Πολιτισμός
Κινηματογράφος: Ποιοί φοβήθηκαν το Joker;

Όταν η είδηση πως μπάτσοι έκαναν ντου ψάχνοντας για ανήλικους σε δυο σινεμά της Αθήνας που έπαιζαν το Τζόκερ του Τοντ Φίλιπς, έπεσε στο διαδίκτυο την Κυριακή 22/10 το πρωί, οι περισσότεροι την θεωρήσανε τρολιά. 

Σύμφωνα με ρεπορτάζ αρκετών ΜΜΕ την καταγγελία για την παρουσία ανήλικων στις προβολές του Τζόκερ στα δυο σινεμά την έκαναν δυο υπάλληλοι του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού που ταυτόχρονα βρίσκονται και στην Πρωτοβάθμια Γνωμοδοτική Επιτροπή που ασχολείται με την κατάταξη των κινηματογραφικών έργων.  

Η κατακραυγή μέσω των social media ήταν τεράστια.

Ο Χρυσοχοΐδης αναγκάστηκε να απαντήσει λέγοντας πως θα πάει να δει την ταινία με το 15χρονο γιο του, ενώ η υπουργός Πολιτισμού Μενδώνη έτρεχε να μαζέψει τα ασυμάζευτα εμφανίζόμενη πρωί πρωί Δευτέρας στα κανάλια για να  επιβεβαιώσει πως η ίδια δεν έδωσε οποιαδήποτε εντολή για κάτι τέτοιο και πως θα κινηθεί ΕΔΕ εις βάρος των υπαλλήλων που δεν ενημέρωσαν, αγνοώντας την ιεραρχία.  

“Και στο τέλος τέλος, τι θέλετε, η αστυνομία να μην παρεμβαίνει σε καταγγελίες;”, αναφώνησε ο Προκόπης Δούκας στην πρωινή ζώνη της ραδιοφωνικής ΕΡΤ. 

Η πραγματικότητα κρύβει την υποκρισία του κατεστημένου. Δεν είναι ούτε ζήτημα ηλικίας, ούτε απλά θέμα νόμου και τάξης. To Τζόκερ είναι μια αριστουργηματική ταινία που πονάει την κυρίαρχη λογική.  Όπως εξηγεί και στην πιο κάτω κριτική ο Π. Παπαπαναγιώτου, στο Τζόκερ παρουσιάζεται ένα φαινόμενο που οι από πάνω γνωρίζουν καλά και το φοβούνται: Σε περιόδους έξαρσης της κοινωνικής ανισότητας ακόμα και μια  προσωπική ιστορία φτάνει να λειτουργεί ως πυροκροτητής κοινωνικών εξεγέρσεων. 

Το είδαμε στην πράξη τα προηγούμενα χρόνια με την αυτοκτονία του Τυνήσιου μικροπωλητή Μουαζίζι που άναψε το φιτίλι της Αραβικής Άνοιξης. Το είδαμε και τις τελευταίες μέρες που η μάσκα του Τζόκερ εμφανίστηκε στα πεζοδρόμια του Ισημερινού, στους δρόμους της Καταλονίας, στην εξέγερση του Λιβάνου. Ο εφιάλτης των από πάνω αποδεικνύεται πως μπορεί να μεταφερθεί από την οθόνη στην πραγματική ζωή. Αυτό είναι που τους πονάει και τους φοβίζει. Και θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να σταματήσουν, νεώτερους και μεγαλύτερους θεατές, από το να ονειρευτούν, μέσα από κάθε είδους τέχνη, την αναγκαιότητα της προοπτική της κοινωνικής εξέγερσης.

Κυριάκος Μπάνος

Στους κινηματογράφους αυτό τον καιρό ένα καινούργιο φαινόμενο έχει εμφανιστεί: Η ταινία Joker, με πρωταγωνιστή τον Χοακίν Φίνιξ, σε σκηνοθεσία Τοντ Φίλιπς και σε σενάριο του ίδιου και του Σκοτ Ρίβερ.

Είναι η πρώτη φορά που μια ταινία με «ήρωα» από τα γνωστά κόμικς με τις ιστορίες του Μπάτμαν και μάλιστα έναν «κακό», έχει αναστατώσει τόσο πολύ τις ομοσπονδιακές και πολιτειακές αρχές των ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί ήδη από την Α’ προβολή και την βράβευσή της στο 76ο Φεστιβάλ της Βενετίας, δεν είναι για τον κάθε υποτιθέμενο «ψυχάκια» που θα ζωθεί το αυτόματο για να πυροβολεί μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά για την ίδια την ταινία και το τι αυτή αντιπροσωπεύει πραγματικά.

Μια «κραυγή αγωνίας» και υποκριτικής «ιερής αγανάκτησης» ενάντια στην ταινία Joker, έχει ορθωθεί από εκπροσώπους και τιμητές της καθεστωτικής Αμερικής ως τοίχος, προσπαθώντας έτσι να την «θάψουν». Κάτι τέτοιο είναι πια δύσκολο, έστω να την υποβαθμίσουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μειώσουν την σημασία των διαφοροποιημένων μηνυμάτων της, συγκρινόμενη πάντα με τις έως τώρα blockbuster ταινίες του είδους. Θεωρώντας, ότι η ταινία παραβίασε τους χολυγουντιανούς άγραφους νόμους, για το πώς πρέπει να γυρίζεται μια ταινία «Σούπερ Ηρώων» με πρώτο και βασικότερο ότι σε αυτές δεν πρέπει να εμπλέκεται η «πολιτική». Και η ταινία Joker είναι βαθύτατα πολιτική, με το μήνυμα της να είναι εκκωφαντικά «απέναντι» στις προτεραιότητες των νέο-φιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζονται σήμερα, σε σημείο που να αμφισβητεί μέχρι και βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος, όπως παραδείγματος χάρη, τις τεράστιες ανισότητες του σε όλα τα επίπεδα.

Θύμα του συστήματος

Ο Άρθουρ Φλεκ (Joker), είναι ένας απλός υπάλληλος μιας μικρής εμπορικής εταιρίας στη Γκόθαμ Σίτυ που δουλεύει ως κλόουν για διαφημιστικούς κυρίως λόγους. Η ταινία χρονολογικά μας μεταφέρει στις αρχές της δεκαετίας του 1980 όπου η πόλη μοιάζει με όλες τις αντίστοιχες μεγαλουπόλεις των ΗΠΑ εκείνης της εποχής. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά της μεγάλης φτώχειας, της ανισότητας και της εκμετάλλευσης, όπου ο συγκεκριμένος κλόουν μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ακόμη θύμα του συστήματος. Ήδη αυτό καταγράφεται από την αρχή κιόλας της αφήγησης, όταν μια παρέα παιδιών του κλέβουν την πινακίδα που κρατά ως κλόουν προκειμένου να διαφημίσει ένα κατάστημα σε κάποιο πεζοδρόμιο της πόλης και που στην προσπάθειά του να την πάρει πίσω τον δέρνουν. Για το σύστημα είναι ο «χαμένος» της υπόθεσης.

Όντας ένας άνθρωπος που έχει να αντιμετωπίσει πολλά προσωπικά προβλήματα, καθώς και σοβαρά ψυχολογικά ζητήματα, προσπαθεί παρόλα αυτά να τα παλέψει μέσα σε συνθήκες τέτοιες που συνεχώς δυσκολεύουν για τον ίδιο. Στο τέλος μένει άνεργος και η ψυχολογική υποστήριξη που έχει από την κοινωνική πρόνοια σταματά και αυτή μετά από τις περικοπές στο πρόγραμμα που αποφασίζει η κυβέρνηση (πόσο Ρήγκαν θυμίζει αυτό;).

Η προσωπική ιστορία –κι αυτό είναι που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία να διαφέρει– είναι ότι φτάνει σε ένα σημείο που λειτουργεί ως πυροκροτητής κοινωνικών εξεγέρσεων. Απέναντι σε μια άρχουσα τάξη που στην ταινία αντιπροσωπεύεται από τον πατέρα του Μπρους Γουέιν –μετέπειτα Μπάτμαν– Τόμας Γουέιν και υποψηφίου δημάρχου της πόλης, οι μάζες σε ρόλο κομπάρσου για τέτοιου είδους χολιγουντιανές ταινίες, εδώ εξεγείρονται προσπαθώντας να αποκτήσουν επιτέλους φωνή.

Μια φωνή όμως, που δεν θα ακουστεί ούτε μέσα από το γυαλί της τηλεόρασης και την εκπομπή του Φράνκλιν Μιούρεϊ (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), ο οποίος προσπαθεί να τη γελοιοποιήσει για ακόμη μια φορά, ώστε να αυξήσει τα νούμερα της τηλεθέασης. Αλλά τέτοιας, που θα τους κάνει ορατούς ως ανθρώπους με δικαιώματα και όχι ως ανθρώπινα σκουπίδια που μαζί με τα κανονικά πνίγουν τη Γκόθαμ Σίτυ. Ούτε μέσα από τη μάσκα ενός κλόουν, όσο καταπιεσμένος κι αν είναι.

Παναγιώτης Παπαπαναγιώτου