Κινηματογράφος: “Στο δρόμο”

Το να μεταφέρεις στην οθόνη το «Στο δρόμο» του Τζακ Κέρουακ είναι από μόνο του μια τεράστια πρόκληση. Πρόκειται για τη «βίβλο» της γενιάς του «beat», της γενιάς που στάθηκε επικριτικά στο μεταπολεμικό Αμερικανικό όνειρο και αναζήτησε μια εναλλακτική προοπτική χωρίς τελικά να τη βρει. Η περιπλάνηση στους δρόμους και τις πόλεις της Αμερικής ήταν το μέσον γι’αυτή την αναζήτηση και αντικείμενο του βιβλίου του Κέρουακ, που μετέφερε στο σινεμά ο Βραζιλιάνος Βάλτερ Σάλλες, («Κεντρικός σταθμός», «Ημερολόγια μοτοσυκλέτας»).

Η ταινία ακολουθεί τον ίδιο τον Κέρουακ -Σαλ Πάρανταϊς και την παρέα του, όπου περιλαμβάνονται οι πιο χαρακτηριστικές φιγούρες των «μπίτνικς»: Ο Αλλεν Γκίνσμπεργκ (Κάρλο Μαρξ!), ο Ουίλλιαμ Μπάρροουζ (Ολντ Μπουλ Λι), ο Νιλ Κασάντι (Ντιν Μοριάρτι).

Η κυρίαρχη ιδεολογία του τέλους της δεκαετίας του ’40 -χοντροκομμένα αντικομμουνιστική, πρόβαλλε τις αξίες της σκληρής εργασίας, της αποταμίευσης, της οικογένειας, τον «καθως πρέπει» τρόπο ζωής. Όμως ο Σαλ, γόνος φτωχής εργατικής οικογένειας που μετανάστευσε από το Κεμπέκ στη Νέα Υόρκη δεν ήθελε να προσαρμοστεί στη μοίρα του να πεθάνει όπως ο πατέρας του με ρόζους στα χέρια από τη βαρειά χειρωνακτική εργασία. Έψαχνε ένα ουσιωδέστερο νόημα για να ζει κανείς. Έτρεχε πίσω από ανθρώπους τρελλαμένους για ζωή, για συζήτηση, που δεν χασμουριούνται αλλά «...καίγονται σαν ρωμαϊκά κεριά μέσα στη νύχτα». Κινητήρια δύναμη και κέντρο της παρέας ήταν ο Ντιν Μοριάρτι. Ο Ντιν ενσάρκωνε κάθε τι το αντίθετο στις κυρίαρχες αξίες: Αλκοόλ, ναρκωτικά, μουσική τζαζ, αχαλίνωτο σεξ, άσκοπες περιπλανήσεις, καμιά αποδοχή οποιουδήποτε είδους δέσμευσης απέναντι σε τίποτα και σε κανέναν. Ο Σαλ αφήνεται σκόπιμα να παρασυρθεί.

Περιγράφοντας τις περιπέτειες των ηρώων ο Σάλλες γύρισε μια όμορφη ταινία για την αμερικανική ήπειρο και την μεταπολεμική κοινωνία. Χωρίς να ενδώσει στην αισθητική της καρτ-ποστάλ, δείχνει την απεραντοσύνη του Καλιφορνέζικου τοπίου αλλά και την απέραντη φτώχεια των εργατών στις μπαμπακοφυτείες, που ζούσαν σε τσαντήρια και δούλευαν όλη μέρα για πενταροδεκάρες. Τη μαγεία των τζαζ κλαμπ, μόνο που ο Σαλ κι οι φίλοι του ήταν οι μοναδικοί λευκοί σ’αυτά. Την αστυνομία που περιπολούσε στο ειδυλλιακό τοπίο και εκβίαζε τους περαστικούς για να εισπράξει τη μίζα της. Εδώ βρίσκονται τα δυνατά σημεία της ταινίας και τα βαθύτερα κίνητρα των πρωταγωνιστών, όπου θα μπορούσε ίσως να επεκταθεί περισσότερο, παρά στην επανάληψη του ξέφρενα ηδονιστικού τους τρόπου ζωής.

Οι ήρωες του Κέρουακ δεν είναι χωρίς ψεγάδια. Κοροϊδεύουν τον κονφορμισμό και τα προτάγματα του προέδρου Τρούμαν, ψάχνουν την ελευθερία, όμως τελικά αναπαράγουν κάθε είδους σεξιστική συμπεριφορά στις προσωπικές τους σχέσεις γιατί τις θεωρούν εμπόδιο στην απελευθέρωση. Μόνο που τα αίτια της μιζέριας τους είναι πολύ βαθύτερα από τη γκρίνια μιας ζηλιάρας ερωτικής συντρόφου, βρίσκονται στη φτώχεια, το ρατσισμό, την καταστολή, μέσα στην καρδιά του αμερικανικού καπιταλισμού και παρεπιπτόντως στα σύμβολά του.

Οι μπίτνικς συγκρούστηκαν κυρίως με τα σύμβολα γι’αυτό δεν είχαν ελπίδα να νικήσουν. Πέρασαν όμως στις επόμενες γενιές ένα τεράστιο επικριτικό μήνυμα για τον αμερικανικό τρόπο ζωής και την ιδεολογία του, σε μια εποχή που φάνταζε αστραφτερός και παντοδύναμος. Η επιρροή τους στην εξέλιξη της μουσικής, της λογοτεχνίας, της κουλτούρας είναι αναμφισβήτητη. Σήμερα αξίζει να τους θυμηθούμε και να τους ανακαλύψουμε ξανά.