Ιστορία
Το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του ΝΑΤΟ στη Σερβία

Αντιπολεμικό συλλαλητήριο στην Αθήνα, το Μάρτη του 1999

Στις 24 Μαρτίου του 1999 οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ επιτέθηκαν στη Σερβία. Η στρατιωτική επιχείρηση, που υποτίθεται ότι είχε σαν στόχο την προστασία των “αλβανόφωνων” πληθυσμών του Κοσόβου, συνεχίστηκε για πάνω από δυόμιση μήνες. Για δέκα ολόκληρες εβδομάδες Αμερικανικά, Βρετανικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Καναδικά βομβαρδιστικά ισοπέδωναν πόλεις και χωριά, γκρέμιζαν γέφυρες και δρόμους και σκορπούσαν τον θάνατο αδιάκριτα.

Μέχρι σήμερα ο αριθμός των νεκρών παραμένει άγνωστος. To Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW, Human Rights Watch) έχει καταμετρήσει 90 τουλάχιστον σοβαρές επιθέσεις σε βάρος αμάχων. “Οι πιο δραματικές απώλειες”, γράφει, “ήρθαν από επιθέσεις ενάντια σε καραβάνια προσφύγων... Στις 14 Απριλίου, με το φως της ημέρας, ΝΑΤΟϊκά αεροσκάφη βομβάρδισαν με επαναλαμβανόμενα πλήγματα ένα κομβόι προσφύγων ... στον δρόμο μεταξύ Ντζακόβιτσα και Ντεκάν στο Δυτικό Κόσοβο, σκοτώνοντας 73 αμάχους και τραυματίζοντας άλλους τριάντα έξι... Στις 13 Μάη ογδόντα επτά άμαχοι από το Κόσοβο σκοτώθηκαν και εξήντα τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια του νυκτερινού βομβαρδισμού ενός στρατοπέδου προσφύγων στη δασώδη περιοχή... κοντά στο χωριό Κορίσα...”

Η επιχείρηση “Συμμαχική Δύναμη” έκλεισε στις 9 Ιούνη με την συνθηκολόγηση της Σερβίας. Με τη “Συμφωνία του Κουμάνοβο” που υπογράφτηκε εκείνη την ημέρα ύστερα από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Σερβία, το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία οι δυνάμεις της “Γιουγκοσλαβίας” (δηλαδή της Σερβίας και του συμμαχικού του ακόμα τότε Μαυροβουνίου) αποσύρθηκαν από το Κόσοβο. Τυπικά το Κόσοβο συνέχισε να θεωρείται “αυτόνομη επαρχία” της Γιουγκοσλαβίας – αλλά τέθηκε ταυτόχρονα κάτω από τη “προσωρινή διοίκηση” του ΟΗΕ και την εξίσου “προσωρινή” προστασία του ΝΑΤΟ. Με απλά λόγια μετατράπηκε σε προτεκτοράτο της Δύσης.

Επέκταση προς ανατολάς

Η καταπίεση και οι διακρίσεις σε βάρος των “αλβανόφωνων” (δηλαδή της Αλβανικής πλειοψηφίας) του Κοσόβου ήταν πραγματικές και αδιαμφισβήτητες. Υπήρχαν ήδη από την εποχή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και είχαν ενταθεί τη δεκαετία του 1990 με την επικράτηση του Σλόμποταν Μιλόσεβιτς (έγινε πρόεδρος της Σερβίας το 1989) και την στροφή προς τον εθνικισμό. 

Το ενδιαφέρον, όμως, του ΝΑΤΟ και της Δύσης για την καταπίεση των εθνοτήτων ήταν τελείως υποκριτικό. Μέχρι το 1996 το αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήριζε τρομοκρατική οργάνωση τον αλβανικό “Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσόβου” (UCK) – μια αλβανική παραστρατιωτική οργάνωση που δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με στόχο την απόσχιση του Κοσόβου από την Γιουγκοσλαβία και τη δημιουργία μιας “Μεγάλης Αλβανίας”. 

Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ και η Δύση συνέχιζαν να συνεργάζονται και να στηρίζουν τον Μιλόσεβιτς μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1990, παρά τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει στη Γιουγκοσλαβία. Το 1999, όμως, το ΝΑΤΟ έκανε στροφή 180 μοιρών. Τώρα οι μαχητές του UCK βαφτίστηκαν ξαφνικά “μαχητές της ελευθερίας” και μετατράπηκαν σε ντε φάκτο χερσαίες δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Όσο για τον Μιλόσεβιτς, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στη Δύση άρχισαν να τον παρομοιάζουν με τον Χίτλερ. 

Δυο βασικά και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα κρύβονταν πίσω από αυτή την κυνική πολιτική της Δύσης. Και τα δυο σχετίζονταν άμεσα με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η Γιουγκοσλαβία ανήκε, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα που είχαν υπογράψει οι νικητές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1944 στη Γιάλτα κατά 50% στη Ρωσία και κατά 50% στη Δύση. Αυτός ο διακανονισμός συνέχισε να ισχύει στην πράξη παρά την ρήξη ανάμεσα στον Τίτο και τον Στάλιν στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ όμως άρχισε σταδιακά και η λεηλασία των σφαιρών επιρροής της πρώην υπερδύναμης από τους νικητές του Ψυχρού Πολέμου. Με τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1991 άρχισε η “επέκταση” του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή. Η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ανατολική Γερμανία πέρασαν “ειρηνικά” στην άλλη πλευρά. Η “κατάκτηση” της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ, όμως, πέρασε μέσα από τον πόλεμο, την εθνοκάθαρση στη Βοσνία, τους χάρτες της “διεθνούς κοινότητας” και τους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς στη Βοσνία, το Κόσοβο και τη Σερβία. 

Για τη Δύση, όμως, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν ήταν μόνο ευκαιρία αλλά και κίνδυνος. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε λειτουργήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια σαν ένας “ζουρλομανδύας” που επέβαλλε στο εσωτερικό του κάθε μπλοκ (μέχρι ένα βαθμό) την ευθυγράμμιση των “δορυφόρων” στην πολιτική των μητροπόλεων. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ο εξωτερικός αυτός καταναγκασμός χάθηκε. Αυτό φάνηκε καθαρά τον Αύγουστο του 1990 όταν ο ιρακινός στρατός του Σαντάμ Χουσείν, ενός μέχρι τότε πιστού συμμάχου της Δύσης, εισέβαλε χωρίς την έγκριση των ΗΠΑ στο γειτονικό Κουβέιτ και το κατέλαβε. Οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στο Ιράκ – έναν πόλεμο που συνεχίστηκε με μικρά διαλείμματα πρακτικά μέχρι την κατάληψή του από τον αμερικανικό στρατό το 2003. Με την ήττα της Ρωσίας στον Ψυχρό Πόλεμο οι ΗΠΑ αναδείχτηκαν στη μοναδική υπερδύναμη του πλανήτη αλλά αντιμετώπιζαν όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες να επιβάλλουν την “τάξη” στο νέο τους αχανές “βασίλειο”. Όσο πίστευαν ότι ο Μιλόσεβιτς μπορούσε να ελέγξει -ακόμα και με την καταπίεση, τον πόλεμο και τις εθνοκαθάρσεις- την Γιουγκοσλαβία η Δύση συνέχιζε να τον υποστηρίζει. Μόλις φάνηκε η αδυναμία του τον εγκατέλειψαν.

Η στάση της Ελλάδας

Τυπικά η Ελλάδα δεν συμμετείχε στην πολυεθνική ΝΑΤΟϊκή δύναμη που βομβάρδισε τη Σερβία. Στην πράξη η τότε κυβέρνηση του Σημίτη έδωσε στο ΝΑΤΟ όλες τις δυνατές διευκολύνσεις για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Αλλά αυτή η πολιτική σκόνταψε στις μαζικές αντιδράσεις του κόσμου από τα κάτω.

Το πιο σημαντικό επεισόδιο αυτής της έκρηξης του αντιπολεμικού κινήματος στην Ελλάδα ήταν η απεργία τον Απρίλη του 1999 των σιδηροδρομικών που αρνήθηκαν να μεταφέρουν τα ΝΑΤΟϊκά τανκς από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να καταφύγει στα δικαστήρια και να κηρύξει την απεργία παράνομη και καταχρηστική για να “απελευθερώσει” τα τανκς που είχαν μπλοκαριστεί στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. 

Αλλά δεν ήταν το μόνο. Ογκώδη συλλαλητήρια με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών πλημμύρισαν ξανά και ξανά τους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Οι συγκεντρώσεις της Πρωτομαγιάς μετατράπηκαν εκείνη τη χρονιά σε μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην επέμβαση και τις ελληνικές διευκολύνσεις. Ο τερματισμός του πολέμου μπήκε στα αιτήματα όλων των σωματείων και κέρδισε τις καρδιές της πλειοψηφίας. 

Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προσπάθησαν να ντύσουν τις μικρές και μεγάλες αυτές αντιπολεμικές κινητοποιήσεις με “εθνικά χρώματα”. Οι Σέρβοι είναι ορθόδοξοι, έγραφαν. Η Σερβία είναι σταθερός σύμμαχός μας από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Άρα αυτό που συγκινεί τους διαδηλωτές δεν είναι το αντιπολεμικό αίσθημα αλλά ο πατριωτισμός -η επίθεση σε μια φίλη και σύμμαχο χώρα. Αυτή η ερμηνεία όμως δεν ήταν απλά λάθος: ήταν πέρα για πέρα ψεύτικη και κατασκευασμένη. Τον Ιούνη του 1999 το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω έκανε την παρακάτω διαπίστωση:

“Ο πόλεμος του ΝΑΤΟ συγκλόνισε τις συνειδήσεις των εργατών σε όλες τις χώρες, όχι μόνο στην Ελλάδα, όπως αυτάρεσκα θέλουν να λένε οι εθνικιστές. Ζήσαμε εμπειρίες δράσης ενάντια στον πόλεμο. Εμπειρίες, από τις μαζικές διαδηλώσεις, από τους σιδηροδρομικούς που έκαναν απεργίες ενάντια στη μεταφορά των τανκς, από τους εργάτες των Δήμων, τους νοσοκομειακούς, τους εκπαιδευτικούς. Όλα αυτά είναι πολύτιμος πολιτικός εξοπλισμός για να αντιμετωπίσουμε τις μελλοντικές μάχες. Δυναμώνοντας τις φωνές του Διεθνισμού. Και οργανώνοντας την πάλη ενάντια στις εξορμήσεις των 'δικών μας' καπιταλιστών”.

Αυτή η “πρόβλεψη” επιβεβαιώθηκε εκρηκτικά τον Μάρτη του 2003 όταν η “Συμμαχία των Προθύμων” (οι ίδιες πάνω-κάτω δυνάμεις που είχε επιτεθεί στη Σερβία το 1999) επιτέθηκε με το πρόσχημα της πάταξης της διεθνούς τρομοκρατίας στο Ιράκ. Στις 15 Φλεβάρη του 2003 πάνω από τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη ξεχύθηκαν στους δρόμους για να φωνάξουν “όχι στον πόλεμο”, “όχι άλλο αίμα για το πετρέλαιο”. Ήταν η μεγαλύτερη συντονισμένη διεθνής κινητοποίηση στην ιστορία. Ο πόλεμος σε βάρος της Σερβίας τέσσερα χρόνια πριν είχε πράγματι “συγκλονίσει της συνειδήσεις των εργατών” και στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και αυτή η κληρονομιά εξακολουθεί σήμερα, είκοσι χρόνια μετά την έναρξη των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών να καταδιώκει τις άρχουσες τάξεις και τα στρατιωτικά τους επιτελεία σε κάθε τους βήμα.