Χανδρινός, Μπόλαρης για την απελευθέρωση της Αθήνας τον Οκτώβρη του 1944

Η Αθήνα της απελευθέρωσης

Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου ο βασανισμένος λαός της Αθήνας δονούνταν από την κραυγή «φεύγουν». Η Κατοχή έδινε τη σκυτάλη σε μια νέα εποχή ανελέητων συγκρούσεων. Τα δύο μεγάλα συλλαλλητήρια του ΚΚΕ στις 13 Οκτωβρίου και των αστικών οργανώσεων στις 15 Οκτωβρίου 1944 φωτογράφιζαν ένα απόλυτο ταξικό χάσμα.

Πρώτο κατέβηκε το ΚΚΕ. Την επόμενη της εορταστικής μέρας, ένα τεράστιο «λαϊκό κύμα» με την καθοδήγηση όλων των Αχτίδων της ΚΟΑ, ξεχύθηκε από τους προσφυγικούς συνοικισμούς στη λεωφόρο Πανεπιστημίου με ζητωκραυγές υπέρ του ΕΑΜ και του Κόμματος και ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία των προδοτών –το πιο «καυτό» αίτημα των ημερών. Στο πλήθος ξεχώριζαν παπάδες (μερικοί με κόκκινες σημαίες), γριές γυναίκες και μικροί μαθητές.

O συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς, από τους πιο διεισδυτικούς παρατηρητές της τότε αθηναϊκής καθημερινότητας, δήλωνε στο ημερολόγιό του πως αυτά τα πρωτόγνωρα κοινωνικά φαινόμενα, όπως και τα χιλιάδες σφυροδρέπανα που είχαν πλημμυρίσει τους τοίχους «ξεσκέπαζαν, σε μια απότομη στροφή της ιστορίας, μια πρωτεύουσα κόκκινη», ενώ παραλλήλισε αυτή την έκρηξη ελευθερίας και την κοινωνική πολυχρωμία των ενθουσιασμένων Εαμιτών με την Κομμούνα των Παρισίων. Πέρα από οποιαδήποτε ανάλυση, αυτή η τολμηρή σύγκριση τεκμηριώνει πως ο ριζοσπαστισμός που διαπερνούσε όλα τα στρώματα του πληθυσμού στο τέλος της Κατοχής, όσο κι αν έμοιαζε ιδεολογικά ανώριμος, ήταν απόλυτα γνήσιος. Οι συνθήκες της φασιστικής κατοχής και οι αγώνες κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους, είχαν αναδείξει σε μάρτυρες και ήρωες τα λαϊκά στρώματα που δικαιωματικά αξίωναν πλέον την άνευ όρων ανακατονομή της πολιτικής τράπουλας.

Αστικός κόσμος

Τρεις μέρες αργότερα θα ριχνόταν στη «μάχη των εντυπώσεων» και ο αστικός κόσμος. Στο εξίσου ογκώδες συλλαλλητήριο, το παρόν έδινε η ευπαρουσίαστη αστική τάξη της Αθήνας: ώριμοι άντρες, οικογενειάρχες, φοιτητές και καλοντυμένες κοπέλες, μια ετερόκλητη συμμαχία με πολιτικές τοποθετήσεις που ποίκιλαν από την φιλελεύθερη δημοκρατία έως τον «μοναρχοφασισμό».

Η έντονη αντιεαμική συνείδηση των μεσοαστικών και μεγαλοαστικών στρωμάτων θα τροφοδοτούσε ένα «μαύρο μέτωπο» το οποίο στις μάχες του Δεκέμβρη θα συναποτελούσαν ο αναβαπτισμένος ελληνικός στρατός της Μέσης Ανατολής (Ιερός Λόχος, ΙΙΙ Ορεινή Ταξιαρχία Ρίμινι), τα Σώματα Ασφαλείας (Αστυνομία Πόλεων, Χωροφυλακή, Ασφάλεια) και –φυσικά– οι άνδρες και αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας που περίμεναν υπομονετικά στους στρατώνες του Γουδή, την εξιλέωση στο πρόσωπο της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και των Βρετανών. Αυτές οι «χρυσές εφεδρείες», που θα αποδεικνύονταν σωτήριες την ώρα της σύγκρουσης, δρούσαν ήδη σαν εμπροσθοφυλακή της βρετανικής επέμβασης σκοτώνοντας ύπουλα και μαζικά, χωρίς προσχήματα. Την προηγούμενη μάλιστα μέρα του συλλαλλητηρίου των «αστών», ένοπλα παραστρατιωτικά σώματα κάθε προέλευσης (ΕΔΕΣ Αθήνας, Χίτες και άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας) που είχαν οχυρωθεί στα ξενοδοχεία της Ομόνοιας αιματοκύλησαν από τα παράθυρα με πολεμικά όπλα και χειροβομβίδες μια αντιδιαδήλωση του ΕΑΜ που κατέβηκε στα Χαυτεία, περιστατικό αδιαμφισβήτητο που ωστόσο σπάνια αναφέρεται στις πηγές.

Ο «εθνικόφρων» φοιτητής Πολυτεχνείου Μ.Β., πρώην μέλος της Χ, που βρέθηκε τυχαία στο δρόμο, περιέγραψε πρόσφατα στον γράφοντα μερικές εικόνες χαρακτηριστικές: «Έρχεται από την Καισαριανή μια τεράστια διαδήλωση που κρατούσε ένα πλακάτ, μια γυναίκα δεμένη με αλυσίδες. Ξαφνικά βλέπω να κυνηγάνε έναν ο οποίος έτρεξε στην είσοδο του ξενοδοχείου που μέναν οι Εδεσίτες, απέναντι απ’ το ΡΕΞ και οι σύντροφοί του Εδεσίτες πυροβόλησαν. Όταν λέμε σκοτωμός, δε μπορείτε να φανταστείτε πόσοι πυροβολισμοί και πόσες χειροβομβίδες πέσανε. Μακελειό, ουρλιαχτά...Όπως έπεσα κάτω –στεκόμουνα στο περίπτερο ανάμεσα στο Τιτάνια και το ΡΕΞ– χώθηκα σε ένα ρολογάδικο. Μια κοπέλα θυμάμαι, τα γυαλιά της ήταν γεμάτα αίματα. Μες στο ρολογάδικο είχαν καταφύγει τραυματίες. Ενός το πόδι ήταν κομμένο από χειροβομβίδα, κι ήταν κι ένας παπάς που είχε φάει σφαίρα στο στήθος...».

Στην Αθήνα της Απελευθέρωσης συναντάμε όλα τα ορόσημα που συνθέτουν την ιστορία της κατοχικής Ελλάδας. Έχοντας βιώσει την απόλυτη φρίκη ενός λιμού, τον παλλαϊκό ενθουσιασμό των διαδηλώσεων, την τρομοκρατία των εκτελέσεων και των μπλόκων και τους νέους πολιτικούς διαχωρισμούς σε όλη τους την ένταση, η πόλη ήταν κυριολεκτικά σκισμένη στα δυο. Στις 14 Οκτωβρίου οι πρώτοι Βρετανοί στρατιώτες που αποβιβάζονταν στον Πειραιά, διάβαζαν στην Επιχειρησιακή Διαταγή του ταξιάρχου Ronald Scobie, πως, εκτός από το αρχιτεκτονικό θαύμα του Παρθενώνα, θα έβλεπαν και «μάχες ανάμεσα σε αντίπαλες φατρίες». Ήταν μια εύστοχη παρατήρηση για μια πόλη που έβραζε από το ταξικό μίσος.

Ιάσονας Χανδρινός

Θα το βρείτε στο Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο. Κυκλοφορεί σε 2η έκδοση


Μία παρά φύση “συγκυβέρνηση”

Υπάρχει μια σκηνή απαθανατισμένη σε φωτογραφίες και στα κινηματογραφικά επίκαιρα της εποχής που υποτίθεται ότι αποδίδει την ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης της Αθήνας τον Οκτώβρη του 1944. Είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου, πρωθυπουργός της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, να υψώνει την γαλανόλευκη στο Βράχο της Ακρόπολης. Εκτός από το αναπόφευκτο των κοριτσιών με παραδοσιακές ενδυμασίες που του παρέδωσαν τη σημαία, ο συμβολισμός της τελετής ήταν καλά μελετημένος. Τιμές απέδιδαν τρία αγήματα: 50 Βρετανοί αλεξιπτωτιστές, 50 αντάρτες του ΕΛΑΣ και 50 άνδρες του Ιερού Λόχου. Η «εθνική ενότητα» στο πλευρό των «Μεγάλων Συμμάχων μας, Άγγλων» σε μικρογραφία.

Η τελετή έγινε στις 18 Οκτώβρη, μια βδομάδα μετά την απελευθέρωση της Αθήνας και ενώ οι δρόμοι της έβραζαν από τις διαδηλώσεις –και τις συγκρούσεις. Εκείνη τη μέρα είχε καταφθάσει στον Πειραιά από την Ιταλία η κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητας» που είχε συγκροτηθεί στις 2 Σεπτέμβρη. Σ’ αυτή συμμετείχε το ΕΑΜ-ΚΚΕ με τέσσερις θέσεις. Υπουργοί ήταν ο Γ. Ζεύγος (Γεωργίας) και Μ. Πορφυρογένης (Εργασίας) και οι δυο μέλη του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Η. Τσιριμώκος (Εθνικής Οικονομίας) και ο Ν. Ασκούτσης (Δημοσίων Έργων).

Η κυβέρνηση ήταν προϊόν της Συμφωνίας του Λιβάνου που υπογράφτηκε τον Μάη του 1944. Με πρωτοβουλία της αγγλικής κυβέρνησης, αντιπροσωπείες της κυβέρνησης του Καϊρου και των αντιστασιακών οργανώσεων από την Ελλάδα, κλείστηκαν σε ένα ξενοδοχείο ενός ορεινού θέρετρου του Λιβάνου, σχεδόν κρατούμενοι, χωρίς τη δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Εκεί, μετά από τρεις μέρες συνεχών επιθέσεων στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, οι αντιπρόσωποί του υποχώρησαν σε όλες τις διεκδικήσεις τους και υπέγραψαν ένα κατάπτυστο κείμενο που ανάμεσα στ’ άλλα καταδίκαζε τους «άφρονες οργανωτές» του αντιφασιστικού κινήματος των φαντάρων και των ναυτών της Μέσης Ανατολής τον Απρίλη και το αποκαλούσε «εθνικό έγκλημα».

Ο «Λίβανος» είχε προκαλέσει μια έκρηξη αποδοκιμασίας στις οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Η ηγεσία αποφάσισε να διαπραγματευθεί ξανά για να διορθώσει την συμφωνία. Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, δεν διέφερε επί της ουσίας. Μετά την συγκρότηση της κυβέρνησης ήρθε η συμφωνία της Καζέρτα. Οι εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ αποδέχτηκαν σαν ανώτερο στρατιωτικό διοικητή όλων των ένοπλων σχηματισμών έναν εγγλέζο ανώτερο αξιωματικό, τον στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι. Και επί της ουσίας ο ΕΛΑΣ δεσμεύτηκε να μην μπει στην Αθήνα όταν θα αποχωρούσαν οι Γερμανοί.

Το ΕΑΜ κυριαρχούσε σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα. Οι εργάτες, οι αγρότες και η νεολαία που είχαν ματώσει στην πάλη ενάντια στον φασισμό, στους γερμανοτσολιάδες, έβλεπαν σαν έπαθλο των θυσιών τους μια κοινωνία ριζικά διαφορετική από την Ελλάδα του μεσοπολέμου, της φτώχειας, της ανεργίας, της καταπίεσης και θεωρούσαν ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ σαν τις δυνάμεις που θα πετύχουν αυτό το αποτέλεσμα. Όμως, η ηγεσία δεχόταν να μπει σε μια κυβέρνηση που διακηρυγμένο στόχο είχε να αποτρέψει αυτή την προοπτική. Ήταν η έμπρακτη εφαρμογή μιας συνολικής στρατηγικής που θυσίαζε την επαναστατική δυναμική του κινήματος στην «εθνική ενότητα» με τους καπιταλιστές και την «αντιφασιστική συμμαχία» με τους άγγλους ιμπεριαλιστές.

Με το ζόρι

Παρόλα αυτά, επρόκειτο για ένα «γάμο με το ζόρι» που όσο περνούσαν οι μέρες έμοιαζε να διαλύεται στην καυτή ατμόσφαιρα της απελευθερωμένης Αθήνας. Τα πλήθη που κατέβαιναν από τους συνοικισμούς στο κέντρο σαν ανταριασμένα ποτάμια, ένιωθαν ότι είχαν να κανονίσουν λογαριασμούς που εκκρεμούσαν όχι μόνο από τα χρόνια της Κατοχής αλλά πήγαιναν πολύ πιο πίσω, έφταναν στη δεκαετία του ’20 και του ’30.

Όταν ο Γ. Παπανδρέου ανέβηκε στην εξέδρα που είχε στηθεί απέναντι από τον Άγνωστο Στρατιώτη, διακοπτόταν συνεχώς από το σύνθημα «Λαοκρατία! Λαοκρατία!». Εκνευρισμένος, αναγκάστηκε να πει τη φράση που έχει μείνει στην ιστορία: «Πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν!». Λίγες μέρες πριν είχε ζητήσει από τον Τσόρτσιλ να στείλει στην Ελλάδα «επιβλητικές δυνάμεις» γιατί «τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».

Το συγκεντρωμένο πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Όμως, οι ρητορικές νίκες ενός έμπειρου πολιτικού των κοινοβουλευτικών εδράνων, δεν μπορούσαν να εξαφανίσουν το ταξικό χάσμα που είχαν ανοίξει οι αγώνες και οι θυσίες της Κατοχής. Από μια διαφορετική πλευρά, το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν και οι ηγεσίες του κινήματος.

Υπάρχει μια άλλη φωτογραφία, τραβηγμένη δυο-τρεις βδομάδες μετά: σε ένα από τα ατελείωτα συλλαλητήρια τα πλακάτ των διαδηλωτών απαιτούν: «Να τιμωρηθούν οι προδότες» και «Να ανοίξουν τα κλειστά εργοστάσια».

Η έκρηξη δεν θα αργούσε να έρθει, τον Δεκέμβρη του 1944.

Λέανδρος Μπόλαρης

Θα το βρείτε στο Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο