Αντίο Λου Ριντ

Εχουν περάσει 25 χρόνια από τότε που ο Λου Ριντ παράφραζε τους στίχους στο Αγαλμα της Ελευθερίας. Η τέχνη και η ψυχή του ανήκε στις βρώμικες λεωφόρους και τα στενάκια της Νέας Υόρκης, όπου γεννήθηκε. To 2011 δεν θα μπορούσε να λείπει από το κίνημα Οccupy, κατεβαίνοντας στο δρόμο, δίνοντας τη φωνή του στο ντοκιμαντέρ «99%: Κατάληψη παντού».

O Λου Ρηντ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 ετών, ένα “Κυριακάτικο Πρωινό”, όπως λεγόταν το τραγούδι που άνοιγε το 1966 τον πρώτο δίσκο των Velvet Underground, την θρυλική «μπανάνα», από το σχέδιο του Αντυ Γουόρχολ που φιλοτεχνούσε το εξώφυλλο.

Παιδί εβραϊκής οικογένειας, δήλωνε μόνο θεό το rock ‘n’ roll. Σε εφηβική ηλικία υποβλήθηκε, ευτυχώς ανεπιτυχώς, σε «θεραπεία» με ηλεκτροσόκ για να ξεπεράσει την αμφισεξουαλικότητά του. Αργότερα θα ξεπεράσει επιτυχώς το χρόνιο εθισμό του στην ηρωίνη. Αλλά δεν είναι ο βίος και η πολιτική δράση οι λόγοι που ο Λου Ριντ θα ακούγεται και θα παίζεται στον αιώνα τον άπαντα.

Απελευθερώνει

Ο Ριντ ήταν λυτρωτικά μοχθηρός. Μέσα από τους στίχους και το χαρακτηριστικό μουσικό του ύφος δεν δίσταζε να απελευθερώνεται και να απελευθερώνει: Την οργή, τον φόβο, τον πόνο, την αγωνία, την εξάρτηση, τη μοναξιά, το θάνατο, την απόρριψη, τα πιο μαύρα βαθιά κρυμμένα μυστικά.

Η παλέτα του ήταν γεμάτη “διαφορετικά χρώματα φτιαγμένα από δάκρυα”, όπως τραγουδούσε σε ένα κομμάτι του. Ομως με την ίδια ευκολία γαλήνευε τραγουδώντας την αγάπη, τη φιλία, τον έρωτα, τα γαλανά του μάτια, την θαλπωρή, τον ωκεανό, τον ήλιο. Και μετά σε έβγαζε βόλτα στην άγρια πλευρά, πίσω στην σκληρή πραγματικότητα.

Αυτό το εύρος είναι η ειλικρινής δύναμη του έργου που αφήνει πίσω του - δίπλα στην μορφή της έκφρασής του, τον αφαιρετικό, λιτό τρόπο που έγραφε στίχους, έγραφε μουσική και έπαιζε την κιθάρα του. Μια μορφή που στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ήταν εγγύηση εμπορικής αποτυχίας, αλλά έμελλε να καθορίσει γενιές και γενιές μουσικών όλες τις επόμενες δεκαετίες. Και θα συνεχίσει. Το all tomorrow’s parties.