Πολιτική
Οι κυβερνήσεις της Αριστεράς στη Γαλλία

Ο ΓΓ του ΚΚ Γαλλίας Ζορζ Μαρσέ δίπλα στον Μιτεράν και τον πρωθυπουργό του λέει με τρόπο στους απεργούς “Είμαι μαζί σας”. Σκίτσο από την εφημερίδα Monde την εποχή της κοινής κυβέρνησης.

Χορός, τραγούδια και πανηγυρισμοί με τις κόκκινες σημαίες να ανεμίζουν, αυτές ήταν οι εικόνες το βράδυ του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών στην Γαλλία τον Μάη του 1981. Ο Φρανσουά Μιτεράν, ο ηγέτης και υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΣΚ), είχε εκλεγεί με ποσοστό 51.75%. Το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΓ) είχε καλέσει σε ψήφο στον Μιτεράν. 
 
Ο νέος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας ανακοίνωσε τη διάλυση της βουλής και την προκήρυξη έκτακτων εκλογών, όπως είχε δεσμευτεί. Όπως δήλωνε, η προεδρία χρειαζόταν να «συγκατοικήσει» με την αντίστοιχη πλειοψηφία στη βουλή ώστε να μπορέσει να εφαρμοστεί το πρόγραμμα της αριστεράς. Στις εκλογές που έγιναν τον Ιούνη η Αριστερά θριάμβευσε: συνολικά τα ποσοστά της έφτασαν στο 54% (α’ γύρος) -37,5% το ΣΚ και 16,1% το ΚΚΓ.
Αμέσως μετά τις εκλογές, 4 στελέχη του ΚΚΓ ορκίστηκαν υπουργοί τη νέας κυβέρνησης. Η τελευταία φορά που το κόμμα είχε υπουργούς σε κυβέρνηση ήταν το 1947 –στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Όμως, η σύγκριση στο νου των εργατών δεν ήταν με το 1947 αλλά με το 1936. «Πρώτη φορά αριστερά» μετά από εκείνη τη θρυλική άνοιξη που είχε φέρει το Λαϊκό Μέτωπο στην κυβέρνηση. 

Από το Κοινό Πρόγραμμα…

Η συνεργασία του ΚΚΓ με το ΣΚ του Μιτεράν είχε πάρει προγραμματικό χαρακτήρα το 1972 με την κατάρτιση του «Κοινού Προγράμματος για μια Κυβέρνηση Αριστερής Ενότητας», που έμεινε γνωστό ως απλά το «Κοινό Πρόγραμμα». Ούτε λίγο ούτε πολύ αυτό το πρόγραμμα υποσχόταν την «συντριβή της εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου». 
 
Ήταν ένα λεπτομερές πρόγραμμα (τυπώθηκε σε βιβλίο) αλλά οι βασικές του θέσεις πρόβλεπαν αναδιανομή εισοδήματος με αυξήσεις στους μισθούς, και εθνικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των τραπεζών. Για το Κομμουνιστικό Κόμμα η εφαρμογή αυτού του προγράμματος θα άνοιγε το δρόμο για την «ανεπτυγμένη δημοκρατία» και τον σοσιαλισμό. Για τον Μιτεράν η εφαρμογή του θα στερούσε «από τα μονοπώλια το όργανο της δύναμής τους, με τη μεταφορά των σπουδαιότερων μέσων παραγωγής σε δημόσιο έλεγχο». 
Το 1981 το Κοινό Πρόγραμμα ήταν τυπικά παρελθόν (δεν είχε ανανεωθεί το 1978). Όμως, η κυβέρνηση έμοιαζε να βαδίζει στα χνάρια του. 
Η κυβέρνηση πέρασε τελικά το νόμο των εθνικοποιήσεων με βάση τον οποίο 12 μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις και 38 τράπεζες πέρασαν στο δημόσιο (με αποζημίωση όμως για τους παλιούς ιδιοκτήτες) και με θεσμούς «δημοκρατικού, κοινωνικού ελέγχου» στην ουσία τη συμμετοχή συνδικαλιστών στη διοίκηση. Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε, περίπου 11,5% σε πραγματικούς όρους, μέσα σε ένα χρόνο σπρώχνοντας προς τα πάνω συνολικά τους μισθούς.

…στη λιτότητα

Η πολιτική της κυβέρνησης φιλοδοξούσε να συμβιβάσει τις δυο βασικές τάξεις της κοινωνίας, τους εργάτες και τους καπιταλιστές. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και οι «ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις» με «ορίζοντα τον σοσιαλισμό» εντάσσονταν σε ένα πρόγραμμα εμπνευσμένο από τον κεϋνσιανισμό, με στόχο το ξεκόλλημα του γαλλικού καπιταλισμού από το βάλτο της κρίσης και του «στασιμοπληθωρισμού». Όλοι θα κέρδιζαν. 
 
Όμως, στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε ότι ο συμβιβασμός με την άρχουσα τάξη ήταν ενσωματωμένος στο «DNA» της στρατηγικής της Αριστεράς. Η ικανοποίηση των ταξικών αναγκών και συμφερόντων της εργατικής τάξης, παρά τα παχιά λόγια, είχε όριο τις επιθυμίες και τα συμφέροντα των καπιταλιστών. 
 
Η «κεϋνσιανή» συνταγή δεν δούλεψε και η γαλλική οικονομία δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την στασιμότητα. Οι «αγορές» θεωρούσαν ότι το φράγκο ήταν υπερτιμημένο και ξεκίνησαν κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον του. Τον Ιούνη του 1982 η κυβέρνηση το υποτίμησε, και πέρασε τα πρώτα μέτρα λιτότητας με «προσωρινό» πάγωμα τιμών αλλά και μισθών. 
 
Η «μεγάλη στροφή» ήρθε τον Μάρτη του 1983, με αυτό που ονομάστηκε  tournant de la rigueur, «στροφή στη λιτότητα». Βασικός στόχος της κυβέρνησης ανακηρύχτηκε η καταπολέμηση του πληθωρισμού και η διατήρηση του φράγκου στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ένα σύστημα ισοτιμιών των νομισμάτων ουσιαστικά με βάση το γερμανικό μάρκο). 
 
Ήταν η πολιτική του Ρήγκαν και της Θάτσερ, αυτού που ονομάστηκε αργότερα νεοφιλελευθερισμός, με γαλλικά χρώματα. Σήμαινε άγριες επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και αύξηση της ανεργίας. 
 
Μαζί με αυτά σήμαινε και δραματική διάψευση ελπίδων και απογοήτευση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συνέχισε να συμμετέχει στην κυβέρνηση της λιτότητας μέχρι τον Ιούλη του 1984. Οι υπουργοί του κοιτούσαν ανήμποροι βγάζοντας κάποιους ήχους συμπάθειας για τους μεταλλεργάτες και τους ανθρακωρύχους που διαδήλωναν την πικρία τους και το θυμό τους. 
 
Ήδη η εκλογική δύναμη και γενικότερα η επιρροή του είχε πάρει τη κάτω βόλτα. Στις ευρωεκλογές του 1984 πήρε το 11,2% των ψήφων. Στις βουλευτικές εκλογές του 1986 έπεσε στο 9,8%.

Πληθυντική Αριστερά

Η ήττα και η απογοήτευση έφερε μια μακρά περίοδο υποχώρησης στο εργατικό κίνημα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο καπιταλισμός με τη σημαία του νεοφιλελευθερισμού έμοιαζε απόλυτος κυρίαρχος. Το 1995 ήταν από αυτή την άποψη σημείο καμπής. Δεν ήρθε στις κάλπες, αλλά στις απεργίες. 
 
Η απόπειρα της δεξιάς κυβέρνησης να «μεταρρυθμίσει» το ασφαλιστικό πυροδότησε μια γενική απεργία στο δημόσιο τομέα. Περίπου δυο εκατομμύρια απεργοί παρέλυσαν τις μεγαλύτερες πόλεις επί βδομάδες, με τις μεγαλύτερες εργατικές διαδηλώσεις από το Μάη του ’68. Οι απεργίες άρχισαν να απλώνονται και στον ιδιωτικό τομέα. Η κυβέρνηση έκανε πίσω. Κι αυτή η νίκη, έφερε αυτοπεποίθηση και ελπίδες. Την επόμενη χρονιά οι αγώνες συνεχίστηκαν, από απεργίες μέχρι κινητοποιήσεις των «σαν παπιέ» των μεταναστών «χωρίς χαρτιά».  Ο άνεμος φυσούσε αριστερά. 
 
Σε αυτό πάτησε ο Λιονέλ Ζοσπέν, ο ηγέτης του ΣΚ. Στη δεκαετία του ’80 ως γραμματέας του κόμματος με αριστερά διαπιστευτήρια, είχε παίξει βασικό ρόλο στην προσπάθεια να πεισθεί το στελεχικό δυναμικό στην ιδέα της προσαρμογής στην αγορά. Τώρα, έκανε μια «αριστερή στροφή» δηλώνοντας ότι η οικονομία της αγοράς δεν πρέπει να σημάνει και «κοινωνία της αγοράς». Το κράτος έπρεπε να έχει ρόλο για να προστατεύει τους αδύνατους και να ελέγχει τους ισχυρούς. Και πρότεινε μια νέα αριστερή συμμαχία. 
 
Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα (και οι Πράσινοι). Θα είμαστε η φωνή των «κοινωνικών κινημάτων» στην νέα προοδευτική και αντινεοφιλελεύθερη κυβέρνηση υποστήριζε. Γιατί να μείνουμε στο περιθώριο, στη «στείρα» αντιπολίτευση, αφού μπορούμε να επηρεάσουμε τα πράγματα εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις;
 
Το 1997 η «Πληθυντική Αριστερά» όπως είχε ονομαστεί η συνεργασία, κέρδισε τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές τον Ιούνη, με 45% στον πρώτο γύρο. Σύντομα αποδείχτηκε ότι η «αντινεοφιλελεύθερη» κυβέρνηση ήταν η κυβέρνηση του νεοφιλελευθερισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο». 
 
Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της, ο Ζοσπέν ψήφισε το «Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας» της Ε.Ε στο Άμστερνταμ, δηλαδή τη συμφωνία που έκανε τη λιτότητα και τη «δημοσιονομική πειθαρχία» θεμέλιους λίθους του ευρώ. Λίγες βδομάδες μετά, η Ρενώ έκλεινε το εργοστάσιό της στο Βέλγιο πετώντας 3.000 εργάτες στο δρόμο. Η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα. Τον Μάρτη του 1997 ο Ζοσπέν είχε μπει μπροστά στη διαδήλωση ενάντια στο σχεδιαζόμενο κλείσιμο. 

Ιδιωτικοποιήσεις, πόλεμος

Το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων ήταν μια ακόμα υπόσχεση της Πληθυντικής Αριστεράς. Κι όμως, επί κυβέρνησης Ζοσπέν έγιναν περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις από τις δυο προηγούμενες δεξιές κυβερνήσεις μαζί.
 
Η εμβληματική ιδιωτικοποίηση ήταν της Air France του «εθνικού αερομεταφορέα». Τη χειρίστηκε ο κομμουνιστής υπουργός Μεταφορών, ο Ζαν Κλοντ Γκεϊσό. Το κόλπο ήταν ότι η ιδιωτικοποίηση βαφτίστηκε «μετοχοποίηση» και «άνοιγμα στην αγορά» -όπως ξεκίνησε εδώ πχ η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ από τον Σημίτη. 
 
Όσο για το «μεγάλο επίτευγμα» της κυβέρνησης, το νόμο για την εβδομάδα των 35 ωρών εργασίας, σύντομα αποδείχτηκε φούσκα. Οι εργοδότες κήρυξαν πόλεμο και εξασφάλισαν τελικά ότι «μείωση ωρών εργασίας» θα σημάνει περισσότερη ευελιξία και όχι «λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους». Οι μεγάλες επιχειρήσεις κατάφεραν να υπολογίζονται οι ώρες εργασίας σε ετήσια βάση: τυπικά η διαίρεση έβγαζε 35 ώρες, στην πράξη μπορούσαν να βάζουν το προσωπικό να δουλεύει όποτε ήθελαν και να το «αργούν» όταν δεν υπήρχε δουλειά. 
 
Στην εξωτερική πολιτική το «ανθρώπινο πρόσωπο» δεν σήμαινε και πολλά, όταν η κυβέρνηση της «πληθυντικής αριστεράς» συμμετείχε με ενθουσιασμό στο ΝΑΤΟϊκό πόλεμο στη Σερβία το 1999. 
 
Η απογοήτευση που σκόρπισε η «πληθυντική αριστερά» έγινε το θερμοκήπιο για την ανάπτυξη των φασιστών. Το 2002 έγιναν προεδρικές εκλογές στην Γαλλία. Ο Ζοσπέν κατέβηκε υποψήφιος και ήρθε τρίτος, πίσω από τον Ζαν Μαρί Λεπέν του φασιστικού Εθνικού Μετώπου. Ο Ρομπέρ Υ, του ΚΚΓ πήρε 3,6%. Δυο μήνες μετά η «πληθυντική αριστερά» έχασε τις βουλευτικές εκλογές. 
 
Δεν υπήρχε τίποτα μοιραίο σε αυτή τη διαδρομή που μοιάζει με εκκρεμές. Δεν είναι μοιραίο ότι οι ελπίδες που γεννάνε οι αγώνες των εργατών και της νεολαίας θα πνίγονται στα κρύα νερά της προσαρμογής, στο «ρεαλισμό» της ρεφορμιστικής αριστεράς. Τα παθήματα της γαλλικής αριστεράς είναι μαθήματα για να χτίσουμε την επαναστατική αριστερά που δεν θα διαψεύσει ελπίδες, γιατί θα πηγαίνει την σύγκρουση με τον καπιταλισμό μέχρι τέλους.