίκασαν σε 18μηνη φυλάκιση. 

Ενώ ήταν φυλακή, στην ομοσπονδιακή βουλή έγινε η συζήτηση για τον προϋπολογισμό και τις αμυντικές δαπάνες. Ο υπουργός Στρατιωτικών έριξε το γάντι στους σοσιαλδημοκράτες διαβάζοντας αποσπάσματα από την μπροσούρα του Λήμπνεχτ. Ο Α. Μπέμπελ, πρόεδρος και ιστορικός ηγέτης του κόμματος δήλωσε ότι τις “θέσεις του κόμματος δεν τις εκφράζουν άτομα που δεν είναι σε αυτή την αίθουσα” αδειάζοντας τον Λήμπνεχτ. 

Ενας άλλος βουλευτής δήλωσε ότι οι “σοσιαλδημοκράτες δεν είναι αλήτες χωρίς πατρίδα” και ότι “θέλουν μια καλά εξοπλισμένη με την ίδια αποφασιστικότητα όπως οι κύριοι της δεξιάς”. Το όνομα αυτού του ανερχόμενου αστέρα ήταν Γκούσταβ Νόσκε. Το 1918, μετά την επανάσταση που ανέτρεψε τον Κάιζερ έγινε “επίτροπος”, δηλαδή υπουργός, Άμυνας της “σοσιαλιστικής” κυβέρνησης. Αυτός συνεργάστηκε με το Γενικό Επιτελείο για την συγκρότηση των Φράικορπς (Ελεύθερα Σώματα). “Κάποιος πρέπει να παίξει το ρόλο του κυνηγόσκυλου” είχε δηλώσει με κυνισμό. Η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπνεχτ ήταν η συνέχεια. 


Οι τραγικές “Μέρες του Σπάρτακου”

“Δεν πρέπει να καλλιεργούμε και να επαναλαμβάνουμε την αυταπάτη της πρώτης φάσης της επανάστασης, αυτής της 9 Νοέμβρη, ότι αρκεί η ανατροπή της καπιταλιστικής κυβέρνησης από μια άλλη για να έρθει η σοσιαλιστική επανάσταση.

Η ουσία της επανάστασης είναι ότι οι απεργίες γίνονται όλο και περισσότερο το κέντρο της, το κύριο χαρακτηριστικό της επανάστασης. Τότε μετατρέπεται σε μια οικονομική επανάσταση και γι’ αυτό το λόγο, σε μια σοσιαλιστική επανάσταση. Η πάλη για το σοσιαλισμό μπορεί να διεξαχθεί από τις μάζες και μόνο από τις μάζες, χέρι-χέρι ενάντια στον καπιταλισμό, σε κάθε εργοστάσιο, από τον κάθε προλετάριο ενάντια στον κάθε καπιταλιστή. Μόνο τότε θα πρόκειται για μια σοσιαλιστική επανάσταση…

Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να δημιουργηθεί με διατάγματα, ούτε πρόκειται να δημιουργηθεί με διατάγματα. Ούτε μπορεί να τον καθιερώσει μια κυβέρνηση, όσο σοσιαλιστική κι αν είναι αυτή. Ο σοσιαλισμός πρέπει να πραγματωθεί από τις μάζες, από κάθε προλετάριο. Εκεί που σφυρηλατούνται τα καπιταλιστικά δεσμά, εκεί πρέπει να σπάσουν…”. 

Μ’ αυτά τα λόγια η Ρόζα Λούξεμπουργκ ξεκίνησε την εισήγησή της την τρίτη μέρα του ιδρυτικού συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD) την Πρωτοχρονιά του 1919.

Τον Νοέμβρη η επανάσταση είχε απλωθεί σαν τη φωτιά από τους ναύτες του Κίελου σε όλες τις πόλεις της Γερμανίας, στα στρατεύματα του μετώπου και κατόπιν στο Βερολίνο, τη πρωτεύουσα. Η «παλιά τάξη πραγμάτων» είχε ανατραπεί. Όμως η καινούργια δεν είχε επικρατήσει. Τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών είχαν τεράστια δύναμη στα χέρια τους. Όμως, παρέμενε κατακερματισμένη. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, την πλειοψηφία σε αυτά την είχαν πολιτικές δυνάμεις που κήρυτταν ότι η επανάσταση έφτασε στο τέλος της με την ανατροπή του Κάιζερ, την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και το σχηματισμό μιας «καθαρά» σοσιαλιστικής κυβέρνησης από τα δυο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα –το SPD και το USPD. 

Σε μια παρόμοια κατάσταση είχαν βρεθεί και τα σοβιέτ στη Ρωσία τους πρώτους μήνες μετά την Επανάσταση του Φλεβάρη 1917. Οι εργάτες και οι στρατιώτες θα χρειάζονταν να μάθουν από την ίδια τους τη πείρα. Ο Λένιν με τις «Θέσεις του Απρίλη» προκάλεσε σεισμό στο κόμμα των μπολσεβίκων διακηρύσσοντας ότι τα παλιά συνθήματα για «αστική επανάσταση» είναι ξεπερασμένα και ότι τώρα το σύνθημα πρέπει να είναι η σοσιαλιστική επανάσταση, το «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Στο άλλο, όμως, που επέμενε ο Λένιν επιχειρηματολογώντας στο κόμμα των μπολσεβίκων, είναι ότι «πρέπει να εξηγούμε υπομονετικά» αυτή τη προοπτική.

Ομως, τα γεγονότα έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα που έβαζαν πιέσεις στο άπειρο επαναστατικό κόμμα. Κάτω από την πίεση των απεργιών που φούντωναν και των εμπειριών από τα ξεπουλήματα της κυβέρνησης, το USPD αποχώρησε απο την κυβέρνηση στα τέλη του Δεκέμβρη. Η κυβέρνηση κρεμόταν από μια κλωστή, κι ο καγκελάριος Έμπερτ σκεφτόταν να παραιτηθεί. Οι νέοι φίλοι του στο Γενικό Επιτελείο τον έπεισαν να μην το κάνει. Αντίθετα, πέρασαν στην αντεπίθεση. 

Προβοκάτσια

Στις 4 Γενάρη η κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόλυση του Έμιλ Άιχορν από την θέση του αρχηγού της αστυνομίας του Βερολίνου. Ο Άιχορν ήταν ένας αριστερός ανεξάρτητος σοσιαλδημοκράτης που είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επανάσταση του Νοέμβρη στο Βερολίνο. Επικεφαλής μιας φάλαγγας διαδηλωτών είχε καταλάβει το αρχηγείο της αστυνομίας. Από τότε λειτουργούσε σαν επικεφαλής της, επικεφαλής ενός ένοπλου σώματος που επηρεαζόταν όλο και περισσότερο από την επαναστατική Αριστερά. Η απόλυσή του ήταν μια υπολογισμένη προβοκατόρικη κίνηση. 

Η κυβέρνηση σκόπευε να σπρώξει τις μάζες του Βερολίνου σε μια πρόωρη αναμέτρηση και μετά να ανακαταλάβει βίαια την πόλη στο όνομα της αποκατάστασης της τάξης και της αντιμετώπισης του χάους. Τη μέρα της απόλυσης του Άιχορν, ο Έμπερτ και ο Νόσκε επιθεώρησαν έξι εθελοντικά σώματα επίλεκτων αξιωματικών (Φράικορπς) έξω από το Βερολίνο. 

Οι εργάτες του Βερολίνου υποδέχτηκαν την είδηση της απόλυσής του Άιχορν με ένα τεράστιο κύμα οργής. Ένιωθαν ότι απολύθηκε επειδή τάχτηκε στο πλευρό τους ενάντια στις επιθέσεις των δεξιών αξιωματικών και των εργοδοτών. Ο Άιχορν απάντησε αρνούμενος να εγκαταλείψει το αρχηγείο της αστυνομίας. Επέμενε ότι αυτή τη θέση τού την είχε δώσει η εργατική τάξη του Βερολίνου κι ότι μόνο αυτή είχε το δικαίωμα να τον καθαιρέσει. Θα δεχόταν την απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής του Συμβουλίου των Εργατών και των Στρατιωτών του Βερολίνου –και καμιά άλλη. 

Αν την κυβέρνηση την ενδιέφερε το πόστο του Άιχορν θα δεχόταν αυτό το διακανονισμό –οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν την πλειοψηφία στην Εκτελεστική του Συμβουλίου. Όμως αυτό που κρινόταν ήταν κάτι άλλο: η μάχη μέχρις εσχάτων με την επανάσταση και τις οργανώσεις της, έστω κι αν αυτές βρίσκονταν προσωρινά κάτω από τον έλεγχο των Σοσιαλδημοκρατών. 

Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και εργάτριες πλημμύρισαν το κέντρο του Βερολίνου ύστερα από κοινό κάλεσμα του USPD, των Σπαρτακιστών και των “επαναστατών αντιπροσώπων της βάσης”, ενός δικτύου συνδικαλιστών που είχε παίξει μεγάλο ρόλο στις απεργίες στον πόλεμο. Ηταν φανερό ότι μια απλή διαδήλωση δεν αρκούσε για να κάνει πίσω η κυβέρνηση. Χρειαζόταν κάτι περισσότερο. Ομως τι και με ποιο στόχο;

Τα πιο ανυπόμονα στοιχεία στη ριζοσπαστική Αριστερά του Βερολίνου είχαν πρόχειρη μια λύση: ένοπλη δράση για την ανατροπή της κυβέρνησης. Ομάδες ενόπλων άρχισαν να καταλαμβάνουν γραφεία εφημερίδων, ανάμεσά τους και του κεντρικού οργάνου του κυβερνητικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Αλλες κατέλαβαν σιδηροδρομικούς σταθμούς, ακόμα και την Πύλη του Βραδεμβούργου. Ο Νόσκε, το “κυνηγόσκυλο”, αισθάνθηκε τέτοια ανασφάλεια, που μετέφερε το αρχηγείο του από το κέντρο της πόλης στο πλούσιο, άρα και ασφαλές, προάστιο του Ντάλεμ. 

Ομως, ούτε η θέση των επαναστατών ήταν τόσο δυνατή, ούτε της κυβέρνησης τόσο αδύνατη όσο φαινόταν εκείνη τη στιγμή. Στην ηγεσία της “Επαναστατικής Επιτροπής” επικρατούσε σύγχιση και χάος. Και όσο περνούσαν οι ώρες και οι μέρες, γινόταν φανερό ότι η πλειοψηφία των εργατών στο Βερολίνο ήθελε τον Άιχμαν και αγανακτούσε με την κυβέρνηση, αλλά δεν ήταν έτοιμη να την ανατρέψει ένοπλα. Πολύ περισσότερο αυτό ίσχυε για την εργατική τάξη στις άλλες πόλεις. Η κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων. 

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και το μεγαλύτερο κομμάτι της ηγεσίας των Σπαρτακιστών είχε πλήρη συναίσθηση ότι μια απομονωμένη εξέγερση της μειοψηφίας θα ήταν καταδικασμένη. Προσπάθησαν να προσανατολίσουν το κίνημα σε μια ενεργητική άμυνα με σκοπό, όπως είπε αργότερα η Κλάρα Τσέτκιν: “μια ενεργητική απόκρουση κάθε αντεπαναστατικής ενέργειας... αλλά αυτό θα γινόταν με δράση όχι διαπραγματεύσεις”. Ομως, οι Σπαρτακιστές δεν διέθεταν ούτε το μέγεθος και τις ρίζες, ούτε την εμπειρία και το κύρος που είχαν οι μπολσεβίκοι σε μια ανάλογη περίπτωση τον Ιούλη του 1917. 

Στις 13 Γενάρη η πλάστιγγα είχε γύρει πλέον αποφασιστικά υπέρ της κυβέρνησης. Όμως, αυτό δεν ήταν το τέλος. Η κυβέρνηση ήθελε να επισφραγίσει τη νίκη της με την είσοδο των μισητών Φράικορπς στη πόλη. Ξεκίνησαν ένα λουτρό αίματος. Η επταμελής αντιπροσωπεία που βγήκε από το κτίριο της Φόρβερτς να διαπραγματεθεί την παράδοση, εκτελέστηκε επί τόπου. Οβίδες γκρέμισαν την πρόσοψη του αρχηγείου της Αστυνομίας. Τα γραφεία των Σπαρτακιστών (του Κομμουνιστικού Κόμματος) καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αιχμάλωτοι εκτελούνταν κατά δεκάδες και οι παλιοί χαφιέδες της αυτοκρατορικής ασφάλειας βγήκαν στο κυνήγι για να εντοπίσουν τους επαναστάτες που κρύβονταν. 

Στις 15 Γενάρη εντόπισαν τους πιο “περιζήτητους”. Την Λούξεμπουργκ και τον Λήμπνεχτ. Οδηγήθηκαν στο ξενοδοχείο Ίντεν, το αρχηγείο των Freikorps. Μετά την ανάκριση, ο Λίμπκνεχτ οδηγήθηκε έξω από το κτίριο κι εκεί τον έριξαν αναίσθητο με μια κοντακιά στο κεφάλι. Τον μετέφεραν στο κέντρο του Βερολίνου, όπου τον δολοφόνησαν. Λίγο μετά πήραν και τη Ρόζα, της έσπασαν το κρανίο με τον ίδιο τρόπο, την πυροβόλησαν στο κεφάλι και την πέταξαν σε ένα κανάλι του ποταμιού. 

“Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπνεχτ εκτέλεσαν το ύστατο επαναστατικό τους καθήκον” τηλεγραφούσε ο Λέο Γιόγκισες στον Λένιν στις 17 Γενάρη. Ήταν ο παλιός σύντροφος της Ρόζας από την εποχή της παρανομίας στην Πολωνία και οργανωτικός υπεύθυνος των Σπαρτακιστών. Τον Μάρτη κι ο Γιόγκισες θα έβρισκε το θάνατο δολοφονημένος απο τα Φράικορπς. 

Η Γερμανική Επανάσταση κάθε άλλο παρά τελειωμένη ήταν. Στο ίδιο το Βερολίνο θα ξεσπούσαν συγκρούσεις μετά από δυο μήνες και θα περνούσαν πέντε ολόκληρα χρόνια πριν ο γερμανι­κός καπιταλισμός καταφέρει να σταθεροποιηθεί. Όμως η νίκη στη σύγκρουση του Γενάρη έδωσε στην αστική τάξη το εφαλτήριο για να προχωρήσει. 

 

(Αριστερά) Η πρώτη αφίσα του KPD “Τί θέλει ο Σπάρτακος;”