Γερμανιά 1918: Η επανάσταση που σταμάτησε τον πόλεμο

Όμως, ο γερμανικός στρατός δεν είχε ηττηθεί. Κανείς στρατιώτης της Αντάντ δεν είχε πατήσει ακόμα γερμανικό έδαφος. Οι γραμμές του μετώπου βρίσκονταν ακόμα 1.400 χιλιόμετρα μακριά από το Βερολίνο. Οι στρατηγοί, οι υπουργοί, ο Αυτοκράτορας πίστευαν ότι μπορούσαν να παζαρέψουν μια «έντιμη ειρήνη». Το παζάρι βέβαια θα πληρωνόταν με αίμα. Στις 24 Οκτώβρη ο Λούντεντορφ, ο αρχηγός του γερμανικού στρατού έδωσε εντολή στο γερμανικό ναυτικό να βγει στη Βαλτική, να αναμετρηθεί με τον βρετανικό στόλο ώστε να αποκαταστήσει την «τιμή του».

Οι ναύτες στο ναύσταθμο του Κιέλου, στη βορειοανατολική Γερμανία, στασίασαν. Συνέλαβαν τους αξιωματικούς τους, ύψωσαν κόκκινες σημαίες στα πλοία και κέρδισαν στο πλευρό τους τη φρουρά της πόλης. Έστειλαν αποσπάσματα σε όλη την ακτή για να κερδίσουν και τις άλλες φρουρές.

Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ένα χρόνο πριν, το 1917, οι ναύτες –πολλοί ήταν επιστρατευμένοι εργάτες- είχαν κατέβει σε «απεργία» και είχαν γνωρίσει σκληρή καταστολή. Η κινητοποίησή τους είχε μείνει απομονωμένη. Τον Μάρτη του 1918, το Βερολίνο και άλλες πόλεις συγκλονίστηκαν από απεργίες με κέντρο τη βαριά βιομηχανία πυρομαχικών. Στις αρχές του Νοέμβρη, όμως, η ανταρσία των ναυτών συντονίστηκε με τον ξεσηκωμό των εργατών. Όταν η κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά στην γενική απεργία στο Βερολίνο ύψωσε λευκή σημαία.

Καπνός

Οι στρατηγοί έλπιζαν να συνεχίσουν τον πόλεμο για μερικούς μήνες. Οι μονάδες του στρατού υποχωρούσαν συντεταγμένα. Αλλά μόλις περνούσαν τα γερμανικά σύνορα, η πειθαρχία γινόταν καπνός. Οι στρατιώτες εκλέγανε επιτροπές και οι αξιωματικοί ήταν ανίσχυροι να επιβληθούν. Η κυβέρνηση έλπιζε ότι έλεγχε τουλάχιστον τις «ελίτ» μονάδες του στρατού στην πόλη. Διαψεύστηκε οικτρά. Ένας δημοσιογράφος ανέφερε ότι:

«Το σύνταγμα Κάιζερ Αλεξάντερ πέρασε στην επανάσταση: οι στρατιώτες ξεχύθηκαν από τις πύλες του στρατοπέδου και συναδελφώθηκαν με το πλήθος που κραύγαζε απ’ έξω. Οι φαντάροι χειρονομούσαν εκφράζοντας έντονα συναισθήματα κι οι κοπέλες τούς αγκάλιαζαν και έβαζαν λουλούδια στις στολές τους. Κάποιοι από το προσωπικό μού ανέφεραν ότι οι φαντάροι ξήλωναν τα διακριτικά και τις χρυσές επωμίδες από τους αξιωματικούς».

Στις 11 Νοέμβρη οι στρατηγοί αναγκάζονται να υπογράψουν ανακωχή. Ο πόλεμος είχε τελειώσει κι αυτό ήταν έργο των «ανώνυμων» ανθρώπων, των εργατών, των ναυτών, των φαντάρων που ξεσηκώθηκαν. Η επανάσταση είχε περάσει τα σύνορα: από την Ρωσία είχε φτάσει στην καρδιά της Ευρώπης. Οι μπολσεβίκοι ήταν ρεαλιστές. Γι’ αυτό ήταν διεθνιστές. Δεν σκόπευαν να χτίσουν μια ανεπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία στην απομονωμένη Ρωσία. Έβλεπαν την επανάστασή τους σαν προοίμιο της παγκόσμιας επανάστασης –και ιδιαίτερα της Γερμανικής. Αυτή η προοπτική άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.

Μια νέα λέξη έκανε την εμφάνισή της Raete (Ρέτε, που σημαίνει συμβούλια) και Raeterepublik, η δημοκρατία των συμβουλίων. Ήταν μορφές οργάνωσης σαν τα σοβιέτ και τις εργοστασιακές επιτροπές στην Ρωσία. Τέτοια συμβούλια οργανώθηκαν παντού. Δεν ήταν μόνο η επιρροή του παραδείγματος της Ρώσικης Επανάστασης που φλόγιζε καρδιές και μυαλά. Ήταν ο «φυσικός» τρόπος οργάνωσης για μια τάξη που στην κίνησή της δεν έβλεπε σινικά τείχη να χωρίζουν τα ζητήματα του μισθού, της πείνας, των συνθηκών εργασίας από τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα. Τα συμβούλια οργάνωναν τα ένοπλα τμήματά τους, εξασφάλιζαν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού και έμπαιναν μπροστά να επιβάλουν τις διεκδικήσεις των εργατών.

Συμβούλια

Όμως, τα συμβούλια στην Γερμανία δεν έφτασαν ποτέ στο επίπεδο των σοβιέτ. Υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Η επαναστατική τους πτέρυγα ήταν πολύ αδύναμη, οργανωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Και οι ρεφορμιστικές ηγεσίες κράτησαν τον έλεγχό τους.

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στήριξε μέχρι την τελευταία στιγμή την κυβέρνηση του Κάιζερ και τον πόλεμο που υποτίθεται γινόταν «για την υπεράσπιση της πατρίδας»: οι Γερμανοί εργάτες, υποστήριζε η ηγεσία του, πρέπει να στηρίξουν την πολεμική προσπάθεια, διαφορετικά θα βρίσκονταν κάτω από το μαστίγιο της τσαρικής τυραννίας. Οι ηγεσίες των συνδικάτων είχαν υπογράψει επίσημα την «κοινωνική ειρήνη» με τους εργοδότες και συμμετείχαν στις επιτροπές σχεδιασμού της πολεμικής οικονομίας.

Το 1917 βουλευτές και στελέχη του κόμματος που διαφωνούσαν με την άνευ όρων υποστήριξη στον πόλεμο διαγράφτηκαν και σχημάτισαν το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD). Δεν ήταν επαναστάτες. Αλλά σύντομα το κόμμα έγινε το σημείο αναφοράς των εργατών και των φαντάρων που μισούσαν τον πόλεμο και φλέγονταν από το παράδειγμα του Κόκκινου Οκτώβρη στην Ρωσία.

Οι επαναστάτες, γύρω από την Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Καρλ Λίμπκνεχτ στην ομάδα «Σπάρτακος» συμμετείχαν σαν τάση σε αυτό το κόμμα. Ο Λίμπκνεχτ είχε τεράστια φήμη και κύρος –ήταν ο πρώτος βουλευτής που είχε καταψηφίσει τον πολεμικό προϋπολογισμό στα τέλη του 1914. Το 1916 είχε καταδικαστεί και σταλεί στο μέτωπο. Στις 9 Νοέμβρη 1918 είχε απευθυνθεί σε τεράστια, εκστατικά πλήθη που τον άκουγαν να κηρύσσει την «ελεύθερη σοσιαλιστική δημοκρατία της Γερμανίας».

Όμως, άλλο πράγμα μια ομιλία και εντελώς διαφορετικό να κερδίζεις τη συζήτηση στο τι πρέπει να γίνει την επόμενη μέρα. Σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε στρατώνα, γινόταν αυτή η συζήτηση. Κι ο Λίμπκνεχτ δεν μπορούσε να βρίσκεται παντού κι οι Σπαρτακιστές ήταν λιγοστοί (κάπου τέσσερις χιλιάδες σε όλη τη χώρα), αδύναμα οργανωμένοι και εντελώς άπειροι πολιτικά.

Έτσι, όταν συγκλήθηκε το πρώτο συνέδριο των συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών, οι επαναστάτες σχεδόν δεν αντιπροσωπεύονταν. Το συνέδριο αποφάσισε να μην επιτρέψει στον Λίμπκνεχτ και τη Λούξεμπουργκ να παραστούν έστω ως παρατηρητές με δικαίωμα ομιλίας!

Ένα από τα χαρακτηριστικά μιας πραγματικής επανάστασης είναι ότι εκατομμύρια «απαθείς» ή «απολίτικοι» εργάτες, εργάτριες αλλά και μικροαστοί ασχολιόνται για πρώτη φορά με την πολιτική. Γι’ αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπων στην Γερμανία «αριστερά» και «σοσιαλισμός» σήμαινε το SPD. Για τους πιο έμπειρους και πολιτικοποιημένους σήμαινε το USPD. Έδιναν την εμπιστοσύνη τους σε αυτά τα κόμματα που άλλωστε ήταν η κυβέρνηση, το «Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού» όπως είχε αυτοονομαστεί για να θυμίζει Ρωσία. Πίστευαν τις υποσχέσεις αυτών των κομμάτων ότι ο σοσιαλισμός θα έρθει με μετρημένες κινήσεις, με τα διατάγματα της «δικής τους» κυβέρνησης κι ότι ο ρόλος των συμβουλίων ήταν να την στηρίζουν κι όχι να ακούνε τις παραινέσεις των «ανυπόμονων», «τυχοδιωκτών» και «προβοκατόρων».

Διαφορά

Η Ρώσικη Επανάσταση είχε ξεκινήσει με τέτοιες αυταπάτες. Η διαφορά ήταν ότι εκεί υπήρχε ένα έμπειρο επαναστατικό κόμμα που κατάφερε να προσανατολιστεί έγκαιρα, θεωρητικά και πολιτικά, στη νέα κατάσταση. Η τραγωδία της Γερμανικής Επανάστασης ήταν ότι οι επαναστάτες προσπάθησαν να χτίσουν αυτό το κόμμα όταν κάθε στιγμή που χανόταν μέτραγε αποφασιστικά.

Τον Γενάρη του 1919 οι Σπαρτακιστές παρασύρθηκαν σε μια αναμέτρηση με την ένοπλη δύναμη της κυβέρνησης, που επιστράτευσε τους παλιούς αξιωματικούς στα «Frei korps». Η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας έβαψε τα χέρια της στο αίμα των επαναστατών κι από τους δήμιους που χρησιμοποίησε για τη βρωμοδουλειά θα ξεπηδούσαν αργότερα διαβόητοι ναζί εγκληματίες. Το επαναστατικό κόμμα αποκεφαλίστηκε: η Ρόζα, ο Λίμπκνεχτ, ο Γιόγκιχες δολοφονήθηκαν.

Οι «Μέρες του Σπάρτακου» το 1919 δεν ήταν το τέλος της επανάστασης. Ξανά και ξανά τα επόμενα πέντε χρόνια η άρχουσα τάξη βρέθηκε μπροστά στην απειλή της. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες κερδήθηκαν στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού.