Οικονομία και πολιτική
THOMAS COOK: Χρεοκοπημένη “ανάπτυξη”

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ: Χαλάρωσε… Δεν υπάρχει περίπτωση η δική μας κρίση χρέους και οικονομική κατάρρευση να συμβεί σε εσάς στην Αμερική

H Thomas Cook ήταν, μέχρι την κατάρρευσή της τα ξημερώματα της Δευτέρας, η δεύτερη μεγαλύτερη τουριστική εταιρία της Ευρώπης. Διέθετε 200 μεγάλα πολυτελή ξενοδοχεία, σπαρμένα στους διασημότερους τουριστικούς προορισμούς του πλανήτη, πέντε αεροπορικές εταιρίες, 120 σύγχρονα αεροσκάφη, 22 χιλιάδες υπαλλήλους και πάνω από 19 εκατομμύρια πελάτες. Το 2018 ο τζίρος της πλησίασε τα 11 δισεκατομμύρια Ευρώ (9.58 δις λίρες). Τον Απρίλη του 2018 η χρηματιστηριακή της αξία ήταν 2,14 δις Ευρώ. Σήμερα έχει πέσει κάτω από τα 60 εκατομμύρια.

Οι χρεοκοπία της είναι μια βόμβα μεγατόνων όχι μόνο για τον τουρισμό αλλά και για ολόκληρη την ευρωπαϊκή (τουλάχιστον) οικονομία.

Η Thomas Cook ξεκίνησε από μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση στην Αγγλία στις αρχές της δεκαετίας του 1840 – συμβολικά την ίδια ακριβώς εποχή που οι αδελφοί Lehman ίδρυαν στην Αλαμπάμα των ΗΠΑ την ομώνυμη (και κακόφημη σήμερα πλέον) τράπεζα.. 

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Thomas Cook βρέθηκε αντιμέτωπη με την απειλή της χρεοκοπίας. Τον Νοέμβρη του 2011 η μετοχή της είχε πέσει και πάλι στα τάρταρα (έχασε το 50% της αξίας της σε μια και μόνο ημέρα) όταν αποκαλύφθηκε ότι η διοίκηση βρισκόταν σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες για την χορήγηση ενός νέου δανείου “έκτακτης ανάγκης”. Τότε, κάτω από την πίεση του μεγέθους της και της χιονοστιβάδας που απειλούσε να πυροδοτήσει, οι τράπεζες την διέσωσαν. Η χρεοκοπία της Lehman Brothers ήταν, άλλωστε, πολύ νωπή και κανένας -ούτε η κυβέρνηση της Βρετανίας, ούτε η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας, ούτε οι Βρυξέλλες, ούτε οι τραπεζίτες- δεν ήθελε ένα νέο ηχηρό “κανόνι”.

Και αυτή τη φορά οι τράπεζες και οι αρχές έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να σώσουν την Thomas Cook. Η μια σύσκεψη διαδεχόταν την άλλη μέσα στο Σαββατοκύριακο με στόχο να συγκεντρωθούν 900 εκατομμύρια λίρες -τα οποία σύμφωνα με τη διοίκηση θα επαρκούσαν για να σωθεί. Η Fosun, μια κινεζική εταιρία τουρισμού που κατείχε το 17% των μετοχών της Thomas Cook, είχε συμφωνήσει ήδη να καταβάλει τα μισά από αυτά. Αλλά τελικά οι πιστωτές δεν πείσθηκαν ότι τα 900 εκατομμύρια θα επαρκούσαν. Σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις θα χρειάζονταν 200 εκατομμύρια επιπλέον – τα οποία παρά τις πυρετώδεις διαπραγματεύσεις δεν κατάφερε η εταιρία να εξασφαλίσει. Στις 2 τα ξημερώματα της Δευτέρας η Thomas Cook έπαψε να υπάρχει.

Τι έφταιξε; Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναπαράγουν τις γελοίες και προκλητικές δικαιολογίες που προέβαλε η ίδια η διοίκηση -το Brexit, την πίεση του ανταγωνισμού πάνω στα παραδοσιακά γραφεία από το internet κλπ. Η πιο προκλητική δικαιολογία ήρθε από τον Πέτερ Φράνκχαουζερ, το “μεγάλο αφεντικό” της Thomas Cook. Οι πωλήσεις των χειμερινών διακοπών πάτωσαν, είπε λόγω, του θερμού φετινού χειμώνα. Στις 26 Φεβρουαρίου ο υδράργυρος έφτασε στο Λονδίνο στους 21,2 βαθμούς Κελσίου: ήταν πράγματι η υψηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί στην Βρετανική πρωτεύουσα τους χειμερινούς μήνες στην ιστορία. Αλλά είναι πραγματικά προκλητικό μια πολυεθνική που διαθέτει πέντε αεροπορικές εταιρίες και 120 αεροσκάφη (οι αεροπορικές πτήσεις αποβάλουν ένα μεγάλο ποσοστό των αερίων του θερμοκηπίου που ευθύνονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη) να επικαλείται σαν δικαιολογία για τη χρεοκοπία της τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ο κύριος Φράνκχαουζερ εισέπραξε μέσα στην πενταετία 2014-19 πάνω από 9 εκατομμύρια Ευρώ σε “μισθούς” και “μπόνους”: σίγουρα μια καλή αμοιβή για τη χρεοκοπία μιας επιχείρησης 175 ετών.

Στην πραγματικότητα η Thomas Cook δεν χρεοκόπησε ούτε λόγω του Brexit, ούτε λόγω του θερμού χειμώνα, ούτε λόγω του ανταγωνισμού από τις εταιρίες “χαμηλού κόστους” (τα ίδια άλλωστε έκανε και η ίδια). Η χρεοκοπία της, όπως και η χρεοκοπία της Lehman Brothers τον Σεπτέμβρη του 2008, είναι ένα από τα πρώτα συμπτώματα της νέας ύφεσης που κρέμεται απειλητικά πάνω από την παγκόσμια οικονομία. Η Γερμανία, η ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής οικονομίας κυριολεκτικά αγκομαχά με όλους τους κρίσιμους δείκτες της βιομηχανίας να έχουν επιστρέψει δέκα χρόνια πίσω, στην εποχή που η ύφεση βρισκόταν στο απώγειό της. Οι πωλήσεις διακοπών έχουν πέσει πολύ απλά γιατί ο κόσμος δεν έχει λεφτά να ξοδέψει σε διακοπές. 

Το πλήγμα θα είναι ιδιαίτερα βαρύ για την ελληνική οικονομία, όπου ο τουρισμός έχει μετατραπεί στη “βαριά βιομηχανία” της χώρας.