Διεθνή - Σύνοδος G20 Ομολογία αποτυχίας

Η κυβέρνηση του Καναδά ξόδεψε σχεδόν δυο εκατομμύρια δολάρια για να χτίσει την τεχνητή λίμνη και τις άλλες πολυτελείς εγκαταστάσεις όπου θα συνεδρίαζαν οι «πλανητάρχες». Τα αποτελέσματα της συνόδου, όμως, θα τα πληρώσουν με πείνα και με αίμα εκατομμύρια φτωχοί άνθρωποι σε κάθε γωνιά του πλανήτη. 

Η διπλή σύνοδος κορυφής υποτίθεται ότι θα ήταν μια στιγμή ανάπαυλας και θριαμβολογίας για τους ισχυρούς του κόσμου: η ύφεση, τεχνικά τουλάχιστον, είναι παρελθόν για τις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Οι τελευταίες εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την παγκόσμια ανάπτυξη ανεβάζουν τους αναμενόμενους ρυθμούς για το 2010 από το 3% στο 3.9% -μια γενναία αύξηση. 

Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι ξέρουν ότι αυτά τα νούμερα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ασκήσεις επί χάρτου: η ανεργία στις ΗΠΑ βρίσκεται σήμερα επίσημα κοντά στο 10%. Στην Ευρώπη τα ποσοστά είναι πολύ χειρότερα και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στις περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες. Ακόμα και αν αποδειχτούν σωστές οι προβλέψεις του ΔΝΤ η «ισχυρή ανάκαμψη» δεν θα καταφέρει ούτε καν να επουλώσει ένα μικρό μέρος από τις πληγές που άφησε πίσω της η κρίση μέσα στα προηγούμενα χρόνια.

Ακόμα χειρότερα, όμως, όλοι ξέρουν ότι ακόμα και αυτή η ανάκαμψη κρέμεται από μια κλωστή. Και αυτό φάνηκε με δραματικό τρόπο στην σύνοδο των G20: η σύνοδος θύμιζε πολύ περισσότερο ρινγκ πυγμαχίας παρά συγκέντρωση ευγενικών και πολιτισμένων υπουργών. Αντί για ένα «πλαίσιο για μια ισχυρή, σταθερή και ισορροπημένη ανάπτυξη» η σύνοδος έκλεισε στην πραγματικότητα χωρίς καμιά συμφωνία, με την κάθε μια από τις κυβερνήσεις των ισχυρών να διαλέγει τον δικό της δρόμο, σε μια προσπάθεια να σώσει την δική της άρχουσα τάξη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα έχει η πολιτική αυτή για την παγκόσμια οικονομία. «Αυτό που διακυβεύεται στο Τορόντο -η διαφορά ανάμεσα σε μια καλή και μια κακή πολιτική», έλεγε λίγο πριν τη σύνοδο ο Ντομινικ Στρος Καν, ο διοικητής του ΔΝΤ, «είναι 60 εκατομμύρια θέσεις εργασίας». Αλλά κανένας από τους συνέδρους στο Τορόντο δεν είχε την παραμικρή διάθεση -ή ικανότητα- να διαλέξει κάποια «καλή πολιτική». Όταν πνίγεσαι, ελάχιστα νοιάζεσαι για το «καλό»: το μόνο που σε απασχολεί είναι να μην πνιγείς.

Μνημόνιο

Δυο βασικά ζητήματα είχαν τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων του Τορόντο.Το πρώτο ήταν η συνέχιση της πολιτικής στήριξης της ζήτησης, της πολιτικής που κρύβεται πίσω από τις προβλέψεις του ΔΝΤ για παγκόσμια ανάπτυξη φέτος 3.9%. Οι ΗΠΑ πίεζαν όχι μόνο για να συνεχιστεί αυτή η πολιτική αλλά και για να «ισορροπηθεί». Οι ΗΠΑ, έγραφε το μνημόνιο που έστειλε ο Τιμ Γκάιτνερ, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, στους συναδέλφους του των G20, δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει πρόσθετη ζήτηση. Το μήνυμα είχε σαν βασικούς αποδέκτες την Κίνα και την Γερμανία, τις δυο μεγαλύτερες εξαγωγικές χώρες του κόσμου που έχουν μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα: οι κυβερνήσεις τους, λέει, πρέπει να στηρίξουν μέσω των προϋπολογισμών την ζήτηση και την εσωτερική κατανάλωση. 

Αλλά το τελευταίο πράγμα που σκέφτεται η Μέρκελ είναι μια επεκτατική, κεϋνσιανή, πολιτική διεύρυνσης των ελλειμμάτων για την στήριξη της παγκόσμιας οικονομίας. Αντί για αυτό, αυτό που έχει αποφασίσει η γερμανική κυβέρνηση είναι ένα νέο πακέτο περικοπών στις δημόσιες δαπάνες που θα χτυπήσει την κατανάλωση στη Γερμανία. Και το ίδιο ακριβώς κάνουν όλες σχεδόν οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Παρά τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ και του ΔΝΤ, που λένε ότι αυτή η πολιτική οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ένα νέο, ακόμα χειρότερο, γύρο ύφεσης (σε μια κρίση σχήματος W) η Γερμανία και οι άλλες χώρες της Ευρώπης δεν έκαναν ούτε χιλιοστό πίσω. Όχι γιατί δεν θέλουν. Απλά γιατί δεν μπορούν. Και ο λόγος είναι ότι η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού «νότου» που κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν, συμπαρασύροντας μαζί τους στον γκρεμό όλο το ευρωπαϊκό (και το παγκόσμιο) τραπεζικό σύστημα.

Η εμπιστοσύνη των «αγορών» στα κρατικά ομόλογα της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας κλπ έχει πέσει κάτω από το μηδέν. Τον περασμένο μήνα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναγκάστηκε να προβεί στο «εξαιρετικό μέτρο» της αγοράς Ευρωπαϊκών Κρατικών Ομολόγων -πολύ απλά γιατί κανένας δεν θέλει να τα αγοράσει και οι κυβερνήσεις κινδυνεύουν να ξεμείνουν από λεφτά. Γιατί δεν τα αγοράζουν οι τράπεζες; Επειδή δεν έχουν λεφτά; Κάθε άλλο: την ίδια στιγμή που οι «επενδυτές» απέχουν από τις δημοπρασίες των κρατικών τίτλων, τα «θησαυροφυλάκια» της ΕΚΤ είναι γεμάτα ασφυκτικά από μετρητά που καταθέτουν οι εμπορικές τράπεζες (με μηδαμινά επιτόκια) απλά γιατί δεν έχουν τι να τα κάνουν! Ο Γκάιτνερ μπορεί έχει δίκιο να φοβάται μια νέα βύθιση της ζήτησης που θα ρουφήξει την οικονομία σε μια διπλή ύφεση (τύπου W). Αλλά και η Μέρκελ έχει δίκιο που φοβάται μια χρεοκοπία του νότου. Το αποτέλεσμα είναι η διαφωνία, ο καυγάς και η πολιτική του «ο σώζων εαυτό σωθείτω».

Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε στο τραπέζι του Τορόντο ήταν η πάταξη της κερδοσκοπίας με την φορολόγηση των τραπεζών με στόχο τη δημιουργία ενός κοινού ταμείου για την αντιμετώπιση του μελλοντικών τραπεζικών κρίσεων. Στην φορολόγηση των τραπεζών συμφωνούσαν και οι ΗΠΑ και η Ευρώπη. Αλλά διαφώνησαν η Ιαπωνία, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Βραζιλία. Και χωρίς παγκόσμια αποδοχή το σχέδιο απλά ναυάγησε.

Στην πραγματικότητα η αποτυχία των συνόδων των πλανηταρχών στο Τορόντο δείχνει ένα: η κρίση συνεχίζεται και οι άρχουσες τάξεις και οι κυβερνήσεις τους στέκουν μπροστά της αδύναμες να κάνουν οτιδήποτε για να σώσουν το σύστημά τους από τον κατήφορο. Και ενώ μας οδηγούν στον γκρεμό έχουν ταυτόχρονα το θράσος να μας ζητάνε θυσίες -που θα πρέπει να τις δεχτούμε, λένε, αν θέλουμε να αποφύγουμε την καταστροφή. Λες και υπάρχει και χειρότερη καταστροφή από τον γκρεμό που βλέπουμε μπροστά μας.