ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: IF/EAN του Λίντσεϊ Άντερσον - “Θέλω να κάνω τους απλούς ανθρώπους να αισθανθούν ότι έχουν αξία”

Σε πρώτη ματιά, αναφέρεται στη φρικτή καταπίεση που αντιμετωπίζει μια παρέα μαθητών σε ένα αυστηρό βρετανικό οικοτροφείο, μέχρι που οδηγείται στην εξέγερση.  Το σχολείο είναι δομημένο με μια απόλυτη ιεραρχία που πνίγει κάθε απόπειρα ελεύθερης έκφρασης και διαφορετικού. Στην κορυφή υπάρχει ένας λυκειάρχης, φαινομενικά ήρεμος και διεκπεραιωτικός. Τη λειτουργία ουσιαστικά την καθορίζει η διοίκηση του σχολείου. Για την τήρηση της τάξης, εκτός από τους διδάσκοντες υπάρχουν και οι τελειόφοιτοι, οι «Ουίπς», οι οποίοι απολαμβάνουν ειδικά προνόμια πάνως στους νεότερους μαθητές. Από το να τους κάνουν παρατηρήσεις για το μάκρος των μαλλιών και τα ρούχα που φοράνε, να τους επιβάλλουν να γδύνονται για έλεγχο στα γεννητικά όργανα, μέχρι να τους φορτώνουν αγγαρίες και –αν χρειαστεί- τιμωρίες ή και ξύλο, για σωφρονισμό φυσικά.

Υπάρχει επίσης ο ιερέας να τους υπενθυμίζει συνεχώς ότι είναι αμαρτωλοί, ο στρατηγός που προειδοποιεί για τους κινδύνους από τις μοντέρνες ιδέες και την υπερβολική ελευθερία. «Είμαστε μια οικογένεια, ένα παρεδώσε είναι η σχέση μας», ακούγεται στην αρχή της ταινίας. Το σχολείο είναι ουσιαστικά ένας οργανωμένος, σκληρός μικρόκοσμος, μια καρικατούρα της αληθινής κοινωνίας,  με αφέντες και δούλους και, φυσικά με τις αναγκαίες μεθόδους τήρησης του νόμου και της τάξης.

Εκτροχιασμός

Ο Μικ Τρέιβις και οι αντικομφορμιστές φίλοι του, οι «Σταυροφόροι» στη νέα χρονιά αποφασίζουν να μην υποκύψουν. Από μικρά φαινόμενα ανυπακοής και λεκτικής αντίστασης, μέχρι τους προβληματισμούς και πειράματα τα ατέλειωτα βράδυα στον κοιτώνα, δεν θα αργήσουν να βρεθούν στο στόχαστρο των Ουίπς. Ο Μικ κλέβει μια μοτοσυκλέτα και τα φτιάχνει με μια ατίθαση κοπέλα που δουλεύει σερβιτόρα σε ένα καφέ της περιοχής, ο Γουάλας ερωτεύεται παράφορα τον εντεκάχρονο οικότροφο Φίλιπς, ο εκτροχιασμός έχει αρχίσει. Σύντομα θα ρθει η τιμωρία δια χειρός των Ουίπς και θα είναι αντάξια της τυπολατρίας του ιδρύματος: Ραπίσματα με βέργα στα οπίσθια μέχρι να τρέξει αίμα και στο τέλος οι σωφρονισθέντες θα πρέπει να πουν κι ευχαριστώ στους δήμιούς τους για τη «νέμεση».

Η καταστολή όμως δεν φέρνει την τάξη, αντίθετα οι τελευταίοι δισταγμοί και αναστολές παραμερίζονται. Οι φίλοι θα δώσουν τον μυστικό όρκο της εκδίκησης και θα αναλάβουν δράση, που κλιμακώνεται με ένα αιματηρό φινάλε.

Η ταινία έκανε πάταγο στην εποχή της. «Προσβολή στο έθνος», «διαβολικά διεστραμμένη» ήταν μερικά μόνο σχόλια από τους εκπροσώπους του βρετανικού κατεστημένου.  Ακόμα και ο τίτλος, από το ομώνυμο ποίημα του Κίπλινγκ που συμπύκνωνε  όλο το παλαιομοδίτικο, το κοινότοπο και το πατριωτικό της αγγλικής νοοτροπίας που διδασκόταν στα σχολεία. Στην Αγγλία παίχτηκε με τον χαρακτηρισμό «αυστηρά ακατάλληλη», το ίδιο και στην Ελλάδα, αφού πετσοκόφτηκε βάρβαρα από τη λογοκρισία της χούντας. Όμως αυτό δε μείωσε αλλά αντίθετα έκανε πιο έντονη την επιρροή της σε μια γενιά που ζούσε τη ριζοσπαστικοποίηση του Μάη και έψαχνε τρόπους έκφρασης.

Ο σκηνοθέτης, Λίντσεϊ Άντερσον ερχόταν από μια μακρυά κινηματογραφική πορεία αναζήτησης, αρχικά σαν κριτικός. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ίδρυσε το «free cinema» μαζί με τον Κάρελ Ράις, τον Τόνι Ρίτσαρντσον και άλλους αριστερούς βρετανούς σκηνοθέτες. Ο «ελεύθερος κινηματογράφος» απέρριπτε τις μεταπολεμικές κινηματογραφικές συμβάσεις, εστιάζοντας την κάμερα στους ανθρώπους της εργατικής τάξης και τα καθημερινά τους βιώματα, «απελευθερωμένος»  από τις απαιτήσεις των παραγωγών, των διανομέων και της αγοράς. Είχε σαφείς επιρροές από τους πρωτοπόρους σοβιετικούς της δεκαετίας του ’20 και βέβαια από τον ιταλικό νεορεαλισμό και κατάφερε να «πιάσει» την παρακμή του βρετανικού καπιταλισμού και πώς αυτή εκφραζόταν στις ζωές των ανθρώπων. Ποιών ανθρώπων; «Θέλω να κάνω τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους – όχι αυτούς που βρίσκονται ψηλά- να αισθανθούν ότι έχουν αξία, ότι μετράνε, έτσι ώστε να καθορίζουν αυτοί τις πράξεις τους, με τις δικές τους αρχές...». Τρόπο καθαρά ρεαλιστικό, ντοκιμαντερίστικο.

Κληρονομιά

Αυτή η τάση αποτυπώνεται στις ταινίες του Άντερσον και ολοκληρώνεται στην τριλογία του «If», που συμπληρώνεται με τις επόμενες «Ένας τυχερός άνθρωπος» και «Νοσοκομείο Britannia». Η κληρονομιά του free cinema ήταν τεράστια. Σε αυτό το ρεύμα χρωστάει την ύπαρξή του το «νέο βρετανικό σινεμά» που μας έδωσε ταινίες όπως το «Σάββατο βράδυ – Κυριακή πρωί», η «Μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων» και αργότερα το σινεμά του Κεν Λόουτς.

Αρκετοί αναφέρονται στο «Εάν» σαν μια γενική καταγγελία της βίας. Όμως δεν είναι έτσι. Επειδή ο Άντερσον υπηρετούσε τις θέσεις που αναφέρουμε πιο πάνω, έφτιαξε μια ποιητική και κυνική μαζί ταινία που περνάει με σουρεαλιστικό τρόπο από την αντίσταση του μαθητή στη σχολική καταπίεση στην αληθινή εξέγερση, παραπέμποντας σε μια παλιότερη γαλλική ταινία του 1933, το «Διαγωγή μηδέν», μόνο που εδώ οι μαθητές δεν παλεύουν με μαξιλάρια, νιώθουν την ανάγκη να κατεδαφίσουν όλα τα παλιά, όπως λέει σε κάποια στιγμή ο Μικ: «Η βία και η επανάσταση είναι οι μόνες γνήσιες πράξεις».  Από αυτή τη σκοπιά είναι μια ταινία διαχρονική.