Η Αριστερά και οι κίνδυνοι μιας δεξιάς προσαρμογής

Τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν μια μεγάλη ήττα για την άθλια συγκυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων. Ούτε τα παραμύθια του success story έπιασαν, ούτε οι κινδυνολογίες για την καταστροφή που θα έλθει αν φύγουν. Όπως δείχνουν τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών και των ευρωεκλογών, η Αριστερά όχι μόνο κράτησε αλλά αύξησε τα ποσοστά της σε σχέση με τις διπλές εκλογές του 2012. Όμως, από πολύ κόσμο της Αριστεράς τίθεται το ερώτημα: ήταν αρκετό; Μπορούσε η Αριστερά να τα πάει καλύτερα κι αν ναι, τι έφταιξε και δεν πήγε;

Τα ποσοστά που παίρνει η Αριστερά συνολικά είναι τα μεγαλύτερα στη μεταπολεμική ιστορία της. Μεγαλύτερα ακόμα και από το 25% της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958. Η αριστερή στροφή του 2012 δεν ήταν μια παροδική ψήφος διαμαρτυρίας, είναι συνειδητό κοινωνικό ρεύμα.

Δεν υπάρχει κανείς αντικειμενικός λόγος που να βάζει όρια σε αυτό το ρεύμα. Αυτό πρέπει να είναι το πρώτο κρατούμενο στη συζήτηση για τα αποτελέσματα των εκλογών. Η αντίληψη που λέει ότι η Αριστερά έφτασε την εκλογική της «οροφή» και το μόνο που μένει είναι η ανακατανομή των εσωτερικών συσχετισμών της είναι και ηττοπαθής και λανθασμένη.

Την εξήγηση πρέπει να την αναζητήσουμε στις πολιτικές επιλογές των ηγεσιών της, και στην συγκεκριμένη περίπτωση σε αυτή που διαχειρίστηκε τη μερίδα του λέοντος των αριστερών ψήφων του 2012, δηλαδή την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Από τις εκλογές του 2012 και μετά πορεύτηκε με τη λογική ότι άντλησε ό,τι μπορούσε από την αριστερή δεξαμενή κι η προσπάθεια έπρεπε να στραφεί προς τα δεξιά.

Υποψηφιότητες

Οι υποψηφιότητες του Βουδούρη στην Πελοπόννησο ή του Καρυπίδη στην Δυτική Μακεδονία συμβόλιζαν αυτή τη λογική. Πολιτικοί που ψήφισαν τα μνημόνια, είχαν σχέσεις με την ακροδεξιά και το «βαθύ κράτος» (η περίπτωση Σαμπιχά στη Θράκη) υποτίθεται ότι θα κέρδιζαν αυτά τα ακροατήρια.

Πολιτικά αυτό σήμαινε μια συνεχή διολίσθηση σε όλο και πιο δεξιές θέσεις, μια εναγώνια προσπάθεια να δείξει ότι και μπορεί και θέλει να διαχειριστεί υπεύθυνα τις τύχες του ελληνικού καπιταλισμού.

Ήδη πριν τις εκλογές του 2012 ο Γ. Δραγασάκης, ο υπεύθυνος για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, είχε μιλήσει για την ανάγκη «βίαιης ωρίμανσης». Και τα δείγματα γραφής άρχισαν να έρχονται το ένα μετά το άλλο. Από το «παύση πληρωμών των τόκων και διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε να λέει διά στόματος Γ. Σταθάκη ότι:

«Η μεγάλη πλειοψηφία του χρέους, πάνω από το 90%, είναι παραδοσιακό, δημόσιο χρέος των αγορών, δηλαδή των ομολόγων. Εκεί δεν υπάρχει νομική διαδικασία για να αμφισβητηθεί». Μόνο το 5% του χρέους είναι «επαχθές» κατά τον υπεύθυνο για την οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Από το «σκίσιμο των μνημονίων» στην επαναδιαπράγματευσή τους, πάντα μέσα στην Ε.Ε και το ευρώ. Με δυο λόγια, όχι «μονομερείς ενέργειες».

Μια συνηθισμένη απάντηση που έδινε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στις κριτικές απ’ τα αριστερά ήταν ότι οι αναφορές στον αντικαπιταλισμό είναι ουτοπικές σε μια περίοδο κοινωνικής καταστροφής, κι ότι προέχει η αποκατάσταση των δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου που έχουν χτυπηθεί από τα μνημόνια.

Όμως, και σε αυτά τα ζητήματα οι υποχωρήσεις δεν έχουν τελειωμό. Δυο βδομάδες σχεδόν πριν τις περιφερειακές εκλογές, ο Τσίπρας ξεκαθάριζε σε συνέντευξή του ότι η μελλοντική κυβέρνησή του, όχι απλά δεν θα σκίσει τα μνημόνια, αλλά δεν θα αποκαταστήσει ούτε καν τον 13ο και 14ο μισθό (είχαν προηγηθεί οι δηλώσεις Σταθάκη ότι η αποκατάσταση του κατώτερου μισθού «δεν θα αφορά όλους»). Συγκεκριμένα είπε:

«Το σχέδιο, δηλαδή, αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης δεν θα εμπεριέχει την αποκατάσταση των μισθών του 13ου και 14ου. Αυτά λέω, λοιπόν, και είμαι ειλικρινής όταν τα λέω, θα έρθουν στην πορεία, μόλις η οικονομία ξαναπάρει μπρος και θα μπορέσουμε να αρθούμε στα πόδια μας». (συνέντευξη στον Αλφα, 2 Μάη).

Υποσχέσεις

Δηλαδή οι εργαζόμενοι κι οι άνεργοι θα πρέπει να περιμένουν να πάρει πρώτα «μπρος η οικονομία» και μετά να δούνε τα δικαιώματα, τους μισθούς και τις δουλειές τους να επιστρέφουν. Πόσο διαφορετικό ακούγεται αυτό από τις υποσχέσεις των Σαμαροβενιζέλων ότι η ανεργία θα αντιμετωπιστεί όταν «έρθει η ανάπτυξη»;

Οι ασκήσεις υπευθυνότητας δεν περιορίστηκαν στη διατύπωση θέσεων όπως οι παραπάνω. Κάθε φορά που το κίνημα κλιμάκωνε τη δράση του στο «πεζοδρόμιο» με απεργίες και διαδηλώσεις, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκεί για να κηρύττει την αναδίπλωση, την «αυτοσυγκράτηση». Κορυφαία παραδείγματα η στάση του στις απεργίες των καθηγητών τον Μάη και τον Σεπτέμβρη, ή και στην έκρηξη του αντιφασιστικού κινήματος μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα.

Από πού προέρχεται η πίεση γι’ αυτά τα «στρογγυλέματα»; Σίγουρα όχι από τα κάτω. Οι απόψεις που παρουσιάζουν τον κόσμο που ξεσηκώθηκε και πάλεψε με την απεργία, τη διαδήλωση, την κατάληψη ως πλέον «παθητικοποιημένο» και «παροπλισμένο» έχουν ακουστεί πολλές φορές και κάθε φορά διαψεύδονται.

Ιστορικός φορέας αυτής της πολιτικής της διεύρυνσης προς τα δεξιά και του «στρογγυλέματος» των θέσεων είναι η σοσιαλδημοκρατία. Σήμερα για πολύ κόσμο, ιδιαίτερα νεολαία, αυτή η λέξη παραπέμπει αυτομάτως σε «προσωπικότητες» όπως ο Σημίτης, ο Τσοχατζόπουλος ή ο …Βενιζέλος. Σοσιαλδημοκρατία είναι το ΠΑΣΟΚ των σκανδάλων και των μνημονίων, είναι δηλαδή μια βρόμικη λέξη. Όμως, είναι πολύ περισσότερα.

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη αντλούσαν παραδοσιακά την ισχύ τους από τις σχέσεις τους με τα πιο οργανωμένα και πολιτικά έμπειρα τμήματα της εργατικής τάξης. Όμως, η προοπτική που χάραζαν δεν ήταν η σύγκρουση με τον καπιταλισμό αλλά η διαχείρισή του, με κέντρο την κατάληψη της κυβέρνησης. Αυτό σήμαινε ότι η κάλπη αποκτούσε πάντα το προβάδισμα σε σχέση με το πεζοδρόμιο, ο ψεύτικος ρεαλισμός απέναντι στις αριστερές και σοσιαλιστικές αρχές.

Ο πρώτος δάσκαλος απ’ αυτήν την άποψη ήταν η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, όχι αυτή που συγκυβερνούσε μέχρι πρόσφατα με την Μέρκελ, αλλά εκείνη που είχε επικεφαλής της τους μαθητές του Μαρξ και του Ένγκελς στις αρχές του 20ου αιώνα. Η κοινωνική αλλαγή θα έρθει από το κοινοβούλιο και για να αποκτήσουμε την πλειοψηφία σε αυτή πρέπει να βγούμε από το «γκέτο» των εργατικών ψήφων και να αγκαλιάσουμε τα μεσοστρώματα, που είναι μετριοπαθή και συντηρητικά, αυτή ήταν η πολιτική της ηγεσίας της.

Από τότε αυτή τη διαδρομή την έχουν επαναλάβει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στις πιο διαφορετικές συνθήκες. Δεν ήταν ποτέ «προνόμιο» των δεξιών πτερύγων και ηγεσιών της σοσιαλδημοκρατίας, η ίδια λογική διέτρεχε και διατρέχει τις αριστερές.

Ρήξεις

Τα συνέδρια μπορεί να ενέκριναν αριστερά κείμενα αποφάσεων, γεμάτα με αναφορές σε ριζοσπαστικές ρήξεις με τον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό, στις γειτονιές και στους χώρους δουλειάς ο κόσμος που έπαιρνε σοβαρά αυτές τις αποφάσεις σήκωνε το βάρος της «χαμάλικης» δουλειάς της οργάνωσης και έμπνευσης των γειτόνων, των συναδέλφων και συναγωνιστών. Και μετά ερχόταν η ώρα της κάλπης, όπου έπρεπε «να μπει νερό στο κρασί».

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεσε από τον ουρανό στην Ελλάδα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Η μήτρα του είναι το κομμάτι της Αριστεράς που είχε πρότυπό της το κομμουνιστικό κόμμα το οποίο έφτασε τη διαδικασία της σοσιαλδημοκρατικοποίησης στο απώτατο – και γκροτέσκο- όριό της. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα που έχει απόγονο το σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντσι. Πολλές φορές εκφράζεται η ανησυχία μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ εξελιχθεί σε ένα νέο ΠΑΣΟΚ. Πιο υπαρκτή είναι η ανησυχία μήπως εξελιχθεί στα χνάρια του ιταλικού προτύπου του. Ο κόσμος που έχει τις ελπίδες του στο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παλέψει μαζί με την αντικαπιταλιστική αριστερά για να μην δει τον Τσίπρα να παίρνει το δρόμο του Ρέντσι.

Το αριστερό ρεύμα δεν γεννήθηκε στις κάλπες. Γεννήθηκε στις ταξικές μάχες, πολιτικές και οικονομικές όλων των προηγούμενων χρόνων. Γι’ αυτό χρειάζεται μια αριστερά που θα βάζει στο κέντρο της στρατηγικής της αυτές τις μάχες. Που θα αντιμετωπίζει την εργατική τάξη ως το δημιουργό της ιστορίας κι όχι σαν δεδομένο ψηφοφόρο. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκπροσωπεί την ελπίδα για το δυνάμωμα αυτής της αριστεράς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.