Μαρά, Μπαμπέφ: Οι ρίζες της Αριστεράς

Το 1796 το «Διευθυντήριο», η κυβέρνηση των αστών που μιλούσε ακόμα εξ ονόματος της επανάστασης, εξάρθρωσε τη λεγόμενη «Συνωμοσία των Ίσων». Μια οργάνωση με επικεφαλής τον «Γράκχο» Μπαμπέφ που είχε στόχο την ένοπλη ανατροπή του Διευθυντηρίου και το χτίσιμο μιας κοινωνίας με συλλογική ιδιοκτησία του πλούτου.

Εκατόν είκοσι τρία χρόνια μετά, ο Τρότσκι έγραφε στην ιδρυτική Διακήρυξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς ότι η νέα οργάνωση: «είναι η άμεση συνέχεια των ηρωικών προσπαθειών και θυσίας των επαναστατικών γενεών από τον Μπαμπέφ μέχρι την Λούξεμπουργκ και τον Λήμπκνεχτ».

Όπως κάθε πραγματική επανάσταση η Γαλλική δεν ήταν υπόθεση μιας «μεγάλης νύχτας» αλλά χρόνων. Αλλά σε αυτό το διάστημα, κάθε μέρα μετρούσε για χρόνια από την άποψη των πολιτικών και ιδεολογικών μετατοπίσεων. Έτσι η Γαλλική Επανάσταση απέκτησε την αριστερά και την «άκρα αριστερά» της –ακόμα και αυτοί οι όροι γεννήθηκαν τότε.

Τον Αύγουστο του 1790 οι στρατιώτες της φρουράς στη πόλη Νανσί στη βορειοανατολική Γαλλία εκλέξανε επιτροπές στα τρία συντάγματά τους και παρουσίασαν τα αιτήματά τους στους αξιωματικούς. Ζητούσαν κυρίως τη καταβολή καθυστερούμενων μισθών. Οι αξιωματικοί, φανατικοί βασιλόφρονες και αριστοκράτες, απάντησαν με μαστιγώματα. Οι στρατιώτες συνέλαβαν τους αξιωματικούς και τους φυλάκισαν.

Η Εθνοσυνέλευση, στην οποία κυριαρχούσαν οι «μετριοπαθείς» έστειλε ένα σώμα πέντε χιλιάδων ανδρών από το Μετς να καταστείλει την «ανταρσία». Όπως και το έκανε, ύστερα από μια σύγκρουση που κόστισε πεντακόσιους νεκρούς. Στη συνέχεια ήρθαν οι εκτελέσεις: δεκάδες «πρωταίτιοι» οδηγήθηκαν στην αγχόνη και στον τροχό. Οι περισσότεροι ανήκαν στο σύνταγμα των Ελβετών μισθοφόρων, που μέχρι τότε θεωρούνταν επίλεκτες και εντελώς αφοσιωμένες στο βασιλιά μονάδες.

“Ο Φίλος του Λαού”

Ένα άλλο θύμα της καταστολής ήταν η τοπική λέσχη των Γιακωβίνων που είχε σταθεί στο πλευρό της εξέγερσης. Στο Παρίσι, μια φωνή είχε σταθεί με αποφασιστικότητα στο πλευρό των στρατιωτών ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού. Ήταν ο Μαρά και η εφημερίδα του, “Ο Φίλος του Λαού”. Ο Μαρά δεν έπαυε να καταγγέλλει τους αξιωματικούς, να αποκαλύπτει τη βαρβαρότητα και τις ψευτιές τους.

“Ο Φίλος του Λαού” εκτός από καταγγελίες είχε και προτάσεις για δράση: όχι μόνο δεν έπρεπε να εφαρμοστούν τα μέτρα «απόλυτης υπακοής» στο στρατό, που σχεδίαζε η κυβέρνηση, αλλά αντίθετα οι αξιωματικοί θα πρέπει να εκλέγονταν από τους απλούς φαντάρους. Όσο για τους παλιούς αξιωματικούς (που λιποτακτούσαν κατά κοπάδια προς την αντεπανάσταση) ο Μαρά είχε επίσης μια πρόταση: «να ξυπνήσουν οι φαντάροι και να τους πνίξουν στο αίμα».

Η εφημερίδα που εξέδιδε (και σε μεγάλο βαθμό έγραφε) ο Μαρά, συχνά σε συνθήκες βαριάς παρανομίας, πρόσφερε μια οργανωτική ραχοκοκαλιά για το κίνημα των από κάτω, των «αβράκωτων» του Παρισιού. Εκατοντάδες άνθρωποι εμπλέκονταν στο τύπωμα, τη μεταφορά, τη διακίνηση της εφημερίδας –και στην αφισοκόλληση, μια άλλη καινοτομία του Μαρά και της Γαλλικής Επανάστασης που μας είναι πολύ γνωστή σήμερα. Το κατάφερνε αυτό γιατί πάντα προσπαθούσε να παίρνει το σφυγμό του «πεζοδρομίου» αλλά και να μη χαϊδεύει αυταπάτες: πολλές φορές δεν δίστασε να είναι μια μοναχική φωνή.

Στην ουσία ο Μαρά έγινε ο συνδετικός κρίκος των Γιακωβίνων με τους αβράκωτους, για την ακρίβεια με την αριστερά των αβράκωτων. Το πρόγραμμα αυτής της αριστεράς, πέρα από τον πλήρη εκδημοκρατισμό (και το ξερίζωμα των αριστοκρατών) επικεντρωνόταν γύρω από το ζήτημα της καταστολής της κερδοσκοπίας ιδιαίτερα στα τρόφιμα.

“Enragés”

Οι εκπρόσωποι αυτής της αριστεράς έχουν μείνει στην ιστορία με την ονομασία Enragés, δηλαδή «Λυσσασμένοι». Λυσσασμένοι και λυσσασμένες θα ήταν ακριβέστερο, γιατί πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι γυναίκες επαναστάτριες.

Οι Λυσσασμένοι δεν ήταν οργάνωση, ήταν αυτό που λέμε σήμερα «ρεύμα». Ο πιο γνωστός ηγέτης τους ήταν ο Ζακ Ρου, πρώην παπάς –κι ο άνθρωπος που οδήγησε τον Λουδοβίκο 16ο στο ικρίωμα. «Τσακίστε τους κερδοσκόπους, τους μονοπωλιστές, την αριστοκρατία του χρήματος» ήταν το σύνθημά του.

Ο Βαρλέ ήταν τραπεζικός υπάλληλος. Σε ένα κείμενό του υποστήριζε ότι οι εκπρόσωποι του λαού πρέπει να εκλέγονται με άμεση ψηφοφορία από όλους και να είναι άμεσα ανακλητοί από τους εκλογείς τους. Η Κλερ Λακόμπ ήταν ηθοποιός (ένα καθόλου «αξιοπρεπές» επάγγελμα εκείνη την εποχή) και ιδρύτρια της Ένωσης Επαναστατριών Δημοκρατικών Γυναικών.

Τα μέλη της ένωσης έμπαιναν μπροστά στις διαδηλώσεις που κατέληγαν σε «λεηλασίες» των μεγάλων φούρνων και άλλων εμπορικών καταστημάτων το 1793. Επιτροπές από γυναίκες μοίραζαν με τάξη τα τρόφιμα και επέβαλλαν τις τιμές που θεωρούσαν δίκαιες. Ετσι αναγκάστηκε η κυβέρνηση των Γιακωβίνων να επιβάλει το νόμο του «μάξιμουμ» στις τιμές των τροφίμων και σύντομα να εθνικοποιήσει τα δίκτυα διανομής τους στην πρωτεύουσα και σε άλλες μεγάλες πόλεις.

Ήταν η μεγάλη κατάκτηση των «αβράκωτων». Αλλά μετά οι Γιακωβίνοι του Ροβεσπιέρου στράφηκαν εναντίον των Λυσσασμένων. Συνέλαβαν και φυλάκισαν τους ηγέτες τους και στράφηκαν γενικά ενάντια στα πιο ριζοσπαστικά τμήματα των «αβράκωτων».

Οι Γιακωβίνοι του Ροβεσπιέρου, του Σεν Ζιστ ακόμα και του Μαρά ήταν αστοί. Οι ηγέτες τους θεωρούσαν ότι η ελεύθερη αγορά είναι η φυσική τάξη πραγμάτων. Αλλά ήταν και επαναστάτες και δεν δίσταζαν να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα για τη νίκη της επανάστασης. Από τη δεύτερη ιδιότητα πήγαζε ο ριζοσπαστισμός τους. Από την πρώτη η θέλησή τους να στρέψουν την καταστολή προς τα «κάτω». Ο νόμος του «μάξιμουμ» δεν αφορούσε μόνο τις τιμές των τροφίμων αλλά και τα μεροκάματα των εργατών και των εργατριών. Και αρνήθηκαν (με την εξαίρεση του Μαρά όσο ζούσε) να καταργήσουν το Νόμο Λε Σαπελιέ που είχε περάσει η Εθνοσυνέλευση το 1791 και απαγόρευε τις απεργίες και τα συνδικάτα.

Από πολλούς μελετητές οι Λυσσασμένοι θεωρούνται περίπου κομμουνιστές ή πρόδρομοί τους. Το Μάη του΄’68 στο Παρίσι μια ομάδα αναρχικών υιοθέτησε την ίδια ονομασία. Όμως, οι Λυσσασμένοι δεν είχαν στο πρόγραμμά τους την συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου. Γενικότερα, οι «αβράκωτοι» ήταν εκτός από εργάτες κυρίως μικροϊδιοκτήτες, μικροί έμποροι, βιοτέχνες, «μάστορες».

Η «Εταιρεία των Ίσων»

Γι’ αυτό η «Εταιρεία των Ίσων» του Μπαμπέφ ήταν τόσο διαφορετική. Μπορεί η δράση τους να ήταν το κύκνειο άσμα του ριζοσπαστισμού που είχε γεννήσει η επανάσταση, αλλά και το υψηλότερο σημείο του.

Σε μια επιστολή του από τη φυλακή το 1795 ο Μπαμπέφ καταδίκαζε τον καπιταλισμό –τον «ανταγωνισμό» όπως αποκαλούσε το νέο κοινωνικό σύστημα- με όρους που πραγματικά θυμίζουν Μαρξ:

«ο ανταγωνισμός πετυχαίνει χαμηλές τιμές αναγκάζοντας τον εργάτη να σπαταλάει τα ταλέντα του σε βαρετή δουλειά, εξουθενώνοντάς τον, οδηγώντας τον στην πείνα… ο ανταγωνισμός παράγει τυχαία και διατρέχει τον κίνδυνο σε περίπτωση που δεν βρίσκει αγοραστές να καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος πρώτων υλών και αγαθών που διαφορετικά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν επωφελώς μα που πλέον είναι άχρηστα».

Ένας σύντροφος του Μπαμπέφ, ο Συλβαίν Μαρεσάλ εξηγούσε με απλά λόγια στο Μανιφέστο των Ίσων ότι το δικαίωμα της ισότητας απέναντι στο νόμο μπορεί να ήταν μια μεγάλη κατάκτηση αλλά χάνει το νόημά του όταν δεν υπάρχει κοινωνική ισότητα. Όπως θα έλεγε αργότερα ένας σοσιαλιστής: και ο βιομήχανος και ο ζητιάνος έχουν ισότητα στο δικαίωμα να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα.

Η ομάδα του Μπαμπέφ έβγαζε δυο εφημερίδες, τo “Βήμα του Λαού” (έμοιαζε περισσότερο με περιοδικό και είχε δυο χιλιάδες συνδρομητές) και μια «μαζική» τον “Ανιχνευτή του Λαού”. Οι αφίσες τους διατύπωναν με συνοπτικό τρόπο τις ιδέες τους: «Καταπίεση υπάρχει όταν κάποιος εξοντώνεται στη δουλειά και του λείπουν τα πάντα και κάποιος άλλος πλέει στον πλούτο και δεν του λείπει τίποτα».

Η «συνωμοσία» για την οποία οδηγήθηκε στη λαιμητόμο του Φλεβάρη του 1797 ήταν η προσπάθεια της ομάδας του να συντονιστεί με τα υπολείμματα των υποστηρικτών του Ροβεσπιέρου και των «αβράκωτων» για να ανατρέψουν το Διευθυντήριο με σύνθημα «Ψωμί και το Σύνταγμα του 1793». Ο Μπαμπέφ και οι σύντροφοί του πίστευαν ότι η έκρηξη της δυσαρέσκειας ενάντια στην κατάργηση των ελέγχων στις τιμές των τροφίμων χρειαζόταν μια αποφασιστική και τολμηρή ηγεσία. Έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους.

Αλλά έβλεπαν πολύ μακριά. Όπως έγραφε το Μανιφέστο των Ίσων: «Η Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν παρά μόνο ο προάγγελος μιας άλλης επανάστασης, που θα είναι μεγαλύτερη, πιο αποφασιστική και θα είναι η τελευταία».