Οικονομία και πολιτική
Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ ομολογεί ότι η “κανονικότητα” αργεί

Ντόναλντ Τραμπ και Τζέι Πάουελ

Ο Άλεξ Καλλίνικος

 

Δέκα (και) χρόνια μετά το ξέσπασμά της το 2007-8, η οικονομική κρίση εξακολουθεί να ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στην παγκόσμια οικονομία. Η μεγάλη οικονομική είδηση της περασμένης εβδομάδας ήταν η απόφαση της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (FED) να μην ανεβάσει τα επιτόκιά της.

Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη. Για να καταλάβει κανείς τον λόγο θα πρέπει να γυρίσει πίσω και να κοιτάξει τους τρόπους με τους οποίους τα ηγεμονικά καπιταλιστικά κράτη βγήκαν από τη Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε το κραχ του 2008. 

Σε χονδρικές γραμμές αυτό που έκαναν ήταν να αγνοήσουν τα νεοφιλελεύθερα δόγματά τους και να ανοίξουν τους κρουνούς του χρήματος. Αυτό σήμαινε ότι τα κράτη θα έπρεπε να αυξήσουν τον δανεισμό τους. Με μια επιδέξια πολιτική επέμβαση που ξεκινούσε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις τράπεζες που είχαν επιβιώσει, ο δανεισμός αυτός μετονομάστηκε πολύ γρήγορα σε “κρίση δημόσιου χρέους”. 

Το αποτέλεσμα ήταν η λιτότητα, με στόχο τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών. Οι οικονομίες, όμως, εξακολουθούσαν να είναι πολύ αδύναμες για να μπορέσουν να επιβιώσουν χωρίς την κρατική υποστήριξη. Η πίεση μεταφέρθηκε στις κεντρικές τράπεζες οι οποίες μέσα στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού επανέκτησαν τον έλεγχο πάνω στη δημιουργία χρήματος και τον καθορισμό των επιτοκίων. 

Αυτός ο “μονεταριστικός ακτιβισμός” πήρε τη μορφή της “ποσοτικής χαλάρωσης” (QE). Οι κεντρικές αγόραζαν κρατικά και εταιρικά ομόλογα από τις ιδιωτικές τράπεζες, “τρομπάροντας” με αυτόν τον τρόπο στην ουσία χρήματα μέσα στο τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες, πίστευαν, θα χρησιμοποιούσαν αυτή τη ρευστότητα για να δώσουν δάνεια στις επιχειρήσεις που ήθελαν να κάνουν επενδύσεις. Όταν αυτό δεν έγινε δοκίμασαν άλλα μέτρα -για παράδειγμα εισήγαγαν αρνητικά επιτόκια, πράγμα που σήμαινε ότι οι τράπεζες θα πλήρωναν “πρόστιμο” για τα χρήματα που κρατούσαν στα χρηματοκιβώτιά τους αντί να τα δανείζουν. 

Το σχέδιο, όμως, έλεγε ότι αργά ή γρήγορα η νομισματική πολιτική θα επέστρεφε στην “κανονικότητα”. Με άλλα λόγια τα επιτόκια θα ξεκόλλαγαν από τα υπερ-χαμηλά επίπεδα στα οποία είχαν πέσει στο ζενίθ του κραχ και η ποσοτική χαλάρωση θα τελείωνε. Υπήρχαν δυο ιδέες που κρύβονταν από πίσω. 

Η πρώτη ήταν η πεποίθηση ότι το κραχ και η Μεγάλη Ύφεση δεν ήταν παρά ένα στραβοπάτημα στην πορεία επέκτασης ενός κατά βάση υγιούς καπιταλιστικού συστήματος. Μόλις υποχωρούσαν τα συμπτώματά θα ξεκινούσε και η επιστροφή προς την νεοφιλελεύθερη “κανονικότητα”. Η δεύτερη είναι η “ποσοτική θεωρία του χρήματος”, ένα από τα βασικά δόγματα της ορθόδοξης οικονομικής σχολής. Αυτή η θεωρία λέει ότι οι απότομες αυξήσεις στην ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί δημιουργούν πληθωρισμό. Πολλοί νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι “προειδοποιούσαν” ότι η ποσοτική χαλάρωση θα οδηγούσε στο τέλος σε υπερ-πληθωρισμό. 

Δύσβατος δρόμος

Ο δρόμος της επιστροφή στην “κανονικότητα”, όμως, αποδείχτηκε πολύ δύσβατος, όπως ανακάλυψαν ο ένας μετά τον άλλο οι επικεφαλής της FED. To 2013 οι αγορές εξαγριώθηκαν όταν ο Μπεν Μπερνάνκε, ο τότε διοικητής της FED, τόλμησε να υπονοήσει ότι η αμερικανική κεντρική τράπεζα να άρχιζε να βάζει όρια στην “εκτύπωση” νέου χρήματος. Ο Μπερνάνκε αναγκάστηκε να υποχωρήσει αμέσως. Η διάδοχός του, η Τζάνετ Γιέλεν, άρχισε πράγματι να περιορίζει την ποσοτική χαλάρωση και να ανεβάζει τα επιτόκια. Το 2016, όμως, αναγκάστηκε να διακόψει αυτή την πολιτική όταν η κινεζική οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρές δυσκολίες.

Πριν από ένα χρόνο ο Ντόναλντ Τράμπ αντικατέστησε την Γιέλεν με τον Τζέι Πάουελ. Ο Πάουελ, όμως, συνέχισε την πολιτική της Γιέλεν της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων – και αυτό εξόργισε τον Τραμπ. Ακόμα χειρότερα, η FED δεν αντικαθιστά τα ομόλογα που κατέχει όταν ωριμάζουν (δηλαδή λήγουν), πράγμα που σημαίνει ότι έχει σταματήσει να “τρομπάρει” νέο χρήμα στο τραπεζικό σύστημα. 

Ο Τραμπ φοβήθηκε ότι η πολιτική της FED θα σκότωνε την έκρηξη της ανάπτυξης που απολαμβάνει η αμερικανική οικονομία από την εκλογή του μέχρι σήμερα. Οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι της FED, όμως, ανησυχούσαν ότι η πτώση της ανεργίας θα οδηγούσε σε αύξηση του πληθωρισμού αφού οι εργάτες θα ένοιωθαν πλέον αρκετά ασφαλείς για να πιέσουν για αυξήσεις. 

Στην πραγματικότητα οι κεντρικές τράπεζες αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθειά τους να ανεβάσουν τις τιμές και να πετύχουν το στόχο του “ιδανικού” πληθωρισμού (συνήθως στο 2%). Ένας από τους βασικούς λόγους είναι ότι οι στατιστικές για την ανεργία είναι καλύτερες από την πραγματική εικόνα γιατί πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν πλέον σταματήσει ακόμα και να ψάχνουν για δουλειά. 

Ο βασικός λόγος, όμως, που επικαλέστηκε ο Πάουελ για το φρενάρισμα της πολιτικής της αύξησης των επιτοκίων, είναι τα “αντίρροπα ρεύματα” στην παγκόσμια οικονομία -οι επιπτώσεις δηλαδή από τον κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, η οικονομική επιβράδυνση στην ευρωζώνη (η οποία είχε μηδαμινή ανάπτυξη στο τελευταίο τρίμηνο του 2018) και την Κίνα και οι αναταράξεις που ενδέχεται να προκαλέσει μια “ανώμαλη” έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Η πραγματική αλήθεια, όμως, είναι ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός, που είναι σήμερα βαθιά δεμένος με την ιδεολογία της “ελεύθερης αγοράς”, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς το δεκανίκι του κράτους. Όπως λέει και ο αριστερό-φιλελεύθερος οικονομολόγος Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ, η “κανονικότητα” έχει φτάσει πλέον στο τέλος της.