και ο πόλεμος των από κάτω

Η πραγματική εικόνα του πολέμου ήταν λοιπόν πολύ διαφορετική από το παραμύθι με τους τσολιάδες που όρμησαν στα βουνά λέγοντας «αέρα» και κατατρόπωσαν τους Ιταλούς με το θάρρος τους.

Καταρχάς, η ιταλική επίθεση ήταν κακά οργανωμένη, βασισμένη σε υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις για την κατάσταση του αντιπάλου, με σχέδια που καλούνταν να εφαρμόσουν ανεπαρκείς δυνάμεις. Στην πρώτη φάση των επιχειρήσεων, ο ελληνικός στρατός «απορρόφησε» το πλήγμα, απέκρουσε τις αιχμές της ιταλικής επίθεσης, όπως της μεραρχίας αλπινιστών «Τζούλια». Από τις 15 Νοέμβρη πέρασε στην αντεπίθεση.

Ενας πρώτος μύθος είναι ότι η επιτυχία εκείνης της αντεπίθεσης στηριζόταν στην «ελληνική ψυχή», στην «πολεμική αρετή των Ελλήνων» για να θυμηθούμε τα εμετικά κηρύγματα της χούντας. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή το ελληνικό γενικό επιτελείο είχε αποκτήσει το αριθμητικό πλεονέκτημα. Είχε συγκεντρώσει 232.000 άνδρες στο μέτωπο (Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου και Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας) με 556 πυροβόλα, και επίσης πολύ σημαντικό, 100.000 κτήνη. Επίσης, ήταν καλύτερα προετοιμασμένος για τις μάχες που ακολούθησαν. Μ’ αυτό τον τρόπο έφθασε δεκάδες χιλιόμετρα μέσα στο αλβανικό έδαφος.

Ο δεύτερος μύθος είναι ότι το γενικό επιτελείο απέδειξε την στρατηγική του ανωτερότητα. Στην πραγματικότητα ο ελληνικός στρατός ούτε στιγμή δεν απέκτησε το στρατηγικό πλεονέκτημα. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Γ. Μαργαρίτης: «Το πλήθος των τοπικών, τακτικού τύπου, επιτυχιών δημιούργησε ίσως την εντύπωση στο ελληνικό επιτελείο ότι είναι δυνατή η επίτευξη της νίκης με την τριβή του ιταλικού στρατού σε όλο το μήκος του μετώπου, με το σπρώξιμο δηλαδή του συνόλου της εχθρικής παράταξης προς τα πίσω. Στην πράξη, αυτή η τακτική, που θύμιζε τις επιλογές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησε μεν σε εδαφικά κέρδη –τουλάχιστον μέχρι να αποκατασταθούν οι αριθμητικές ισορροπίες- δεν απείλησε όμως σε καμιά περίπτωση τον ιταλικό στρατό με αποφασιστική ήττα».

Πραγματικότητα

Η πραγματικότητα του πολέμου κρύβεται από τις ηρωικές περιγραφές των εφορμήσεων με την ξιφολόγχη. Αυτές οι εφορμήσεις σταμάτησαν σιγά-σιγά καθώς το μέτωπο πάγωνε στην κυριολεξία πάνω στις κορυφογραμμές της Αλβανίας. Περίπου σαν το δυτικό μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου μόνο που τις γραμμές των χαρακωμάτων τις διέκοπτε το άγριο τοπίο.

Βομβαρδισμοί, προβλήματα στον εφοδιασμό, ψείρες, κρυοπαγήματα. Όπως αναφέρει ο Θανάσης Χατζής που βρέθηκε στο μέτωπο φαντάρος και μετά έγινε ο πρώτος γραμματέας του ΕΑΜ: «Ήταν και κάτι άλλο που ερέθιζε τους φαντάρους. Οι ηγέτες των μετόπισθεν και των καταφυγίων και οι καλαμαράδες της Αθήνας, παρουσίαζαν τον πόλεμο σαν τρικούβερτο γλέντι με χαρές και τραγούδια για τους Ελληνες φαντάρους και τους Ιταλούς τρομοκρατημένους λαγούς που φεύγανε μονάχα με το άκουσμα της ιαχής ‘Αέρα’. Κρύβανε την πραγματικότητα…».

Το χάσμα ανάμεσα στους «από πάνω» και τους «από κάτω» έβγαζε μάτια. Μόλις πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός, αυτή η πραγματικότητα γινόταν πλέον οδυνηρά φανερή στο κόσμο. Όχι μόνο στις πόλεις και τα χωριά αλλά και στο μέτωπο. Ο Δ. Λουκάτος, είχε βρεθεί στο μέτωπο στις αρχές του 1941 και έχει αφήσει ένα ενδιαφέρον ημερολόγιο με τις εμπειρίες του. Να δυο χαρακτηριστικά επεισόδια:

«Στους θαλάμους έχουνε όλοι γενική κινητοποίηση καθαριότητος, μήπως τους επιθεωρήση ο Διοικητής. Το ίδιο τηλεφώνησαν και στις προφυλακές, να είναι εν τάξει, μήπως τους επισκεφθή. Δεν έγινε, όμως, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Χιονίζει πολύ, φυσάει, κάνει τούρτουρα κι ο κ. Διοικητής είναι κομμάτι συναχωμένος. Ετσι, περνάει την ημέρα του, κοντά στη φωτιά και στο τηλέφωνο. Ακούω τις κουβέντες του: ‘Πώς τα περνάτε εδώ πάνω; Χιόνι πολύ ε; Κουράγιο! Κουράγιο! Σας φέρνουν φαϊ; Δύσκολα, ε; Τι να γίνη! Η απόσταση βλέπετε!’. Ο μάγειρος σήμερα έχει καταπιαστεί με κοκκινιστό γουρουνόπουλο. Είναι, λέει, η αδυναμία του κ. υπασπιστή. Πολύ του αρέσει…».

«Ήρθανε, επί τέλους, και άρβυλα για τους ξυπόλυτους. Καλά άρβυλα. Καταφθάνουνε στον επιτελή οι Μεταγωγικοί, που έχουν λειώσει από τους δρόμους τα άρβυλά τους, και ζητάνε καινούργια. Το μάτι τους τα λαχταράει σαν θησαυρό. Επί τέλους, τα μοιράζουν. Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Μετά τρεις ώρες, τους τα παίρνουν πίσω, και τα δίνουν στους αξιωματικούς. Οι φαντάροι παίρνουν τα παλιά των αξιωματικών».

Ένα ζευγάρι γερές αρβύλες ήταν αυτό που σε χώριζε από το κρυοπάγημα με πιθανότατη κατάληξη τον ακρωτηριασμό.

Μπαίνοντας η άνοιξη του 1941, και παρόλη την αποτυχία της ιταλικής εαρινής επίθεσης έγινε φανερό ότι η εισβολή της Γερμανίας ήταν ζήτημα ημερών, άντε βδομάδων.

Στους κόλπους των στρατηγών και της άρχουσας τάξης γενικά άνοιξαν νέα διλήμματα και καυγάδες. Με τους Βρετανούς ναι, αλλά μέχρι που; Ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να υποσχεθούν πολλά. Μήπως είναι καλύτερη μια έντιμη συνθηκολόγηση, με το στρατό να κατέχει ακόμα τη νότια Αλβανία; Το παράδειγμα της Γαλλίας του Βισί πρέπει να έβαζε σε πειρασμό πολλούς στρατηγούς και λοιπούς «ηγέτες του έθνους». Στρατιωτικά, η σύμπτυξη του μετώπου ήταν η καλύτερη λύση. Όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο θα εγκαταλείπονταν η (Βόρεια) Ηπειρος κι η Μακεδονία με κίνδυνο να την αρπάξουν οι προαιώνιοι εχθροί. Καλύτερα η συνθηκολόγηση σκέπτονταν.

Όταν ξεκίνησε η γερμανική εισβολή στις 6 Απρίλη 1941 οι μάχες δεν κράτησαν πολύ. Οι φαντάροι δεν πίστευαν ότι η ηγεσία σκοπεύει να πολεμήσει στα σοβαρά, άλλωστε για ποιο λόγο; Οι εμπειρίες των προηγούμενων μηνών βάραιναν. Ετσι, όπως αναφέρει η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους: «Διαρροή ανδρών και μονάδων αναφέρονταν από πολλούς διοικητές και στις 15 Απριλίου πήρε τη μορφή μαζικών λιποταξιών…».

Το μέτωπο κατέρρευσε, ο Τσολάκογλου κι οι άλλοι στρατηγοί υπέγραψαν την συνθηκολόγηση. Σε λίγες μέρες θα γινόταν ο πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός.