Ωστόσο, ακόμα και αν οι αντιλήψεις αυτές σημάδεψαν την πρόσληψη του έργου του, όλες οι εκδόσεις του Γκράμσι στα ελληνικά είχαν πάντοτε πολιτικό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο ότι χρονικά συνέπιπταν με τις στιγμές που το κίνημα (το εργατικό, το νεολαιίστικο, κλπ) βρισκόταν σε αναβρασμό και είχε να αντιμετωπίσει οξυμένα ζητήματα στρατηγικής και πολιτικής κατεύθυνσης. Αυτό συνέβη τη δεκαετία του ’70, την περίοδο της Χούντας και της Μεταπολίτευσης, που μας έδωσε και το πρώτο κύμα έκδοσης και ανάγνωσης του Γκράμσι. Και αυτό συμβαίνει και σήμερα, από το 2005 που ο Στοχαστής προχώρησε στην επανέκδοση των εξαντλημένων βιβλίων του Γκράμσι και που το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο συνέχισε με εκδόσεις βιβλίων για τον Γκράμσι ή του ίδιου του Γκράμσι.
Η επικαιρότητα του Γκράμσι
Είναι όμως αυτή η πολιτική παρέμβαση επίκαιρη; Από μια άποψη, κάποιος θα έλεγε πως όσοι δουλέψαμε γι’ αυτή την έκδοση είμαστε «εκτός τόπου και χρόνου». Την εποχή των μαζικών αυθόρμητων κινημάτων, από την πλατεία Ταχρίρ και τις εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή μέχρι τους «Αγανακτισμένους» και το Occupy Wall Street στην Αμερική, τι επικαιρότητα μπορεί να έχει σήμερα ένα βιβλίο που αποτελεί στην ουσία τις θέσεις ενός κομματικού συνεδρίου; Οι «Θέσεις της Λυών» αποτελούν στην τελική ένα κομματικό κείμενο, την εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Γ’ Συνέδριό του, που έγινε στη Λυών τον Γενάρη του μακρινού 1926.
Η επικαιρότητα είναι κατά τη γνώμη μας διπλή. Καταρχάς, έχει να κάνει με την κατάσταση που περνάμε σήμερα. Το βάθος της τρέχουσας καπιταλιστικής κρίσης μάς θέτει ερωτήματα πρωτοφανή για τα τελευταία εξήντα χρόνια. Είναι τόσο συνολική και δομική η κρίση του καπιταλισμού σήμερα που πρέπει να γυρίσουμε πίσω στις δεκαετίες του Μεσοπολέμου και να ψάξουμε εκεί τους τρόπους με τους οποίους απάντησαν τότε οι επαναστάτες σε μια ανάλογου βάθους και έκτασης κρίση. Δεν είναι τυχαίο ότι και σε άλλα θέματα, όταν συζητάμε πχ για την παγκοσμιοποίηση, για το έθνος-κράτος, για τον νέο ιμπεριαλισμό, αναγκαζόμαστε να ανατρέξουμε στις συζητήσεις ανάμεσα στον Λένιν, τον Χίλφερντιγκ, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Μπουχάριν και ούτω καθεξής. Το ίδιο ισχύει αν θέλουμε να απαντήσουμε και στα ερωτήματα που απασχολούν σήμερα την κοινωνία και όσους θέλουν να την αλλάξουν ριζικά. Από τις απαντήσεις των επαναστατών του Μεσοπολέμου μπορούμε να αντλήσουμε πλούσια διδάγματα.
Η επικαιρότητα όμως προκύπτει και από το ίδιο το κείμενο του Γκράμσι. Κι εδώ αναφερόμαστε τόσο στο τι λέει, όσο κυρίως στην μέθοδο που ακολουθεί. Στο τι λέει δεν θα επιμείνουμε πολύ, όποιος ενδιαφέρεται είναι καλό να αγοράσει το ίδιο το βιβλίο. Τελείως μονοκόμματα και αξιωματικά, θα πούμε απλά ότι ο Γκράμσι τα λέει επαναστατικά. Ο Γκράμσι είναι ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι κήρυκας της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού από την εργατική τάξη, που θα τσακίσει το αστικό κράτος και θα χτίσει το δικό της κράτος των εργατικών συμβουλίων.
Πολλοί συνηθίζουν να κατηγορούν τον μαρξισμό σαν μία θεολογία, με δόγματα, Άγιους Πατέρες και ούτω καθεξής. Αν είναι έτσι, αν υπάρχει δηλαδή ένα μαρξιστικό Πάτερ Ημών, ο Γκράμσι το λέει όλο, μέχρι και το αμήν. Όποιος πιστεύει ότι ο Γκράμσι είναι ένας σοσιαλδημοκράτης, ότι είναι φορέας μιας πολιτικής ταξικών συμβιβασμών και κυβερνητισμού, ότι είναι πρόγονος του «ευρωκομμουνισμού», θα πάρει την απάντησή του διαβάζοντας τις Θέσεις. Το σημαντικότερο όμως σημείο δεν είναι αν ο Γκράμσι είναι με την επαναστατική πολιτική, αλλά τι είδους πρέπει να είναι αυτή, ποιά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της, τι σημαίνει επαναστατική πολιτική στις προηγμένες χώρες της Δύσης. Εδώ αναδεικνύονται τρία σημεία που εξακολουθούν να είναι μέχρι και σήμερα επίκαιρα και χρήσιμα, και αξίζει να τα κουβεντιάσουμε.
Επαναστατική πολιτική
Το πρώτο σημείο που αναδεικνύεται μέσα από το έργο του Γκράμσι γενικότερα και τις «Θέσεις της Λυών» ειδικότερα είναι ότι η επαναστατική πολιτική πρέπει να είναι επιστημονική. Η θέση αυτή μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί. Το αγαπημένο μότο του Λένιν ήταν άλλωστε το «Η θεωρία είναι γκρίζα, αλλά πράσινο το δέντρο της ζωής». Η επιστήμη στην επαναστατική πολιτική μπορεί εύκολα να εκφυλιστεί σε μια Γενική Γραμματέα ενός Κομμουνιστικού Κόμματος που με φόντο τους δερματόδετους τόμους με τα Άπαντα του Λένιν κουνάει το δάχτυλο στους εξεγερμένους για τις σπασμένες βιτρίνες της εξέγερσής τους.
Κι όμως, δεν είναι έτσι. Η ανάγκη να είναι η επαναστατική πολιτική επιστημονική προκύπτει από την πεποίθηση του Γκράμσι ότι δεν γίνεται να αλλάξουμε την καπιταλιστική κοινωνία, αν δεν τη γνωρίσουμε βαθιά σε όλες της τις παραμέτρους.
Γι’ αυτό και μεγάλο κομμάτι των Θέσεων είναι αφιερωμένο στην ανάλυση της ιταλικής κοινωνίας, στο πώς αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός, στην εμφάνιση της αστικής τάξης και τις μάχες που αυτή έδωσε απέναντι στη φεουδαρχία (πχ. το Βατικανό), στην ανάδυση του εργατικού κινήματος, στον ρόλο του φασισμού ως ενός μαζικού αντεπαναστατικού κινήματος και ούτω καθεξής.
Στην καρδιά της σκέψης του Γκράμσι είναι η ιδέα ότι μια κυριαρχούμενη τάξη δεν μπορεί να γίνει κυρίαρχη αν δεν περάσει από μια κοπιαστική διαδικασία, όπου θα αμφισβητήσει όχι μόνο τους μηχανισμούς της κρατικής καταστολής, αλλά και τις ιδέες που την κρατάνε καθηλωμένη. Χρειάζεται κάτι πολύ παραπάνω από ένα ντου, από μια εξέγερση, από μια «νύχτα των οδοφραγμάτων». Αυτή είναι η αναγκαιότητα ενός κόμματος πρωτοπόρων εργατών που θα δρα ως ο συλλογικός διανοούμενος, ως ο «οργανικός διανοούμενος» της εργατικής τάξης.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι η επαναστατική πολιτική είναι πρακτική, είναι δηλαδή κάτι πολύ παραπάνω από ιδεολογικά σχήματα ή θεωρητικές αναζητήσεις, έστω επιστημονικές. Φαίνεται αντιφατικό: αφού φροντίσαμε να δώσουμε στην επαναστατική πολιτική το κύρος της επιστήμης, σε τι χρειάζεται η πράξη; Κι όμως, ο Γκράμσι φυλάει για την πράξη τον πρωταρχικότερο ρόλο. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν γράφει στην φυλακή και θέλει να αποδώσει περιφραστικά τον μαρξισμό, αναφέρεται στη «φιλοσοφία της πράξης». Η βασική μάχη που δίνει ο Γκράμσι στις Θέσεις της Λυών είναι ότι δεν αρκεί να κατέχεις την επιστήμη του μαρξισμού, δεν αρκεί να ανακηρύσσεσαι το κόμμα της εργατικής τάξης, της επαναστατικής πρωτοπορίας, της ηγεσίας του προλεταριάτου και ούτω καθεξής. Πρέπει στην πράξη να καταφέρνεις να γίνεσαι ηγεσία, πρέπει να απαντάς στις θελήσεις των μαζών, στη διάθεσή τους να παλέψουν στο πεδίο που αυτές θεωρούν ζωτικό (ακόμα και αν κουβαλάνε πλήθος από αυταπάτες), με το επίπεδο συνείδησης που έχουν και όχι με αυτό που οι επαναστάτες θα επιθυμούσαν να έχουν.
Αυτή είναι και η μεγάλη μάχη του Συνεδρίου του 1926 ανάμεσα στην τάση του Γκράμσι και την τάση του Μπορντίγκα. Αν και αταλάντευτος επαναστάτης, ο Μπορντίγκα ήταν ένας τυπικός αριστεριστής. Όταν οι φασίστες έπαιρναν την εξουσία το 1922, το ΚΚ Ιταλίας υπό την ηγεσία του Μπορντίγκα αντιμετώπισε την αλλαγή αυτή απλά ως εσωτερική διαμάχη διαφορετικών πτερύγων της αστικής τάξης. Ο Γκράμσι προσπαθεί να αποδείξει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να είναι ιδεολογικά ακέραιο και επαναστατικό, και ταυτόχρονα να έχει μια μάχιμη πολιτική γραμμή που να το κάνει πραγματική ηγεσία του κινήματος της εργατικής τάξης στο εδώ και τώρα.
Τέλος, το τρίτο σημείο (που είναι και η σύνθεση που επιχειρεί ο Γκράμσι) είναι ότι η επαναστατική πολιτική είναι τέχνη, έχει δηλαδή τους αντικειμενικούς της κανόνες χωρίς αυτό να αναιρεί τη σημασία της δημιουργικότητας και της ατομικής πρωτοβουλίας.
Φορέας ανατροπής
Επαναστατική πολιτική σημαίνει, βασισμένος στην επιστημονική γνώση του πώς λειτουργεί η κοινωνία και του ποιος είναι ο φορέας της ανατροπής της, να συγκεκριμενοποιείς την πολιτική σου παρέμβαση με τρόπο που σε κάθε συγκυρία να φέρνεις τη δυναμική της ανατροπής ένα βήμα πιο κοντά. Για το Γκράμσι, αλλά και για όλους τους επαναστάτες μαρξιστές του Μεσοπολέμου, η διαδικασία αυτή σημαίνει την οικοδόμηση επαναστατικού κόμματος και σημαίνει την αντιμετώπιση όλων εκείνων των οργανωτικών προβλημάτων που τόσο ένας ακαδημαϊκός διανοούμενος όσο και ένας εξεγερμένος οπαδός της «άμεσης δράσης» θεωρούν βαρετά, περιττά και αχρείαστα.
Η αξία μιας πολιτικής παρέμβασης – όπως αυτής που κάνει ο Γκράμσι στις «Θέσεις της Λυών» – κρίνεται κάθε φορά και από την επιτυχία της, αλλά αυτό είναι μια συζήτηση που ξεφεύγει από τα όρια μιας βιβλιοπαρουσίασης. Θα απαιτούσε να συζητήσουμε για την πορεία της κομμουνιστικής Αριστεράς διεθνώς τη δεκαετία του ’20 και του ’30, για τον Τρότσκι και τη Σοβιετική Ένωση, για την παρέμβαση του Πουλιόπουλου και του Μάξιμου στην Ελλάδα και ούτω καθεξής. Η πραγματικότητα είναι ότι η μέθοδος του Γκράμσι δεν ακολουθήθηκε, λόγω ευρύτερων εξελίξεων όπως η νίκη του φασισμού και η ανάδυση του σταλινισμού.
Σήμερα, οι συνθήκες μάς επιτρέπουν να κοιτάξουμε προς τα πίσω με νηφαλιότητα και να αξιοποιήσουμε την κληρονομιά των μαρξιστών του Μεσοπολέμου. Στο καθήκον αυτό, η έκδοση των «Θέσεων της Λυών» του Αντόνιο Γκράμσι είναι ένα πολύτιμο βοήθημα.
• Το κείμενο είναι βασισμένο στην παρουσίαση του βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων στις 14 Νοέμβρη