Ο πόλεμος των από πάνω

Όταν ήρθε η 28η Οκτωβρίου 1940, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διαρκούσε ήδη δεκατρείς μήνες, από τον Σεπτέμβρη του 1939. Η Γερμανία του Χίτλερ είχε ήδη καταπιεί την Πολωνία, την Νορβηγία, την Τσεχοσλοβακία και με μια σειρά συνθήκες είχε βάλει υπό την επιρροή της το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ με την Ρωσία του Στάλιν, επέβαλε το διαμελισμό της Πολωνίας και συνέχιζε να εξασφαλίζει στον Χίτλερ τα νώτα προς ανατολάς και –μια καθόλου ευκαταφρόνητη πηγή πρώτων υλών για την οικονομία και τον στρατό του.

Παράδοση

Τον Μάη του 1940 ο πόλεμος γνώρισε μια δραματική κλιμάκωση στο μέχρι τότε ειδυλλιακά ήσυχο «Δυτικό Μέτωπο». Η Γαλλία, με το μεγαλύτερο στρατό στην Ευρώπη, κατέρρευσε μέσα σε έξι βδομάδες. Στις 18 Ιούνη 1940 η κυβέρνηση υπό τον Στρατάρχη Πετέν υπέγραψε την παράδοση. Η Βρετανία ήταν μόνη της, κι οι επιτυχίες στη βόρειο Αφρική απέναντι στον ιταλικό στρατό (ο Μουσολίνι είχε μπει στον πόλεμο μόλις τον Ιούνη του 1940) δεν αρκούσαν για να αναστρέψουν την εικόνα.

Τον Οκτώβρη του 1940, λοιπόν, το μόνο ενεργό μέτωπο στην Ευρώπη ήταν αυτό στην Πίνδο. Η Βρετανία δεν ήταν, τελικά, μόνη. Όμως, τι περίεργος σύμμαχος.

Η παρουσίαση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ως μια αναμέτρηση της δημοκρατίας με τον φασισμό, της ελευθερίας με την σκλαβιά, θα γινόταν κυρίαρχη στην προπαγάνδα των Συμμάχων δυο και τρία χρόνια μετά, όταν η Ρωσία είχε μπει στον πόλεμο και είχαν φουντώσει τα κινήματα Αντίστασης. Ηταν ένας υποκριτικός ισχυρισμός, όμως το 1940 λίγοι τον πρόβαλλαν ούτως ή άλλως. Το γιατί, το δείχνει το ίδιο το καθεστώς που κυριαρχούσε στην Ελλάδα.

Ήταν η δικτατορία που είχε επιβάλλει στις 4 Αυγούστου 1936 ο πρωθυπουργός –τότε- Μεταξάς, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο στρατός. Μια δικτατορία που είχε καταπνίξει κάθε δημοκρατική φωνή και μιμούταν την Ιταλία του Μουσολίνι και την Γερμανία του Χίτλερ. Όχι μόνο στους φασιστικούς χαιρετισμούς, την στρατιωτικοποίηση της νεολαίας (οι περίφημες μαθητικές παρελάσεις έργο της ήταν) και το αστυνομικό κράτος. Η ιδεολογική συγγένεια συνδυαζόταν με τα υλικά συμφέροντα καθώς ένας μεγάλος όγκος του εμπορίου –ιδιαίτερα σε καπνά και πολύτιμα μέταλλα- γινόταν με την Γερμανία με τη μέθοδο του «κλήρινγκ», των ανταλλαγών.

Η δικτατορία του Μεταξά προετοιμαζόταν για πόλεμο. Οι πάντες στην Ευρώπη το έκαναν από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, το αν αυτό τους εξασφάλισε και την στρατιωτική επιτυχία είναι ένα άλλο ζήτημα. Η δικτατορία του Μεταξά πραγματοποίησε ένα μαμούθ εξοπλιστικό πρόγραμμα κατασκεύασε και την «γραμμή Μεταξά» τα «οχυρά» του Ρούπελ, απέναντι στον προαιώνιο εχθρό, την Βουλγαρία.

Όμως, τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου παρέμεναν στενά δεμένα με εκείνα του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Οι τράπεζες και οι εφοπλιστές στο Λονδίνο κοίταζαν. Ούτε ο Μεταξάς αμφισβήτησε ποτέ σοβαρά αυτή την ένταξη. Η ουδετερότητα της Ελλάδας από το 1939 μέχρι το ’40 μπορεί να είχε να κάνει με τις φασιστικές προτιμήσεις του καθεστώτος, αλλά πολύ περισσότερο είχε να κάνει με τις επιλογές της Βρετανίας. Αρχικά, επειδή έλπιζε να κερδίσει την Ιταλία του Μουσολίνι στο πλευρό της.

Κατόπιν, γιατί η Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να στηρίξει στρατιωτικά ένα βαλκανικό προγεφύρωμα. Προτιμούσε να έχει μια φιλική ουδέτερη χώρα να φυλάει τις γραμμές επικοινωνίας στο Σουέζ.

Ήδη από τα τέλη του ‘39 και τους πρώτους μήνες του 1940, μια σειρά εμπορικές και άλλες συμφωνίες είχαν προσδέσει την ελληνική οικονομία (και τον εμπορικό στόλο της) στη πολεμική προσπάθεια της Βρετανίας. Ο στρατός βρισκόταν σε κατάσταση «σταδιακής επιστράτευσης» από την στιγμή που η Ιταλία είχε καταλάβει την Αλβανία τον Απρίλη του 1939.  Τον Οκτώβρη ξέσπασε ο πόλεμος.