“Μαρξιστική κριτική στην Αναρχία”. Ένα πολύ επίκαιρο βιβλίο

Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, υπάρχει αναρχική παρουσία στο κίνημα και θα συνεχίσει να υπάρχει. Όσο περισσότερο ο καπιταλισμός ριζοσπαστικοποιεί χιλιάδες ανθρώπους και τους σπρώχνει στη σύγκρουση μαζί του, η “άμεση δράση” και η “αδιαμεσολάβητη σύγκρουση” είναι η πιο προφανής επιλογή.

Στις διαδηλώσεις των τελευταίων ετών, ο κόσμος που είχε τις λιγότερες εμπειρίες ήταν αυτός που ήταν αυθόρμητα αναρχικός, πιστεύοντας ότι με ένα δυνατό ντου στη Βουλή μπορεί να σταματήσει τα μέτρα. Αυτός ακριβώς ήταν ωστόσο ο κόσμος που έκανε τα μεγαλύτερα βήματα και μέσα από τη δράση του, κατάλαβε και τη σημασία της οργάνωσης και της απεργίας. Εξάλλου, όπως θύμιζε ο Τρότσκι, καμιά επανάσταση δεν βασίστηκε σε αυτούς που πατάνε το φρένο, οι επαναστάσεις έχουν στο κέντρο τους αυτούς που πατάνε το γκάζι.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο αναρχικός τρόπος οργάνωσης και παρέμβασης είναι πραγματικό “γκάζι” και άρα μπορεί να οδηγήσει στη νίκη ή αντίθετα είναι αναποτελεσματικός και ανοίγει το δρόμο για την ήττα. Από αυτή την αφετηρία και με αυτό το στόχο δούλεψε ο Τζον Μόλινιου σε αυτή την παμφλέτα προσφέροντας μια σειρά επιχειρήματα που στόχο έχουν όχι να καταγγείλουν τους αναρχικούς, αλλά να τους πείσουν ότι για να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό και να βάλουμε μπρος το χτίσιμο μιας κοινωνίας ελευθερίας χρειάζεται να διοχετεύσουμε την ενεργητικότητά μας σε μια πιο οργανωμένη προσπάθεια που θα έχει στο κέντρο της την εργατική τάξη.

Η αντιπαράθεση μαρξιστών – αναρχικών συναντάει συνήθως τρία προβλήματα. Τα πρώτο είναι ότι επειδή το αναρχικό ρεύμα από τη φύση του δεν είναι ενιαίο, υπάρχουν αλλεπάλληλες παρεξηγήσεις. Στο εσωτερικό της αναρχικής παράδοσης βρίσκει κανείς οπαδούς του ατομικισμού που ελάχιστη απόσταση έχουν στο φιλοσοφικό επίπεδο απο τους ακραίους νεοφιλελεύθερους. Υπάρχουν ρεύματα λαϊφστάιλ, αλλά και ρεύματα που βάζουν στο κέντρο της προσοχής τους το εργατικό κίνημα. Για να γίνει σοβαρή συζήτηση, πρέπει να γίνει τίμια, και να ξεκαθαριστεί με ποια άποψη γίνεται η αντιπαράθεση. Ο Μόλινιου κάνει προσεκτικά αυτές τις διακρίσεις.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι το αντίστροφο. Η αντιπαράθεση με τους αναρχικούς δεν μπορεί να γίνει αν πίσω από την γενική ταμπέλα “Μαρξισμός” αθροίσουμε αδιακρίτως σταλινικούς, ρεφορμιστές και επαναστάτες. Για τους επαναστάτες μαρξιστές η αντιπαράθεση με τους αναρχικούς δεν έχει τίποτα κοινό με την κριτική που τους ασκούν οι οπαδοί του κοινοβουλευτισμού και των θεσμών. Πρόκειται για ένα παλιό πρόβλημα που είχε οδηγήσει τον Τρότσκι στο Δεύτερο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς να τονίσει πως αν από τη μια μεριά υπάρχει ένας ξεπουλημένος ρεφορμιστής σαν τον Σάιντεμαν και από την άλλη βρίσκονται “αμερικάνοι, ισπανοί και γάλλοι αναρχοσυνδικαλιστές που όχι μόνο θέλουν να παλέψουν ενάντια στην αστική τάξη, αλλά που, αντίθετα με τον Σάιντεμαν, θέλουν πραγματικά να της κόψουν το κεφάλι, λέω ότι προτιμώ να συζητήσω με τους ισπανούς, αμερικάνους και γάλλους συντρόφους για να τους πείσω ότι το κόμμα είναι απαραίτητο για την ολοκλήρωση της ιστορικής αποστολής που πέφτει πάνω τους -την διάλυση της αστικής τάξης.”

Έτσι ο Μόλινιου επισημαίνει ότι ο επαναστατικός Μαρξισμός υποστηρίζει πως “το κράτος θα καταστραφεί με επανάσταση, δηλαδή από ένα μαζικό λαϊκό ξεσηκωμό στον οποίο η εργατική τάξη μέσω της δικής της άμεσης δράσης θα τσακίσει και θα οδηγήσει σε κατάρρευση τους βασικούς θεσμούς του υπάρχοντος κράτους -τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, τα δικαστήρια, τις φυλακές κλπ.” Όσοι αναρχικοί διαφωνούν με αυτήν την τοποθέτηση βρίσκονται δεξιότερα του επαναστατικού μαρξισμού. Με όσους συμφωνούν, η συζήτηση που πρέπει να γίνει είναι τι πρέπει εμείς ως επαναστάτες να κάνουμε για να βοηθήσουμε τα πράγματα να φτάσουν μέχρι εκεί.

Το τρίτο ζήτημα που παρεμβαίνει στην αντιπαράθεση Μαρξισμού – Αναρχισμού, είναι ότι πέρα από την ιδεολογική και φιλοσοφική συζήτηση, υπάρχει μια συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία για την οποία χρειάζεται να πάρει κανείς θέση. Ποιος ήταν ο ρόλος των αναρχικών στα μεγάλα ιστορικά κινήματα και ιδιαίτερα στη ρώσικη και την ισπανική επανάσταση;

Στα δυνατά σημεία

Εδώ ο Μόλινιου κάνει επίσης μια τολμηρή επιλογή. Λέει ότι αν θέλουμε να αποδείξουμε ότι ο αναρχισμός δεν μας προσφέρει σοβαρή στρατηγική για τη νίκη της επανάστασης δεν είναι σκόπιμο να εστιάσουμε στα αδύνατα σημεία, αλλά αντίθετα να εξετάσουμε κομβικές στιγμές όπου η αναρχική πρακτική είχε σημαντική παρέμβαση και πού οδήγησε. “Επιχειρώ”, λέει ο Μόλινιου, “μια αμφισβήτηση της αναρχικής παράδοσης στα πιο ισχυρά και όχι στα πιο αδύνατα σημεία της”.

Τα τρία παραδείγματα που εξετάζει είναι ο Μπακούνιν, η ρώσικη και η ισπανική επανάσταση. Ο Μπακούνιν είναι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση όπου η υποτιθέμενη σύγκρουση με κάθε μορφής εξουσία και ηγεσία ήταν η άλλη όψη της κυριαρχίας μικρών ανεξέλεγκτων ομάδων στο εσωτερικό συνωμοτικών οργανώσεων. Ο Μπακούνιν σε ένα γράμμα του στον Νετσάγεφ έγραφε: “Οι συλλογικότητες που οι σκοποί τους είναι κοντά στους δικούς μας πρέπει να εξαναγκαστούν να συγχωνευθούν με τη δική μας Συλλογικότητα, ή τουλάχιστον να υποταχθούν σε αυτήν χωρίς να το έχουν οι ίδιες επίγνωση, ενώ τα επιβλαβή άτομα πρέπει να αποπεμφθούν από αυτές. Οι συλλογικότητες που είναι εχθρικές ή εξακριβωμένα επιβλαβείς πρέπει να διαλυθούν, και τελικά η κυβέρνηση πρέπει να καταστραφεί. Όλα αυτά δεν μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την προπαγάνδιση της αλήθειας: είναι αναγκαία η πανουργία, η διπλωματία και ο δόλος”.

Στην περίπτωση της Ρωσίας ο Μόλινιου θυμίζει ότι “Η αναρχική παράδοση στη Ρωσία ήταν παλιότερη απ' ό,τι ήταν ο μαρξισμός, είναι όμως εντυπωσιακό το πόσο μικρός ήταν ο ρόλος του αναρχισμού στην επανάσταση του 1917”. Μάλιστα, “ο Βολίν, ο σημαντικότερος αναρχικός διανοούμενος της περιιόδου, επιστρέφοντας στη Ρωσία τον Ιούλη του 1917 δεν βρηκε ούτε μια αναρχική εφημερίδα, αφίσα ή ομιλητή σε κάποια συγκέντρωση στην Πετρούπολη, την καρδιά της επανάστασης”.

Ο ρόλος των αναρχικών αναδεικνύεται σε δεύτερη φάση, στη διάρκεια της απομόνωσης της επανάστασης και της ήττας. Οι αναρχικοί συνδέουν την παράδοσή τους με τα γεγονότα της Κροστάνδης και του μαχνοβίτικου κινήματος στην Ουκρανία. Όμως, όπως εξηγεί ο Μόλινιου αυτό μόνο σε βάρος τους μπορεί να λειτουργήσει. Τα κινήματα αυτά εξέφραζαν ανθρώπους που εξεγείρονταν απέναντι στη φτώχεια. Όμως η νίκη τους, αντικειμενικά, θα οδηγούσε στην επικράτηση της πιο άγριας αντεπανάστασης.

Αγρότες ήρθαν σε διάφορες στιγμές σε σύγκρουση με το εργατικό κράτος που είχε στηθεί μετά την επανάσταση του '17, όμως η νίκη τους δεν θα είχε σημάνει ένα δικαιότερο καθεστώς, αλλά την ακόμα πιο γρήγορη επέλαση των περικυκλωτών της Ρωσίας, των ξένων στρατών και των νοσταλγών του Τσάρου που καραδοκούσαν. “Έτσι”, καταλήγει ο Μόλινιου, “ο απολογισμός του αναρχισμού στη μεγαλύτερη επανάσταση της ιστορίας, αποκαλύπτει πως δεν έπαιξε κανένα ρόλο όταν η επανάσταση αναπτυσσόταν, και όταν αυτή υποχωρούσε έδωσε ακούσια, αλλά όχι λιγότερο πραγματική, βοήθεια στην αντεπανάσταση”. Η ρώσικη εμπειρία είναι μια σημαντική υπενθύμιση της ανάγκης που υπάρχει σε κάθε κίνημα να βλέπει την κατάσταση συνολικά, κάτι που οι Αναρχικοί συνήθως αποφεύγουν.

Οι αναρχικοί αρνούνται ακόμα και τη συζήτηση για ένα συνολικό σχέδιο αλλαγής της κοινωνίας, γιατί κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια οργάνωση με δομή και λειτουργίες συγκεντρωτικές. Όμως αυτή η άρνηση της πραγματικότητας οδηγεί σε τραγωδίες. Ο Μόλινιου φέρνει το υποθετικό παράδειγμα της ταυτόχρονης εισβολής δύο αντεπαναστατικών στρατών σε μία χώρα που βρίσκεται υπό επανάσταση. Δεν θα χρειαστεί κάποιος να αποφασίσει πόσες δυνάμεις θα στείλουμε στη μία μεριά της χώρας και πόσες στην άλλη; Αυτό θα γίνει με άμεση δημοκρατία του πληθυσμού σε κάθε γωνιά της χώρας ή με μια κεντρική επαναστατική εξουσία που θα έχει τη δύναμη να επιβάλει τη θέλησή της;

Η ισπανική τραγωδία

Η ισπανική επανάσταση είναι μια τέτοια τραγική εμπειρία στην πράξη. Οι αναρχικοί έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στον ξεσηκωμό και στην επανάσταση. Όμως αρνήθηκαν να κάνουν το κρίσιμο βήμα προς την εργατική εξουσία και έτσι πρακτικά παρέδωσαν τα όπλα. Όπως περιέγραφε η ίδια η αναρχική εργατική συνομοσπονδία CNT: “Είτε συνεργαζόμαστε, είτε επιβάλλουμε τη δικτατορία μας... Τίποτα δεν είναι πιο μακριά από τον αναρχισμό από το να επιβάλλει τη θέλησή του με τη βία... Δεν καταλάβαμε την εξουσία όχι γιατί δεν μπορούσαμε, αλλά γιατί δεν θέλαμε, γιατί ήμασταν ενάντια σε κάθε είδος δικτατορίας”. Έτσι οι καλύτεροι αγωνιστές που δεν ήθελαν κανένα είδος δικτατορίας, άφησαν τον Φράνκο να στήσει μια δικτατορία που κράτησε την εξουσία για 40 χρόνια.

Η μαρξιστική αντιπαράθεση με τον αναρχισμό δεν είναι πολυτέλεια. Όσο πιο επαναστατικές είναι οι συνθήκες, τόσο μεγαλύτερη αναγκαιότητα υπάρχει για οργανωμένη παρέμβαση. Υπάρχει ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα με δημοκρατική δομή αλλά συγκεντρωτική δράση ώστε να μπορεί να κάνει επιλογές που πολλαπλασιάζουν την αποτελεσματικότητα της δράσης μας και δεν την σπαταλούν. Υπάρχει ανάγκη για ένα κόμμα που βάζει σε κίνηση τη μεγαλύτερη επαναστατική δύναμη που υπάρχει στην καπιταλιστική κοινωνία, την εργατική τάξη, η οποία με τη δράση της μπορεί να μπλοκάρει τον καπιταλισμό και να σαρώσει όλους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς.

Ο Λένιν είχε πει κάποτε πως “Ο αναρχισμός υπήρξε συχνά το πρόστιμο που πλήρωνε το εργατικό κίνημα για τις οπορτουνιστικές του αμαρτίες”. Αυτό για την επαναστατική Αριστερά σήμερα σημαίνει

πως μπαίνοντας επικεφαλής της σύγκρουσης με τον καπιταλισμό, οδηγώντας σε πραγματικές νίκες το εργατικό κίνημα, μπορεί να κερδίσει στις γραμμές της όλη τη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας. Πρέπει να πείσουμε τους αναρχικούς ότι η επιλογή τους ισοδυναμεί με την ελπίδα να ρίξουν έναν τεράστιο τοίχο με τα χέρια, την ίδια ώρα που κάποιοι δίπλα τους παλεύουν για να βάλουν εκρηκτικά στα θεμέλια. Το βιβλίο του Μόλινιου είναι μια σημαντική συνεισφορά σε αυτή την προσπάθεια.