Άλεξ Καλλίνικος: Φτηνό χρήμα και πανάκριβες φούσκες

Θέμα μεγάλης συζήτησης έχει γίνει το τελευταίο διάστημα στην Ουάσινγκτον το νέο βιβλίο του Ντέιβιντ Στόκμαν, ο οποίος ήταν διευθυντής προϋπολογισμού του Ρόναλντ Ρίγκαν από το 1981 ως το 1985. Απογοητευμένος, όταν δεν κατάφερε να πείσει τον Ρίγκαν να σταματήσει τις μειώσεις των φόρων και την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, έγινε δεξιός ελευθεριακός. Σύμφωνα με τον Στόκμαν, τα πράγματα άρχισαν να χαλάνε το 1933, όταν ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ έβγαλε τις ΗΠΑ από τον κανόνα του χρυσού. Έτσι, λέει, ξεκίνησε μια εποχή “διεφθαρμένου καπιταλισμού”, στον οποίο το κράτος κρατάει όρθιες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Αυτό το ναυάγιο έφτασε στο αποκορύφωμά του με τις διασώσεις των τραπεζών που έκανε το αμερικάνικο κράτος, με τον τρόπο που αντιμετώπισαν την κρίση του 2007-2008 οι κυβερνήσεις του Τζορτζ Μπους και του Μπαράκ Ομπάμα.

Ο Στόκμαν απευθύνει πολύ από το θυμό του ενάντια στη Διοίκηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, “μιας εγκληματικής κεντρικής τράπεζας που υποδαυλίζει το καζίνο της Γουόλ Στριτ”.

Λέει ότι “έχουν σταυρώσει τους καταθέτες δίνοντας σχεδόν μηδενικά επιτόκια και τροφοδότησαν μια παγκόσμια φούσκα στις τιμές των εμπορευμάτων που κατατρώει το επίπεδο ζωής όσον αφορά στην πραγματική οικονομία, ανεβάζοντας τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας”.

Η λύση που προτείνει ο Στόκμαν είναι να δεθεί το δολάριο ξανά με το χρυσό. Πρόκειται για χαρακτηριστική αντιμετώπιση των ουτοπιστών της ελεύθερης αγοράς που όλο και περισσότερο κερδίζουν έδαφος στους Ρεπουμπλικάνους αυτόν τον καιρό. Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως η διάγνωσή του είναι εντελώς λαθεμένη.

Σχεδόν έξι χρόνια μέσα στην κρίση, η βασική αντίφαση είναι αυτή μεταξύ δημοσιονομικής λιτότητας και αυτού που ο βρετανός Υπουργός Οικονομικών αρέσκεται να αποκαλεί “νομισματικό ακτιβισμό”. Από τη μια, οι κυβερνήσεις προσπαθούν να μειώσουν την οικονομική δραστηριότητα του κράτους, περικόπτοντας τις δημόσιες δαπάνες και το δανεισμό. Από την άλλη, στις κεντρικές τράπεζες έχει απομείνει το καθήκον να κρατάνε όρθιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, συνεπώς και την παγκόσμια οικονομία.

Στις ΗΠΑ και τη Βρετανία αυτό παίρνει τη μορφή της “ποσοτικής χαλάρωσης”. Οι κεντρικοί τραπεζίτες αγοράζουν κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα, φουσκώνοντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα με μετρητά.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μέχρι στιγμής αποφύγει την κατάρρευση του ευρώ -παρόλο που η Κύπρος μπορεί να αποδειχθεί άλλο ένα καρφί στο φέρετρο του κοινού νομίσματος. Η διάσωση έχει επιτευχθεί μέσω ενός συνδυασμού δημόσιου εφησυχασμού και φτηνών δανείων προς τις τράπεζες. Τα επιτόκια παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά.

Η πιο ακραία κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση ήρθε την περασμένη βδομάδα, όταν ο νέος διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας, Χαρουχίκο Κουρόντα, ανακοίνωσε ένα γιγάντιο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ο οικονομολόγος Γκάβιν Ντέιβις υπολογίζει ότι πρόκειται για αγορές ομολόγων της τάξης του 15% του εθνικού εισοδηματος της Ιαπωνίας το 2013-14. Δηλαδή τρεις φορές περισσότερο από ό,τι σχεδιάζει η αμερικάνικη κεντρική τράπεζα το ίδιο διάστημα.

Η ιαπωνική οικονομία βρίσκεται βαλτωμένη από τότε που κατέρρευσε μια τεράστια χρηματιστική φούσκα στις αρχές της δεκαετία του '90. Ο νέος δεξιός πρωθυπουργός, Σίνζο Άμπε, διόρισε τον Κουρόντα με σκοπό να αναστήσει την οικονομική ανάπτυξη και, ανάμεσα σε άλλα, να αυξήσει το ποσό του χρήματος που κυκλοφορεί. Ο Άμπε ελπίζει ότι αυτή η πολιτική θα καταφέρει να ρίξει την ισοτιμία του γιεν έναντι άλλων νομισμάτων κι έτσι θα κάνει φτηνότερες τις ιαπωνικές εξαγωγές.

Υποτιμήσεις

Δεν είναι ο μόνος που προσπαθεί να ενισχύσει την ανάπτυξη μέσω της υποτίμησης. Ο Μπεν Μπερνάνκε, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, κατηγορείται από πολλούς ότι προκαλεί “νομισματικούς πολέμους” χρησιμοποιώντας την ποσοτική χαλάρωση για να φτηνύνει το δολάριο. Και μέχρι πρόσφατα, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μέρβιν Κινγκ έσπρωχνε ανοιχτά τη στερλίνα προς τα κάτω.

Οι θιασώτες της ελεύθερης αγοράς, σαν τον Στόκμαν, παραπονούνται ότι αυτές οι πολιτικές στρεβλώνουν τις χρηματαγορές. Πλημμυρισμένα από φτηνό χρήμα, τα χρηματιστήρια εκτινάσσονται δυσανάλογα προς τα πάνω.

Το πιο σημαντικό είναι πως δεν υπάρχει κανένα σημάδι ότι η ποσοτική χαλάρωση φέρνει αποτελέσματα. Η βρετανική μεταποίηση παραμένει στα τάρταρα, παρόλο που η τιμή της λίρας έχει πέσει. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την απασχόληση στις ΗΠΑ δείχνουν ότι το Μάρτη δημιουργήθηκαν 88 χιλιάδες θέσεις εργασίας, λιγότερες από τις μισές από ό,τι είχε προβλεφθεί.

Η ευρύτερη εικόνα δείχνει στασιμότητα και όχι ολοκληρωτική κατάρρευση. Σύμφωνα με τον μαρξιστή μπλόγκερ Μάικλ Ρόμπερτς, “το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας επεκτείνεται, έστω και αν σέρνεται. Μόνο η Ευρωζώνη βρίσκεται σε σημαντική συρρίκνωση”.

Η ποσοτική χαλάρωση είναι λανθασμένο φάρμακο γιατί αυτό που εμποδίζει την ανάπτυξη δεν είναι η έλλειψη χρήματος. Οι εταιρείες χρησιμοποίησαν την Μεγάλη Ύφεση του 2008-2009 για να συμπιέσουν χειρότερα τους εργάτες τους. Στις ΗΠΑ τα κέρδη ανά εργαζόμενο διπλασιάστηκαν ανάμεσα στο 2002 και το 2012. Ωστόσο, ο Ρόμπερτς υπολογίζει ότι το αμερικάνικο ποσοστό κέρδους -δηλαδή τα κέρδη αναλογικά με τα κεφάλαια που έχουν επενδύσει οι εταιρείες- βρίσκεται χαμηλότερα από τις πιο σημαντικές πρόσφατες κορυφώσεις του το 1997 και το 2005. Έτσι, τα αφεντικά κάθονται πάνω στα κέρδη τους περιμένοντας για καλύτερες μέρες. Μπορεί να χρειαστεί να περιμένουν πολύ.