Το αδιέξοδο της “ισλανδικής λύσης”

Οι κοινοβουλευτικές εκλογές που έγιναν στην Ισλανδία στις 27 Απρίλη αποτελούν σημαντικό μάθημα για όλους. Πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση των τραπεζών της χώρας και τέσσερα χρόνια μετά την εκλογική ανατροπή που έφερε τους σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους στην εξουσία, η δεξιά ξανακέρδισε τις εκλογές και επιστρέφει στην κυβέρνηση το κόμμα της Ανεξαρτησίας, το παραδοσιακά μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, στο οποίο είχαν πέσει οι ευθύνες για την οικονομική κρίση.

Όταν ανέλαβαν την κυβέρνηση οι Σοσιαλδημοκράτες, σε συμμαχία με τους Πράσινους, προβλήθηκε διεθνώς μια εικόνα ότι η νέα κυβέρνηση θα έφερνε τα πάνω κάτω σε σύγκρουση με τους τραπεζίτες και με το νεοφιλελευθερισμό. Η «ισλανδική λύση» υιοθετήθηκε και από πολλούς στην Αριστερά ως δρόμος απέναντι στην κρίση που δεν περνάει μέσα από τη λιτότητα. Στην πραγματικότητα οι Σοσιαλδημοκράτες δεν είχαν καν τις περγαμηνές για μια τέτοια ρήξη. Βρίσκονταν σε συγκυβέρνηση με το Κόμμα της Ανεξαρτησίας όταν ξέσπασε η κρίση.

Όταν ανέλαβαν την κυβέρνηση οι ίδιοι, για να αντιμετωπίσουν μια οικονομία που όδευε σε ολοκληρωτική καταστροφή, αναγκάστηκαν να πάρουν μέτρα που δεν προβλέπει η νεοφιλελεύθερη συνταγή, όπως υποτίμηση του νομίσματος και περιορισμούς στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων. Όμως ο στόχος ήταν να «σωθεί η οικονομία», όχι το επίπεδο διαβίωσης του κόσμου και το αποτέλεσμα ήταν το επίπεδο διαβίωσης να χτυπηθεί ακόμη περισσότερο.

Τα μέτρα ούτως ή άλλως δεν ήταν τόσο ριζοσπαστικά. Αρχικά η κυβέρνηση προσπάθησε να διασώσει τους τραπεζίτες που είχαν δημιουργήσει την τεράστια φούσκα. Όταν δεν τα κατάφερε, εθνικοποίησε τις τράπεζες, όμως σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα τις ξαναϊδιωτικοποίησε. Σήμερα, δύο από τις τρεις μεγάλες τράπεζες που είχαν καταρρεύσει ανήκουν στους πιστωτές τους και όχι στο κράτος.

Ταυτόχρονα η κυβέρνηση προσπάθησε να προχωρήσει σε διαπραγμάτευση για την αποζημίωση των καταθετών, κυρίως Ολλανδών και Βρετανών. Αν είχε υιοθετηθεί εκείνη η συμφωνία, η Ισλανδία θα έμενε υποθηκευμένη να ξεπληρώνει τα σπασμένα των τραπεζών για δεκαετίες. Οι συμφωνίες απορρίφθηκαν σε δύο δημοψηφίσματα από την πλειοψηφία του πληθυσμού, όμως η κυβέρνηση κατάφερε να διατηρήσει κάποιους όρους για αποπληρωμή στους καταθέτες.

Η κυβέρνηση έβαλε μπρος ένα σχέδιο αναστήλωσης της οικονομίας με υποτίμηση του νομίσματος και έλεγχο των ροών κεφαλαίου ώστε να ενισχυθούν οι εξαγωγές. Η ανάπτυξη τώρα είναι γύρω στο 2%, μεγαλύτερη από πολλά άλλα σημεία της Ευρώπης αλλά ούτε στο μισό από την πρόβλεψη του ΔΝΤ για 4,5%. Ο απλός κόσμος δεν έχει νιώσει αυτή την ανάπτυξη στη καθημερινότητά του και αυτό ήταν που έκφρασε στις κάλπες.

Πέρα από τους δύο τομείς που μπόρεσαν να αξιοποιήσουν το υποτιμημένο νόμισμα, την αλιεία και τον τουρισμό, η υπόλοιπη οικονομία παραμένει βαλτωμένη. Οι επενδύσεις υπολογίζονται στο 15% του ΑΕΠ, αρνητικό ρεκόρ για όλη την Ευρώπη. Τα πραγματικά εισοδήματα έχουν κατρακυλήσει. Το ακαθάριστο εισόδημα, προ φόρων, για το μέσο Ισλανδό έχει πέσει 18,3% από το 2007 όταν μετριέται σε ισλανδικές κορώνες. Το ίδιο εισόδημα αν μετρηθεί σε δολάρια έχει πέσει 42,7%. Η μεγαλύτερη θηλιά στο λαιμό των απλών ανθρώπων είναι τα χρέη τους προς τις τράπεζες, με 80% των νοικοκυριών καταχρεωμένα και με τον πληθωρισμό και την υποτίμηση να κάνουν ακόμη δυσκολότερη την αποπληρωμή τους.

Γνωστές συνταγές

Τώρα η Δεξιά λέει πως το σχέδιο της κεντροαριστεράς για γρήγορη έξοδο από την κρίση απέτυχε και πρέπει να επανέλθουν οι γνωστές συνταγές. Δηλαδή λιτότητα, ισοσκελισμένος προύπολογισμός και διαρθρωτικές αλλαγές που κάποια στιγμή στο μέλλον θα δώσουν τη δυνατότητα για ανάπτυξη. Ταυτόχρονα προτείνουν μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και φυσικά άρση των εμποδίων στη ροή κεφαλαίων που επέβαλε η κεντροαριστερή κυβέρνηση.

Αυτό που πραγματικά έγινε στην Ισλανδία είναι ότι σε συνθήκες πανικού και απειλής για συνολική κατάρρευση, η κεντροαριστερά ανέλαβε να σώσει τον καπιταλισμό με τα έκτακτα μέτρα που πήρε. Έβαλε τον κόσμο να πληρώσει τα σπασμένα για αυτές τις πολιτικές της επιλογές καταχρεώνοντάς τον στις τράπεζες και μειώνοντας τη δύναμη του εισοδήματός του. Τώρα οι Ισλανδοί καπιταλιστές θεωρούν ότι όλα αυτά τα έκτακτα μέτρα είναι πλέον εμπόδιο στις δυνατότητές τους και θέλουν να επανέλθουν στα ανοιχτά και επικίνδυνα παιχνίδια τους στις διεθνείς αγορές.

Αντίθετα με το μύθο της «εναλλακτικής λύσης», οι Σοσιαλδημοκράτες δεν εφάρμοσαν ποτέ πραγματική στάση πληρωμών, ούτε πραγματική κρατικοποιήση των τραπεζών. Διαπραγματεύτηκαν για να μπορέσουν να ξεπληρώσουν κατά το δυνατόν, σώζοντας ό,τι μπορούσαν, ελπίζοντας μάλιστα να βάλουν την Ισλανδία και στο ευρώ μετά από όλα αυτά.

Η πραγματική σύγκρουση με τους τραπεζίτες θα απαιτήσει ριζικά μέτρα με τα οποία θα τους πάρουμε τον έλεγχο πάνω στα θησαυροφυλάκιά τους, και αντίστοιχα μέτρα στους καπιταλιστές που κρατάνε τα κεφάλαιά τους στην άκρη και δεν επενδύουν περιμένοντας «καλύτερες μέρες», αφήνοντας τον κόσμο άνεργο. Αυτά όμως απαιτούν εργατικό έλεγχο, τους ίδιους τους εργάτες να αποφασίζουν ποιος και τι πληρώνει. Δεν μπορούν να γίνουν από κυβερνήσεις που σέβονται την ιερότητα της ιδιοκτησίας των τραπεζών, προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα και στο τέλος προκαλούν μόνο μεγαλύτερη απογοήτευση.