Σκάνδαλα: Από τον Κοσκωτά στη Λίστα Λαγκάρντ

Ίσως το πιο γνωστό απ' όλα τα εγχώρια παραδείγματα, μιας και στο επίκεντρό του σαν κατηγορούμενος βρέθηκε ο Αντρέας Παπανδρέου, είναι το σκάνδαλο Κοσκωτά τη δεκαετία του '80.

Το 1985, μαζί με τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ ξεκινούσε και το πρώτο διπλό μεγάλο άνοιγμα, μιας κυβέρνησης που αυτοχαρακτηριζόταν σοσιαλιστική, προς την αγορά: Από τη μια το πρώτο πακέτο λιτότητας σε μισθούς και συντάξεις με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του υπουργού Οικονομικών Σημίτη. Και από την άλλη, η υπόκλιση στους εκβιασμούς των βιομηχάνων (που έτρεχαν και τότε να βγάλουν τα λεφτά τους στην Ελβετία) και η προώθηση της “νέας επιχειρηματικότητας” των “νέων τζακιών” του ελληνικού καπιταλισμού, εξέχουσα μορφή των οποίων ήταν ο “αυτοδημιούργητος” τραπεζίτης της Τράπεζας Κρήτης, Κοσκωτάς.

Ο Κοσκωτάς, που υπεξαιρούσε τεράστια κεφάλαια από την περίοδο ακόμα που ήταν διευθυντής στην τράπεζα, έφθασε μέσα σε λίγα χρόνια να είναι το υπόδειγμα επιτυχημένου επιχειρηματία που μπορούσε να καταπίνει στην τεράστια κοιλιά του, ολόκληρες επιχειρήσεις, τράπεζες, εκδοτικούς οίκους και ποδοσφαιρικές ομάδες. Το 1988, η διαπλοκή, δηλαδή η πολιτική στήριξη της κυβέρνησης προς τα νέα τζάκια είχε σαν αντάλλαγμα κρυφές ενισχύσεις του επιχειρηματία προς πολιτικούς της κυβέρνησης και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί.

Η Νέα Δημοκρατία με αρχηγό τον Μητσοτάκη άρπαξε αμέσως την ευκαιρία να ξεκινήσει μια πολιτική και ιδεολογική επίθεση όχι βέβαια στα “νέα τζάκια” με τα οποία διατηρούσε άριστες σχέσεις, αλλά στο “διεφθαρμένο κράτος”, τους “σοσιαληστές” όπως έγραφαν με πηχυαίους τίτλους οι φυλλάδες της εποχής.

Στο ειδικό δικαστήριο, που θα ακολουθήσει το 1991, ο Παπανδρέου θα αθωωθεί, αναλαμβάνοντας όμως την πολιτική ευθύνη ότι "η κυβέρνησή του δεν κατόρθωσε να εμποδίσει την οικονομική αναρρίχηση ενός ανθρώπου χωρίς επιφάνεια, που αποδείχθηκε εκ των υστέρων απατεώνας". Ο στενός του συνεργάτης, Κουτσόγιωργας, ο οποίος καλούνταν να παίξει το ρόλο της Ιφιγένειας θα πεθάνει στη διάρκεια της δίκης.

Η πολιτική της αστικής τάξης συνεχίζεται αμείωτα το 1990-93 με την κυβέρνηση Μητσοτάκη που βάζει σαν στόχο να επιβάλει την πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη επίθεση στην εργατική τάξη. Αυτή η επίθεση συνοδεύεται βέβαια από τα δικά της σκάνδαλα.

Εξεταστική Επιτροπή

Το 1994 οι ρόλοι αντιστρέφονται με το ΠΑΣΟΚ να προτείνει στη Βουλή τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για το ξεπούλημα αντί πινακίου φακής της ΑΓΕΤ στην ιταλική εταιρία Καλτσεστρούτσι από τη Νέα Δημοκρατία με τον Μητσοτάκη, τον Ανδριανόπουλο και τον Παλαιοκρασσά να παραπέμπονται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Όμως, το 1995 ο Παπανδρέου θα ζητήσει στη Βουλή και αυτή θα ψηφίσει κατά πλειοψηφία την αναστολή των διώξεων για πολιτικά πρόσωπα. Τελικά κανείς δεν παραπέμπεται πουθενά...

Χρόνια αργότερα ο Μητσοτάκης ξεπληρώνοντας τη χάρη, θα δηλώσει ότι έκανε λάθος για την παραπομπή του Παπανδρέου. Πιο κυνικός από όλους πάνω στο ζήτημα της ευθύνης των πολιτικών προσώπων ήταν βέβαια ο πρόεδρος της Δημοκρατίας μέχρι το 1995 Κωνσταντίνος Καραμανλής με τη γνωστή δήλωση ότι «οι πρωθυπουργοί δεν πηγαίνουν στη φυλακή, πηγαίνουν στο σπίτι τους».

Όμως ο συμβιβασμός που έγινε τότε ανάμεσα στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία δεν αφορούσε απλά τη διάσωση των πολιτικών από ειδικά δικαστήρια. Εκφραζε την ανάγκη ο ελληνικός καπιταλισμός να συνεχίσει απερίσπαστα την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και των ανοιγμάτων στην αγορά. Οι εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις θα έπρεπε να μπουν στην άκρη προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κοινός αντίπαλος, το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα που η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί της αποκαλούν “συντεχνίες” και “μειοψηφίες”.

Πίσω από το “όραμα του εκσυγχρονισμού” που πρέσβευε η οκταετία της κυβέρνησης Σημίτη που ακολούθησε (1996-2004) κρύβονταν η ανάγκη να νομιμοποιηθούν – και θεσμικά αλλά και ηθικά στο μυαλό του κόσμου – τα ξεπουλήματα και η κερδοσκοπία σαν κάτι θετικό.

Κάτω από την καθοδήγηση μιας κατ' όνομα σοσιαλιστικής κυβέρνησης, η φούσκα που κάθε μέρα μεγάλωνε στο Χρηματιστήριο κατάντησε να είναι ο δείκτης “ανάπτυξης” και “ευημερίας” του λαού. Την ίδια στιγμή που οι κερδοσκόποι ξεπουπούλιαζαν τους μικροεπενδυτές στο Χρηματιστήριο, “μεγαλοεπενδυτές”, όπως ο Κωστόπουλος της Πίστεως που αγόρασε την Ιονική Τράπεζα για ψίχουλα, μπορούσαν να ξεπουπουλιάζουν το δημόσιο.

Κανείς, βέβαια, δεν τιμωρήθηκε γι' αυτά. Να το πούμε απλά, τα ξεπουλήματα όπως της ΑΓΕΤ έπρεπε να πάψουν να είναι και να αποκαλούνται σκάνδαλα, ώστε να μπορούν τα νέα και παλιά, ντόπια και διεθνή “τζάκια” να κάνουν απερίσπαστα τη δουλειά τους: ο Κωστόπουλος να εξαγοράσει την Ιονική, ο Βγενόπουλος την Ολυμπιακή, η Cosco το λιμάνι του Πειραιά, η Siemens την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων, η Χόχτιφ το νέο αεροδρόμιο, ο Σάλλας πρόσφατα την ΑΤΕ και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.

Ιδιαίτερα η πενταετία (2004-2009) του Καραμανλή ήταν η αποθέωση των σκανδάλων της αγοράς: Τα δομημένα ομόλογα που ρήμαξαν τα ταμεία, η κατάργηση του νόμου περί βασικού μετόχου, οι “κουμπάροι” και το καρτέλ των βιομηχανιών του γάλακτος, το παραδικαστικό κύκλωμα, το ολικό ξεπούλημα του ΟΤΕ στην Deutsche Telekom, ο Τσιτουρίδης και το χρηματιστηριακό σκάνδαλο, ο Μαγγίνας και το αναψυκτήριο, ο Ζαχόπουλος και οι μπίζνες στο ΥΠΠΟ, ο Λιάπης και τα ταξίδια με έξοδα της Siemens, o Kυριάκος Μητσοτάκης και τα δώρα της Siemens, οι απαγωγές των Πακιστανών, οι υποκλοπές της Vodafone, η υπόθεση κάλυψης της “ζαρντινιέρας”, - και βέβαια το σκάνδαλο κερδοσκοπίας στη γη από τη Μονή Βατοπεδίου σε συνεργασία με τον Ρουσόπουλο, το Βουλγαράκη – είναι μόνο κάποια από τα προ-μνημονίου σκάνδαλα για τα οποία δεν τιμωρήθηκε ποτέ κανείς επιχειρηματίας ή πολιτικός.

Βέβαια, το μεγαλύτερο σκάνδαλο αυτής της κυβέρνησης ήταν τα 28 δις που χάρισε ο Καραμανλής στους τραπεζίτες λίγο πριν παραιτηθεί την ίδια ώρα που έλεγε στον κόσμο ότι η κρίση δεν θα επηρεάσει την Ελλάδα. Και όμως ακόμα και αυτό, ήταν απλά το προανάκρουσμα για τις μνημονιακές κυβερνήσεις που εδώ και τρία χρόνια έχουν ανεβάσει τον ορισμό του τι είναι σκάνδαλο και τι όχι σε νέο επίπεδο, κάνοντας την ΑΓΕΤ, τον Κοσκωτά, ακόμα και το Βατοπέδι να μοιάζουν με πταίσματα.

Φυσικά, δεν πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο. Το ξεκίνημα της παγκόσμιας κρίσης στις ΗΠΑ το 2008 είχε στο κέντρο του το σκάνδαλο της Λήμαν Μπράδερς και ήταν από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στην κατάρρευση την κυβέρνηση Μπους. Στις ΗΠΑ, στην καρδιά του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς εδώ και χρόνια, το μέγεθος των οικονομικών ενισχύσεων των πολυεθνικών προς τους πολιτικούς όχι μόνο δεν θεωρείται παράνομη πράξη, αλλά κριτήριο επιτυχίας των υποψηφίων Ρεπουμπλικανών ή Δημοκρατικών.

Κέρδη

Με αυτήν την έννοια το μεγαλύτερο σκάνδαλο για το οποίο θα έπρεπε να πάει στη φυλακή ο Παπακωνσταντίνου δεν είναι ότι έτρεξε να διαφυλάξει τα κέρδη της οικογένειάς του, αλλά η ληστεία κατά συρροή και εξακολούθηση που επέβαλλε σε βάρος του λαού προς όφελος των καπιταλιστών, σαν υπουργός Οικονομικών της τρόικας. Και μαζί του θα πρέπει να πάνε οι Σαμαράδες και οι Βενιζέλοι που τη στήριξαν και την συνεχίζουν και βέβαια οι επιχειρηματίες με ονοματεπώνυμο που επωφελούνται.

Τέτοιες λύσεις βέβαια δεν έρχονται μέσα από εξεταστικές επιτροπές, αλλά με ανατροπές. Από τους λίγους διαπλεκόμενους που πλήρωσαν την ασυδοσία και τη διαπλοκή τους στα σκάνδαλα (αν και δεν καταδικάστηκαν γι' αυτά) μπαίνοντας στη φυλακή είναι οι πρωταγωνιστές της χούντας που για επτά ολόκληρα χρόνια έγιναν τα αγαπημένα παιδιά των εφοπλιστών και των βιομηχάνων, με τους τελευταίους να μένουν στο απυρόβλητο.

Αν τότε χρειάστηκε η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η μεταπολίτευση για να συμβεί αυτό, στις σημερινές συνθήκες της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και οξείας ταξικής πόλωσης θα χρειαστούν πολύ περισσότερα.