Στις 16 Μάη του 1919 (2 Μάη με το παλιό ημερολόγιο) ο ελληνικός στρατός αποβιβαζόταν στην Σμύρνη. Το αφιέρωμα που έκανε η εφημερίδα Καθημερινή στις αρχές του μήνα για την επέτειο είχε τίτλο «Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει την Σμύρνη». Σε αυτό, περίσσευαν οι διθυραμβικές περιγραφές:
«Όταν έφυγε η πρωινή άχνα φάνηκε στο βάθος ο θρυλικός “Αβέρωφ”, ακολουθούσε το “Πατρίς” με το 34ο Ευζωνικό Σύνταγμα. Έρχονται, ακούστηκε μια μυριόστομη φωνή... Το κλάμα δεν τους άφηνε να δούνε καθαρά… Χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν τα πλοία να πλησιάζουν. Καθαρά φαίνονται οι τσολιάδες. Να και η πολεμική ελληνική σημαία, όλος ο κόσμος μαζί με τον Χρυσόστομο ψέλνουν: “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια”. Τι συγκινητική στιγμή, χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν για πρώτη φορά ευζώνους και την ένδοξη πολεμική ελληνική σημαία».
Η Καθημερινή, μαζί με όλη τη Δεξιά, δεν χάνει ευκαιρία να βαράει τα ταμπούρλα του εθνικισμού γενικά, όπως με το Μακεδονικό, και της «τουρκοφαγίας» ειδικότερα. Κομμάτι αυτής της εκστρατείας είναι οι αναφορές στην «Εορτή των Εορτών», τους τσολιάδες και το θωρηκτό Αβέρωφ, τις «ένδοξες» πολεμικές σημαίες.
Ιμπεριαλιστές
Η άρχουσα τάξη τότε, και η κυβέρνηση του Βενιζέλου που πέτυχε εκείνο τον «εθνικό θρίαμβο» παρουσίαζε την απόβαση της Σμύρνης σαν κίνηση για την “προστασία των χριστιανικών πληθυσμών”. Αυτή ήταν, τον Απρίλη του 1919, και η επίσημη δικαιολόγηση της απόφασης της «Συνδιασκέψεως Ειρήνης» όπου οι νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου επέβαλαν τους όρους τους στους ηττημένους.
Η απόφαση ήταν προϊόν της συγκεκριμένης συγκυρίας των ανταγωνισμών και των παζαριών ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές που είχαν επικρατήσει στον πόλεμο. Συγκρούονταν και παζάρευαν για το πως θα μοιράσουν τη λεία της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ είχαν η κάθε μια τους δικούς της σχεδιασμούς. Το ίδιο και δυνάμεις όπως η Ιταλία και η Ελλάδα.
Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε τη συνθηκολόγησή της στο τέλος Οκτώβρη του 1918 (Συνθήκη του Μούδρου) αναγνώρισε στους Συμμάχους της Αντάντ και το δικαίωμα να ελέγχουν το σιδηροδρομικό της δίκτυο και να καταλαμβάνουν οποιαδήποτε σημείο της επικράτειάς της θεωρούσαν απαραίτητο.
Όμως, το σάπιο καθεστώς του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη που την υπέγραψε σύντομα βρέθηκε να μην ελέγχει τίποτα παραπάνω από το παλάτι του. Το κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ ξεκίνησε την πάλη του ενάντια στον ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της Τουρκίας.
Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι ιμπεριαλιστές ήταν διπλό: και να φτάσουν σε μια συμφωνία μοιρασιάς και να εξασφαλίσουν την υλοποίησή της. Δεν μπορούσαν να στείλουν δικά τους στρατεύματα. Και μόνο η ιδέα ότι ο πόλεμος συνεχίζεται μπορούσε να προκαλέσει έκρηξη στα εκατομμύρια των φαντάρων που είχαν ζήσει τη φρίκη των χαρακωμάτων και έβλεπαν με ελπίδα τη φλόγα της επανάστασης που είχε ανάψει ο Οκτώβρης του 1917 στη Ρωσία και η επανάσταση στη Γερμανία.
Άρχουσα τάξη
Ο «πρόθυμος σύμμαχος» που ήθελε –και νόμιζε ότι μπορούσε- να κάνει τη βρωμοδουλειά ήταν η ελληνική αστική τάξη. Διέθετε έναν εμπειροπόλεμο στρατό που είχε σκληραγωγηθεί στο «σχολείο» των Βαλκανικών Πολέμων. Είχε καταφέρει να βρεθεί, έστω τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, στο στρατόπεδο των νικητών –μια απόφαση που είχε προκαλέσει τόσο έντονο διχασμό στο εσωτερικό της που έφτασε στα όρια του εμφυλίου πολέμου.
Όμως, τώρα ο Βενιζέλος ήθελε να δρέψει τους καρπούς της νίκης. Η Σμύρνη και όλη η Μικρασία ήταν από χρόνια το έπαθλο. Ήδη το 1915 ο Βενιζέλος είχε προτείνει την παραχώρηση της Καβάλας και γειτονικών περιοχών στην Βουλγαρία, διεκδικώντας από την Ανταντ ως αντάλλαγμα τη Δυτική Μικρά Ασία με κέντρο την Σμύρνη.
Η επιμονή σ’ αυτό τον στόχο είχε να κάνει με τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου. Ο Νίκος Ψυρούκης στο βιβλίο του «Η Μικρασιατική Καταστροφή» έχει εξηγήσει αυτά τα συμφέροντα ως εξής:
«Η ανάγκη της εδραίωσης και της επέκτασης των θέσεών του στην Εγγύς Ανατολή γινόταν καθημερινά όλο και πιο μεγάλη. Όσο φαινόταν πιο καθαρά ότι η σοβιετική Ρωσία ήταν βιώσιμο φαινόμενο, τόσο μεγάλωνε και η τάση αναπλήρωσης των χαμένων θέσεων με νέες στην Εγγύς Ανατολή. Όσο μεγάλωναν τα στηρίγματα της ντόπιας εθνικής αστικής τάξης στην Εγγύς Ανατολή, τόσο ενισχυόταν η τάση του ελληνικού κεφαλαίου για την κατοχύρωση των θέσεών του στην αγορά της περιοχής».
Η θέση ήταν κυρίαρχη από πολλές απόψεις. Έλεγχε, πριν το 1922, το 50% του κεφαλαίου του επενδυμένου στη βιομηχανία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχούν απόλυτα στο εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο. Το 1914 το 46% από τους τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες. Την ίδια χρονιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Έλληνες.
Αυτή την επιρροή ήθελε να τη μεταφράσει σε κομμάτι της επίσημης μοιρασιάς η ελληνική άρχουσα τάξη. Οι αναφορές στην «τρισχιλιόχρονη παρουσία του ελληνισμού στη γη της Ιωνίας» ήταν για τα προπαγανδιστικά φυλλάδια και τους δεκάρικους λόγους των παπάδων και των πολιτικών.
Κατοχή
Υποτίθεται ότι ο ελληνικός στρατός ήταν απελευθερωτικός. Αλλά ποιους απελευθέρωνε; Στατιστικές και απογραφές επιστρατεύονταν -και επιστρατεύονται και σήμερα- για να αποδείξουν ότι εκεί στα παράλια της Μικράς Ασίας και σε ακόμα μεγαλύτερες περιοχές, το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε. Η Σμύρνη ήταν «ελληνική πόλη» είναι το ρεφραίν. Στην πραγματικότητα, η Σμύρνη ήταν μια πολύχρωμη, πολυεθνική πόλη. Ακόμα και στα παράλια το ελληνικό στοιχείο ήταν απλά μια σημαντική μειοψηφία, όχι πάνω από 40%. Στην ενδοχώρα οι συσχετισμοί γίνονταν ακόμα πιο συντριπτικοί.
Όμως, έτσι κι αλλιώς, οι ίδιοι οι «απελευθερωτές» δεν μάσαγαν τα λόγια τους όταν έφτανε η ώρα της πράξης. Το πως έβλεπαν την παρουσία τους εκεί, το δείχνει ακόμα και η προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή της Σμύρνης που τυπώθηκε τη μέρα της απόβασης:
«Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
Φέρω εις γνώσιν υμών ότι κατ' εντολήν της κυβερνήσεώς μου (ενεργούσης εκ συμφώνου μετά των Συμμάχων) προβαίνω εις στρατιωτικήν κατάληψιν της Σμύρνης και των πέριξ. Η κατοχή αυτή σκοπόν έχει την εξασφάλισιν των πληθυσμών και προστασίαν εν γένει της εννόμου τάξεως...»
Στο αφιέρωμα της Καθημερινής υπάρχει μια φωτογραφία που απεικονίζει δυο νεκρούς έλληνες φαντάρους που σκοτώθηκαν από πυρά τούρκων ελεύθερων σκοπευτών τη μέρα της απόβασης. Δεν γράφει όμως τίποτα για τη συνέχεια. Ο ιστορικός-δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος στο βιβλίο του «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση, η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922» διασώζει μια άλλη πλευρά της «απελευθέρωσης» γράφει:
«Έλληνες στρατιώτες και ένοπλοι ντόπιοι χριστιανοί επιδίδονται σ’ ένα διήμερο όργιο βίας, φόνων, βιασμών και εκτεταμένων λεηλασιών στις μουσουλμανικές συνοικίες της πόλης, με περισσότερους από 200 νεκρούς μεταξύ των κατοίκων. Περίπου 2.500 μουσουλμάνοι συνελήφθησαν και κακοποιήθηκαν (ανάμεσά τους μικρά παιδιά και ολόκληρες τάξεις μαθητών με τους δασκάλους τους) ενώ στόχος επιθέσεων έγινε επίσης η εβραϊκή κοινότητα της πόλης με λεηλασία των καταστημάτων της και μερικούς νεκρούς».
Η συνέχεια ήταν η επέκταση της κατοχής όλο και πιο βαθιά στη Μικρά Ασία. Και όπως έχει συμβεί με όλους τους στρατούς κατοχής, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στους στρατιωτικούς στόχους και τον άμαχο πληθυσμό. Ο κάθε τούρκος χωρικός μπορούσε να σκαλίζει το χωράφι του τη μέρα και το βράδυ να παίρνει το όπλο. Τα χωριά έδιναν τροφή και πληροφορίες στους αντάρτες που αντιστέκονταν στην ελληνική κατοχή. Οι σφαγές και οι εμπρησμοί έγιναν η κατοχική απάντηση στον ανταρτοπόλεμο. Κι όσο η νίκη ξέφευγε, όσο τα στρατεύματα του Κεμάλ δυνάμωναν, ο εφιάλτης γινόταν όλο και πιο αιματοβαμμένος.
Τριάμισι χρόνια μετά, οι φιλοδοξίες της αστικής τάξης πνίγηκαν στο αίμα και στους καπνούς της αποβάθρας της Σμύρνης. Το αίμα δεν ήταν δικό της βέβαια. Ήταν των απλών ανθρώπων που χρησιμοποίησε τόσο κυνικά για να κάνει το θέλημα των ιμπεριαλιστών και να γεμίσει τις τσέπες της.
Αντίθετα, η Αριστερά εκατό χρόνια μετά πρέπει να είναι περήφανη για την στάση της στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Το επαναστατικό κόμμα, το ΣΕΚΕ, διαμορφώθηκε μέσα από την αντιπολεμική πάλη και την παρέμβαση στις απεργίες που ξεσπούσαν στη διάρκεια του πολέμου. Μια ολόκληρη γενιά επαναστατών με λαμπρότερο εκπρόσωπο τον Παντελή Πουλιόπουλο και τους συντρόφους του στους αντιπολεμικούς ομίλους των φαντάρων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας έμπαινε στη φωτιά αυτής της μάχης. Το 1920 όταν η άρχουσα τάξη πανηγύριζε για ένα ακόμα «θρίαμβο», τη Συνθήκη των Σεβρών, το ΣΕΚΕ διακήρυττε:
«Η ώρα του πολέμου έφθασεν! Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών! Είναι αυτοί οι εκμεταλλευταί μας οι οποίοι κρύπτονται όπισθεν των διαφόρων αστικών κομμάτων και οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον του λαού με πατριωτικά και εθνικιστικά ενδύματα, ενώ οι ίδιοι ως εργοδόται, ως τραπεζίται, ως τοκισταί, ως γαιοκτήμονες, ως έμποροι, ως πολιτικοί, τυραννούν και καταπιέζουν τον τόπο. Αυτοί είναι οι πραγματικοί –οι φυσικοί- εχθροί μας».