40 χρόνια από τον “Πόλεμο του Οκτώβρη” 1973

Ο πόλεμος του Οκτώβρη σηματοδοτεί όντως τον επιθανάτιο ρόγχο του «ριζοσπαστισμού» των αραβικών κρατών. Παρά τα μεγάλα λόγια και κάποιες αρχικές στρατιωτικές επιτυχίες, το 1973 άνοιξε διάπλατα το δρόμο στο μεγαλύτερο συμβιβασμό από όλους – την αναγνώριση του Ισραήλ από την Αίγυπτο με τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ το 1978. Από εκεί προκύπτει η σύγχυση σχετικά με το ποιος νίκησε στον πόλεμο του 1973. Σε εδαφικό επίπεδο, η χερσόνησος του Σινά επιστράφηκε στην Αίγυπτο μερικά χρόνια αργότερα (η διαδικασία επιστροφής κράτησε ως το 1982). Όμως επιστράφηκε όχι γιατί η Αίγυπτος είχε δείξει την πυγμή της στον πόλεμο, αλλά γιατί η ηγεσία της –ο Σαντάτ τη δεκαετία του ’70 και στη συνέχεια ο Μουμπάρακ- επέλεξε να υποταχθεί εντελώς στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και στο μαντρόσκυλό του στη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ.

Μια ανασκόπηση στα γεγονότα της εποχής μπορεί να μας δώσει συμπεράσματα που ισχύουν μέχρι σήμερα. Κανένα καθεστώς της περιοχής, όσο ριζοσπαστικό κι αν αυτοπαρουσιάζεται, δεν μπορεί να γίνει η δύναμη που θα οδηγήσει στην ήττα το ισραηλινό κράτος και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Οι επαναστατημένοι εργάτες, αγρότες και φοιτητές σε συνδυασμό με το παλαιστινιακό κίνημα αντίστασης είναι η πραγματική δύναμη απελευθέρωσης. Αλλά αυτήν ακριβώς τη δύναμη δεν τη φοβάται μόνο το Ισραήλ, αλλά και τα ντόπια καθεστώτα.

Τα καθεστώτα που κυβερνούσαν την Αίγυπτο και τη Συρία είχαν έρθει στην εξουσία σε ρήξη με την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό. Το 1952 οι Ελεύθεροι Αξιωματικοί είχαν ανατρέψει τον βασιλιά Φαρούκ στην Αίγυπτο. Στη Συρία οι Γάλλοι είχαν αναγκαστεί να αποσύρουν τα στρατεύματά τους το 1946 κάτω από την πίεση του κινήματος ανεξαρτησίας και μετά από μια σειρά πραξικοπημάτων είχε έρθει στην εξουσία το κόμμα Μπάαθ. Και στις δύο περιπτώσεις οι νέοι ηγέτες πρέσβευαν την αντίσταση απέναντι στην ισραηλινή επιθετικότητα, ενώ ταυτόχρονα υπόσχονταν μεταρρυθμίσεις προς όφελος της πλειοψηφίας. Με αναδασμούς, για παράδειγμα, έσπασαν τον έλεγχο των γαιοκτημόνων, έδωσαν γη σε άκληρους αγρότες, ενώ με κινητήρια δύναμη το κράτος, με εθνικοποιήσεις τραπεζών και επιχειρήσεων, έβαλαν μπρος μεγάλα έργα με στόχο να βγουν από την οικονομική καθυστέρηση.

Τρία ήταν τα αγκάθια που πίεζαν τα καθεστώτα σε αυτό τους τον προγραμματισμό. Πρώτον, το Ισραήλ και η επιθετικότητά του. Δεύτερον, πού θα βρίσκονταν τα κεφάλαια για να γίνουν οι αναγκαίες επενδύσεις και τρίτον πώς να εμποδίσουν τον ξεσηκωμό του απλού κόσμου που διεκδικούσε να καθορίσει ο ίδιος πώς θα μοιραστεί η πίτα της ανεξάρτητης πλέον χώρας του.

Σουέζ

Το 1956, όταν η αιγυπτιακή κυβέρνηση προχώρησε στην πιο εντυπωσιακή της κίνηση, αποφασίζοντας να διώξει εντελώς τους Άγγλους και να εθνικοποιήσει τη διώρυγα του Σουέζ, το Ισραήλ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της αντίδρασης εξαπολύοντας επίθεση κατά της Αιγύπτου και στη συνέχεια οι Άγγλοι και οι Γάλλοι ήρθαν να επιβάλουν «την τάξη». Ο Νάσερ, που κρατούσε τα ηνία της Αιγύπτου, αναγκάστηκε να στραφεί στον απλό κόσμο για να αποφύγει την ήττα. Ο ίδιος ήταν που είχε βάλει στη φυλακή τους κομμουνιστές και τους συνδικαλιστές «για το καλό της αιγυπτιακής οικονομίας», ο ίδιος ήταν που αναγκάστηκε να τους απελευθερώσει.

Η Αριστερά μπήκε στην πρώτη γραμμή για την οργάνωση λαϊκών επιτροπών που πήραν στους ώμους τους την αντίσταση απέναντι στους εισβολείς. Οι Άγγλοι δεν περίμεναν να αντιμετωπίσουν μαζική αντίσταση από γυναίκες, άντρες και παιδιά όπως αυτή που βρήκαν μπροστά τους στο Πορτ Σαΐντ. Η εθνικοποίηση του Σουέζ στέφθηκε με επιτυχία και το καθεστώς του Νάσερ συνέχισε πιο ριζοσπαστικά τις μεταρρυθμίσεις στο οικονομικό επίπεδο. Όσον αφορά στο δεύτερο αγκάθι, αυτό της έλλειψης κεφαλαιών, μετά το ’56, η Αίγυπτος στράφηκε πιο ανοιχτά προς τη Ρωσία.

Αντίστοιχες διαδικασίες εξελίσσονταν και στη Συρία. Από το ’66 ως το ’69, μάλιστα, το καθεστώς του Μπάαθ στη Συρία πέρασε την πιο ριζοσπαστική του φάση, αλλά τελικά υποτάχθηκε στις πιέσεις των καπιταλιστών που μπλόκαραν τις επενδύσεις και μετέφεραν τα κεφάλαιά τους στις χώρες του Κόλπου. Ο πόλεμος των έξι ημερών το 1967 ήταν το πιο δυνατό χαστούκι που επιτάχυνε το συμβιβασμό των καθεστώτων. Από το 1956 ως το 1967 το Ισραήλ είχε χτίσει το οπλοστάσιό του κάτω από τις φτερούγες του νέου του προστάτη, των ΗΠΑ. Μέσα σε έξι μέρες κατέλαβε ολόκληρη τη χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο, τα υψώματα του Γκολάν από τη Συρία και τη Δυτική Όχθη από την Ιορδανία. Η περηφάνια των «ριζοσπαστικών καθεστώτων» έπεσε στα τάρταρα. Η ήττα δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της ισχύος του Ισραήλ αλλά και των υπόλοιπων δύο «αγκαθιών». Οι δυνατότητες της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας έφταναν στα όριά τους. Τα ρώσικα κεφάλαια ούτε αρκετά ήταν, ούτε έρχονταν με το αζημίωτο. Παράλληλα, το 1967 δεν επαναλήφθηκε η λαϊκή κινητοποίηση του 1956. Η εργατική τάξη και οι φοιτητές ήταν πολλαπλάσιοι σε σχέση με δέκα χρόνια πριν. Οι δυνατότητες ήταν μεγαλύτερες, αλλά τα καθεστώτα ήταν ακόμη πιο φοβισμένα να τους κινητοποιήσουν, την ίδια στιγμή που προσπαθούσαν να καλοπιάσουν τους κεφαλαιοκράτες για να φέρουν τα λεφτά τους πίσω.

Το 1970 είναι η χρονιά που έρχεται στην εξουσία ο Άνουαρ Σαντάτ στην Αίγυπτο και ο Χάφεζ αλ-Άσαντ στη Συρία. Ο πρώτος λόγω θανάτου του Νάσερ, ο δεύτερος με εσωτερικό πραξικόπημα στο Μπάαθ. Ο Σαντάτ βλέπει ως διέξοδο το άνοιγμα στην ελεύθερη αγορά. Ο Άσαντ με παρόμοιο σκεπτικό θέλει να πείσει τους εμπόρους να γίνουν κομμάτι του καθεστώτος και να επενδύσουν στην εθνική οικονομία. Η επίθεση κατά του Ισραήλ πρόσφερε μια ελπίδα και στους δύο. Αφενός έλπιζαν να παρουσιαστούν ως τολμηροί αντιιμπεριαλιστές μπροστά στους λαούς τους για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη. Αφετέρου, ακόμη κι αν δεν πίστευαν ότι θα κερδίσουν όλα τα εδάφη, θεωρούσαν ότι η Δύση θα τους ξαναέπαιρνε στα σοβαρά και θα μπορούσαν να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Οι σοβιετικοί στρατιωτικοί σύμβουλοι του Σαντάτ δεν συμφωνούν με την προοπτική ενός πολέμου και τελικά ο Σαντάτ τους ξεφορτώνεται τον Ιούλη του΄’72, παρότι είναι με ρώσικα όπλα που θα δοθεί η μάχη. Το Ισραήλ πιάνεται σχετικά απροετοίμαστο όταν τον Οκτώβρη του ’73 δέχεται την επίθεση. Οι ΗΠΑ, μέσω του υπουργού Εξωτερικών, Χένρι Κίσιντζερ, είχαν συμβουλέψει την ισραηλινή πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ να χειριστεί ήπια την κατάσταση και να μην προχωρήσει σε προληπτικό χτύπημα. Στα πρώτα στάδια του πολέμου, ο αιγυπτιακός στρατός κατάφερε να προχωρήσει στη χερσόνησο του Σινά. Όμως στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να απομακρυνθεί και πολύ από την Ερυθρά θάλασσα. Οι Ισραηλινοί τις επόμενες βδομάδες βρήκαν ευκαιρία για αντεπίθεση. Στο μέτωπο του Γκολάν, μετά από τρεις μέρες, οι Ισραηλινοί είχαν απωθήσει τη συριακή επίθεση και είχαν τη δυνατότητα να προχωρήσουν πιο βαθιά μέσα στη Συρία.

Οι ΗΠΑ έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο για να λήξει ο πόλεμος και να ξεκινήσει ο διάλογος. Ο Σαντάτ μπόρεσε να παρουσιάσει τις εξελίξεις ως επιτυχία. Ο αιγυπτιακός στρατός δεν είχε γελοιοποιηθεί, η Αίγυπτος καθόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το Σινά και ο ίδιος ονομάστηκε «ήρωας του περάσματος (της διώρυγας)». Στο εσωτερικό του Ισραήλ μπορεί να ξεκίνησε μεγάλη γκρίνια για τις αδυναμίες του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, αλλά για τις ΗΠΑ η κατάσταση άνοιγε μεγάλες δυνατότητες. Η Αίγυπτος, από ηγέτιδα δύναμη του αραβικού ριζοσπαστισμού, άνοιγε την πόρτα για να γίνει το μεγαλύτερο αραβικό τσιράκι των ιμπεριαλιστών.

Καμπ Ντέιβιντ

Με τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, έγινε η πρώτη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ, πέφτοντας πιο χαμηλά ακόμη και από τους βασιλιάδες του Κόλπου. Η Συρία δεν είχε αντίστοιχα χαρτιά να παίξει, αλλά τα συμπεράσματα ήταν παράλληλα. Το καθεστώς του Άσαντ επιβεβαίωνε ότι οι ριζοσπαστισμοί ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Το 1976 ο συριακός στρατός εισέβαλε στο Λίβανο για να καταστείλει τους Παλαιστίνιους και τη λιβανέζικη Αριστερά. Οι φιλοπαλαιστινιακές ρητορείες είχαν μετατραπεί στο αντίθετό τους.

Και τα δύο καθεστώτα πίστευαν πως πλέον έχουν τα χέρια τους περισσότερο λυμένα για μεταρρυθμίσεις σε βάρος των φτωχών και της εργατικής τάξης. Ο Σαντάτ προχώρησε στην πολιτική της «Ινφιτάχ» (Ανοίγματος) προς την αγορά, ενώ ο Άσαντ έδωσε χώρο στο ιδιωτικό κεφάλαιο, επαναφέροντας μετά από λίγα χρόνια και τις ιδιωτικές τράπεζες. Τα πράγματα δεν αποδείχτηκαν τόσο εύκολα. Το καθεστώς Άσαντ χρειάστηκε χρόνια να καταστείλει την αντίσταση, φτάνοντας τελικά να δολοφονήσει χιλιάδες μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στη σφαγή της Χαμά το 1982. Στην Αίγυπτο, το 1977, ξέσπασε η λεγόμενη «εξέγερση του ψωμιού», όταν η κυβέρνηση μείωσε το μέγεθος της πίτας που οι απλοί Αιγύπτιοι συνηθίζουν για πρόγευμα. Σαν μακρινά προλεγόμενα στην επανάσταση του 2011, ο κόσμος, και κυρίως η νεολαία, πλημμύρισε τις αιγυπτιακές πόλεις και συγκρούστηκε με στρατό και αστυνομία φωνάζοντας στον Σαντάτ: «Ε,΄ήρωα του περάσματος΄, πού πήγε το πρωινό μας;».