Πολιτική
Αντικαπιταλιστική ανατροπή, ο “ρεαλιστικός” δρόμος οδηγεί σε ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Σύνταγμα 26 Φλεβάρη

Η πρώτη μεγάλη μάχη που ήδη πριν από τις εκλογές γνώριζε ότι είχε να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση, ήταν αυτή της παράτασης ή όχι του μνημονίου και της δανειακής σύμβασης μέσα στον Φλεβάρη.

Το κυβερνητικό πρόγραμμα που είχε αναπτύξει ο Τσίπρας στη ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβρη διακήρυττε ότι η νέα κυβέρνηση: *Θα αντικαταστήσει το μνημόνιο από τις πρώτες μέρες ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων. *Θα διαπραγματευθεί κούρεμα του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και για το υπόλοιπο θα ζητήσει ρήτρες ανάπτυξης. *Θα ζητήσει «περίοδο χάριτος, δηλαδή «moratorium», στην εξυπηρέτησή του, για την άμεση εξοικονόμηση πόρων για την ανάπτυξη».
 
Τέσσερις μήνες αργότερα, η κυβέρνηση: *Ξεκίνησε την διαπραγμάτευση αποδεχόμενη σαν «καλό» το 70% του μνημονίου. *Ζήτησε «απομείωση» του χρέους μέσα από την αντικατάσταση μέρους των ομολόγων με νέα με ρήτρα ανάπτυξης ή με ομόλογα χωρίς ημερομηνία λήξης. Πρότεινε μια διεθνή διάσκεψη για όλες τις χρεωμένες χώρες σαν αυτή της μεταπολεμικής Γερμανίας το 1953. Και αιτήθηκε ένα τετράμηνο-εξάμηνο χωρίς «πρόγραμμα» για να μπορέσει να υλοποιήσει έστω κάποιες από τις δεσμεύσεις της.

Επιτήρηση

Το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης ήταν: η κυβέρνηση ασχέτως διατυπώσεων αντί για moratorium να αποδεχτεί τετράμηνη παράταση του μνημονίου κάτω από ασφυκτική επιτήρηση της τρόικας.
 
Να υπογράψει ότι θα πληρώσει τα χρέη της στο «ακέραιο και εγκαίρως» στους πιστωτές της - ελπίζοντας ότι στο νέο «πρόγραμμα» που έρχεται μετά τον Ιούνη θα πετύχει «διευκολύνσεις» εξυπηρέτησης του χρέους (που ούτως ή άλλως είχαν υποσχεθεί οι «δανειστές» στην περίπτωση φυσικά που «μεταρρυθμίσεις» και πλεονάσματα θα έχουν προχωρήσει). 
 
Η όποια συζήτηση περί διάσκεψης για το χρέος κόπηκε αμέσως μετά τη δήλωση του Ντάισελμπλουμ: «Μια τέτοια διάσκεψη για αναδιάρθρωση χρέους ήδη υπάρχει. Λέγεται Eurogroup, όπως γνωρίζετε...». Και η διαπραγμάτευση έκλεισε με το περιπαικτικό υστερόγραφο του Σόιμπλε: «Να πάει ο Τσίπρας να εξηγήσει στους ψηφοφόρους του τι υπέγραψε».
 
Ήταν αναμενόμενη αυτή η έκβαση; Η ένταση με την οποία μπήκαν οι δανειστές σε αυτήν την αντιπαράθεση καθώς και η στάση πολλών διεθνών ΜΜΕ, έδειχνε την έκδηλη ανησυχία τους. Ο κόσμος βγήκε μαζικά στους δρόμους για να πει όχι στους εκβιασμούς, ό, τι και να έλεγε ο Τσίπρας στις Βρυξέλλες για «φιλοευρωπαϊκές εκδηλώσεις». Η υποστήριξη ξεπερνούσε τα ποσοστά των εκλογών στέλνοντας μήνυμα ότι εργαζόμενοι και λαός ήταν διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε ρήξη. Δυστυχώς, αυτήν την πολιτική ευκαιρία, την ιδιαίτερη στιγμή να συγκρουστεί με τους «θεσμούς», με νωπή ακόμα την εκλογή στις κάλπες, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την χαράμισε. 
 
H διαπραγμάτευση πήγε άπατη, όχι απλά λόγω της έλλειψης χρόνου, των λανθασμένων χειρισμών ή της υποχωρητικής τακτικής (που προφανώς αφορούν όλη την κυβέρνηση και όχι μόνο όσους την χειρίστηκαν). 
 
Ήταν η λογική κατάληξη μιας συνολικά λάθος στρατηγικής. Αυτή η στρατηγική ήταν από την αρχή στο επίκεντρο της ίδιας της συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ πριν από δέκα περίπου χρόνια.
 
Πριν ακόμα καν έρθει η κρίση του 2008 και τα μνημόνια, πριν ακόμα καν δημιουργηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ο «Συνασπισμός της Αριστεράς, της Προόδου και της Οικολογίας» είχε ήδη διαμορφώσει ένα πρόγραμμα που είχε στην προμετωπίδα του την πάλη ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό.
 
Στις εργασίες του 4ου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ που έγινε στην Αθήνα το 2006, η βασική πολιτική διαμάχη αφορούσε αυτό ακριβώς το ζήτημα, αν δηλαδή απέναντι στο ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και τους υπόλοιπους καπιταλιστικούς θεσμούς χρειαζόμαστε ένα κίνημα που παλεύει για μια μη νεοφιλελεύθερη και πιο «κοινωνική» διαχείριση του καπιταλισμού ή ένα κίνημα που παλεύει ενάντια στον καπιταλισμό. Πάνω στην πρώτη γραμμή, ο ΣΥΝ και μια σειρά οργανώσεις συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ.
 
Οι εκλογές του 2012 αποτέλεσαν καμπή για να αρχίσει να συγκεκριμενοποιείται αυτή η γραμμή. Οι τεράστιοι αγώνες που διέλυσαν τα κόμματα της κυρίαρχης τάξης ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερη δύναμη και άνοιξαν την προοπτική, εφόσον γίνει κυβέρνηση, να προσπαθήσει να κάνει πράξη ένα αντινεοφιλελεύθερο πρόγραμμα διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού. Μια υπόσχεση, στην ουσία, ότι μπορούν να συνυπάρξουν τα συμφέροντα των ανέργων, των εργαζόμενων και των φτωχών με αυτά των τραπεζιτών, των βιομηχάνων, της ΕΕ, του ΔΝΤ.
 
Έτσι, απέναντι στους «σκληρούς νεοφιλελεύθερους Γερμανούς και Φινλανδούς» άρχισε η αναζήτηση συμμάχων στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η εκλογή του Ολάντ το 2012 στην προεδρία της Γαλλίας θεωρήθηκε από την Αυγή τεράστια επιτυχία στον δρόμο για μια «άλλη Ευρώπη». Αυτή η στρατηγική συνέχισε να αναπτύσσεται και εκφράστηκε γλαφυρά στο κεντρικό προεκλογικό σύνθημα «Ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται, η Ευρώπη αλλάζει».
 
Ανάμεσα στους «συμμάχους» και οι ΗΠΑ του Ομπάμα του οποίου η πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης», δηλαδή τυπώματος φτηνού χρήματος για τις τράπεζες, παρουσιάστηκε λίγο ως πολύ σαν το πρότυπο της «κοινωνικής πολιτικής» που θα έπρεπε να ακολουθήσει η ΕΕ. 
 
Έτσι, η ποσοτική χαλάρωση του 1,1 τρις ευρώ που εξήγγειλε για την ΕΕ ο Ντράγκι από την ΕΚΤ λίγο πριν τις εκλογές χαιρετίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ σαν νίκη του κινήματος, ότι η ΕΕ και η ευρωζώνη ανοίγουν έμπρακτα το δρόμο για να αντιμετωπιστεί η ανθρωπιστική κρίση και να αρχίσει η «ανάπτυξη». 
 
Στο μεταξύ, εσωτερικά στον ΣΥΡΙΖΑ η «βίαια ωρίμανση» που εξήγγειλε το καλοκαίρι του 2012 ο Δραγασάκης είχε ήδη σημάνει την εγκατάλειψη του συνθήματος «καμιά θυσία για το ευρώ» και λίγο πριν τις εκλογές την εγκατάλειψη του αιτήματος του «κουρέματος» του μεγαλύτερου μέρους του χρέους.

Άγρια

Αυτή η στρατηγική, οι αυταπάτες για τα περιθώρια εντός ΕΕ, ποδοπατήθηκαν άγρια στην διάρκεια των διαπραγματεύσεων. 
 
Η απόλυτη ευθυγράμμιση Ομπάμα-Ολάντ-Μέρκελ-Ντράγκι- ότι σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει την πολιτική των «μεταρρυθμίσεων», ήρθε να αποδείξει ότι (ανεξάρτητα με τις διαφωνίες που μπορεί να υπάρχουν ανάμεσά τους) συμφωνούν στην συνέχιση της σκληρής λιτότητας:
 
Το ελληνικό κράτος θα πρέπει να συνεχίσει να πληρώνει (και να αυξάνει συνεχώς) το χρέος του δανειζόμενο νέα πακέτα χρηματοδότησης με μόνο αποδέκτη τις τράπεζες. Επιβάλλοντας σαν «αντάλλαγμα», σκληρές περικοπές προκειμένου να έχει πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και προωθώντας ιδιωτικοποιήσεις φιλέτων για τις πολυεθνικές.
 
Είναι ο γνώριμος τρόπος, με τον οποίον στο παρελθόν διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ οδήγησαν στην χρεοκοπία και την καταστροφή δεκάδες χώρες σε όλο τον πλανήτη, αυτός που εφαρμόζουν μαζί τους σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις χώρες της Ευρώπης. Γιατί, ό, τι και να λένε οι υπερασπιστές του «ευρωμονόδρομου», αποδείχτηκε ξανά ότι είναι «θεσμοί» κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα των καπιταλιστών και όχι των λαών. Αυτοί που θα ωφεληθούν από τις δόσεις είναι οι τραπεζίτες και από τα μέτρα οι βιομήχανοι. Η πανηγυρική ανακοίνωση του ΣΕΒ για την Συμφωνία και η αλλαγή της στάσης των ΜΜΕ δεν αφήνει περιθώρια για παρεξηγήσεις σχετικά με το ποιος νοιώθει κερδισμένος, δίπλα στο Σόιμπλε και τους λοιπούς «εταίρους». 
 
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μετεωρολόγος για να δει που φυσάει ο άνεμος. Ο «ρεαλιστικός» δρόμος της «συνεννόησης με τους δανειστές για το χρέος», της συμμαχίας με τις «προοδευτικές δυνάμεις» της ΕΕ και τον Ομπάμα, του «κοινωνικού συμβολαίου» με τους καπιταλιστές, ο «μονόδρομος του ευρώ και της ΕΕ» καταλήγει σε πλήρες αδιέξοδο. 
 
Οι επόμενοι μήνες θα είναι γεμάτοι από νέους εκβιασμούς των καπιταλιστών. Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να ισορροπήσει ανάμεσα στον έλεγχο της τρόικας και τις υποσχέσεις του ήδη γέρνει μονόμπαντα και μπάζει νερά. Η εργατική τάξη χρειάζεται να χτίσει ξανά την δική της εναλλακτική προοπτική. Οργανώνοντας τους αγώνες για να πάρουμε πίσω όσα μας λεηλάτησαν, απλώνοντας παντού το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, χτίζοντας την επαναστατική αριστερά της ανατροπής και της ελπίδας.
 

Μέτρα για το σήμερα

Στάση πληρωμών και ολική διαγραφή του χρέους. Εξοδος από το ευρώ και την ΕΕ. Κρατικοποίηση των τραπεζών. Εργατικός έλεγχος.
 
Πολλές φορές στην διάρκεια των τελευταίων χρόνων, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αγανάκτησαν καθώς βρέθηκαν αδίκως να κατηγορούνται από Σαμαροβενιζέλους ότι το κόμμα τους έχει υιοθετήσει κάποια από τις παραπάνω θέσεις. 
 
Είναι οι θέσεις, που συνθέτουν το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πέντε χρόνια τώρα έχουν εκφραστεί δυναμικά μέσα στους αγώνες μπολιάζοντας τη συζήτηση μέσα στο κίνημα και την Αριστερά.
 
Πρόκειται για θέσεις που δεν αφορούν το απώτερο μέλλον, όταν αλλάξουν οι «ταξικοί συσχετισμοί» και εφόσον και άμα «ωριμάσουν οι συνθήκες». Αφορούν το σήμερα και η άμεση εφαρμογή τους αποτελεί την μόνη ρεαλιστική απάντηση στους συνεχείς εκβιασμούς των καπιταλιστών και των πολιτικών τους εκπροσώπων σε Ευρώπη και Ελλάδα. 
 
Aπάντηση στις συνεχείς μονομερείς κινήσεις των Ντράγκι και των Ντάισελμπλουμ ότι θα κλείσουν τη στρόφιγγα της ρευστότητας είναι η μονομερής διαγραφή του συνόλου των 320 δις ευρώ του χρέους. Είναι ο τρόπος για να σταματήσουμε τον φαύλο κύκλο των νέων δανείων για να πληρώνουμε τους τόκους των παλιών που διογκώνει συνέχεια το χρέος. 
 
Η πολιτική του ΔΝΤ και της ΕΕ έχει οδηγήσει στη συρρίκνωση του ΑΕΠ της Ελλάδας σε ποσοστό που ξεπερνάει το 25% του ΑΕΠ μέσα σε πέντε χρόνια, και μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη πτώση στη Γερμανία της δεκαετίας του ’30. Μια έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ θα μας απελευθερώσει από τις επιταγές λιτότητας που θέτει σαν προϋπόθεση στα κράτη μέλη της. 

Τα λεφτά

Μα πού θα βρεθούν τα λεφτά; Δεν θα υπάρξει φυγή κεφαλαίων, μπαίνουν τα ερωτήματα. Η απάντηση στον μόνιμο εκβιασμό της εκροής κεφαλαίων από τις τράπεζες είναι η κρατικοποίησή τους κάτω από εργατικό έλεγχο, το μόνο μέτρο που μπορεί να εμποδίσει τους κερδοσκόπους να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους σε τράπεζες του εξωτερικού ή σε γερμανικά ομόλογα όπως παρατηρήθηκε τον προηγούμενο μήνα.
 
Και μόνο η στάση πληρωμών των τόκων στους «δανειστές» μπορεί να εξασφαλίσει κατά μέσο όρο 5-10 δις ευρώ που πληρώνονται κάθε έτος για τόκους από τον κρατικό προϋπολογισμό. 
 
Η φορολόγηση των κερδών που την τελευταία πενταετία της κρίσης ποτέ δεν έπεσαν κάτω από τα 70 δις ευρώ (μικτά) είναι μια άλλη πηγή εσόδων με την δήμευση των περιουσιών και των επιχειρήσεων αυτών που φοροδιαφεύγουν. Από το σύνολο των 76 δις ευρώ των ληξιπρόθεσμων χρεών στην εφορία, τα 60,4 δις, πάνω από τα 3/4, δηλαδή αφορούν τους λίγους: 2.500 φυσικά πρόσωπα και 4.000 επιχειρήσεις. Αντίθετα σχεδόν 3,4 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα και 371.000 επιχειρήσεις χρωστάνε μόλις 2,3 δις ευρώ!
 

Κάτω από των έλεγχο των εργαζομένων

Αλλαγή νομισματικής πολιτικής, μονομερείς διαγραφές χρεών έχουν γίνει ουκ ολίγες φορές και σε διάφορες χώρες. Το 1933 στις ΗΠΑ ο Ρούζβελτ είχε κλείσει τις αμερικάνικες τράπεζες για βδομάδες. Στο Ιράν στη διάρκεια της επανάστασης που γκρέμισε το Σάχη το 1979 οι τράπεζες έκλεισαν και η εκροή κεφαλαίων σταμάτησε την ίδια στιγμή. Πιο πρόσφατα, η Αργεντινή το 2001 αποσύνδεσε το νόμισμά της το -πέσο- από την ισοτιμία με το δολάριο. Η Ισλανδία το 2008 αρνήθηκε να πληρώσει χρέος ίσο με το μισό ΑΕΠ της στις βρετανικές και ολλανδικές τράπεζες.
 
Όμως η εφαρμογή επιλεκτικά του ενός ή του άλλου μέτρου δεν καταλήγουν υποχρεωτικά θετικά για την εργατική τάξη και τους φτωχούς, ούτε λύνουν το πρόβλημα. Όσον αφορά στο πρώτο παράδειγμα, η κρατικοποίηση των τραπεζών και το Nιού Nτίλ δεν κατάφερε να βάλει τέλος στην ύφεση της δεκαετίας του ‘30, κάτι που ήρθε μόνο με την καταστροφή κεφαλαίων που προκάλεσε ο πόλεμος.
 
Στην Ισλανδία ο συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων που κυβέρνησε τα επόμενα χρόνια κατάφερε στις εκλογές του 2013 να καταποντιστεί (τις εκλογές κέρδισαν ξανά τα κόμματα που ο λαός είχε γκρεμίσει το 2008) γιατί μετατράπηκε σε διεκπεραιωτή μιας πολιτικής «αριστερής» λιτότητας «για να βγει η χώρα από την κρίση».
 
Όπως χαρακτηριστικά δήλωνε στην Αυγή ο Στέινγκριμουρ υπουργός Οικονομικών της Αριστεροπράσινης κυβέρνησης: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για σκληρά μέτρα. Έπρεπε να περικόψουμε δαπάνες, η κρίση στην Ισλανδία ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσαμε να επιλέξουμε αν θα κόψουμε αυτό ή το άλλο, έπρεπε να κοπούν και τα δύο...»
 
Στην Αργεντινή, η ελεγχόμενη διολίσθηση του εθνικού νομίσματος όταν άρχισε να εφαρμόζεται δεν αποτέλεσε εργαλείο φιλεργατικής πολιτικής της κυβέρνησης Κίρχνερ, αλλά εργαλείο τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η αποσύνδεση του πέσο από το δολάριο και η υποτίμηση έδωσαν ώθηση στις εξαγωγές οι οποίες ευνοήθηκαν από την άνοδο της τιμής των πρώτων υλών στις διεθνείς αγορές όμως, το κόστος της υποτίμησης το φορτώθηκαν οι εργάτες που το εισόδημά τους έχει μειωθεί 40%, ενώ οι περισσότερες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί παρέμειναν «επισφαλείς» και τρία εκατομμύρια εργατικές οικογένειες εξακολουθούν να στερούνται πρόσβαση σε αξιοπρεπή κατοικία. 
 
Το ζήτημα που προκύπτει είναι ότι το πρόγραμμα διαγραφής του χρέους και αποδέσμευσης του νομίσματος πρέπει να συνοδεύεται από μέτρα που απαντούν στο ερώτημα: ποιος έχει τον έλεγχο πάνω στο νόμισμα, την ροή των κεφαλαίων, τα μέσα παραγωγής, τον πλούτο που παράγεται; 
Στην Ελλάδα, η έξοδος από το ευρώ και ένα φθηνότερο νόμισμα θα ενισχύσει τις εξαγωγές. Ποιος όμως θα ωφεληθεί από αυτό, οι βιομήχανοι όπως συνέβαινε επί δεκαετίες πριν μπούμε στο ευρώ ή οι εργαζόμενοι; Το συνάλλαγμα θα μπορεί να εισρέει άφθονο από τον τουρισμό. Σε ποιες τσέπες όμως θα καταλήγει, των ξενοδόχων, των εφοπλιστών της ακτοπλοΐας, των ιδιωτικών αεροπορικών εταιριών ή των εργαζομένων σε αυτές;
 
Όσοι εντάσσουν την έξοδο από το ευρώ, την κρατικοποίηση των τραπεζών και τη διαγραφή του χρέους σε σχέδια «εθνικής ανασυγκρότησης» στην ουσία προτείνουν ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» στους έλληνες καπιταλιστές, ότι θα είναι ίσως καλύτερα γι’ αυτούς να ακολουθήσουν ένα άλλο, κεϋνσιανό μοντέλο.

Ξεκάθαρα

Ακόμα και αν κάνουν στροφή και αποδεχτούν κάτι τέτοιο, η όποια ανάπτυξη και όφελος υπάρξει, θα πατήσει στις πλάτες και τις θυσίες των εργαζομένων, όπως δείχνει ξεκάθαρα το παράδειγμα της Αργεντινής. Και φυσικά δεν πρόκειται να ξεφύγει από ένα περιβάλλον παγκόσμιας ύφεσης.
 
Για όλους τους παραπάνω λόγους το κρίσιμο μέτρο που συνδέει σαν κόκκινο νήμα το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης είναι το ζήτημα του εργατικού ελέγχου.
 
Κρατικοποίηση και εργατικός έλεγχος στις τράπεζες για να μη φύγουν κεφάλαια, κρατικοποίηση και έλεγχο στα εργοστάσια που κλείνουν για να μην απολυθεί κανείς εργάτης, έλεγχος στα ΜΜΕ για να σπάει η προπαγάνδα και να έχουμε πραγματική ενημέρωση όπως μας δίδαξε η ΕΡΤopen, εργατικός έλεγχος στις δαπάνες του δημοσίου για να καταλήγουν στα νοσοκομεία, τα σχολεία, τις ανάγκες και όχι στους εργολάβους. 
 
Δεν θα είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον αγώνα. Αν οι αγώνες των τελευταίων πέντε ετών και η άνοδος της Αριστεράς στην Ελλάδα έχουν καταφέρει να εμπνεύσουν το εργατικό κίνημα σε όλο τον κόσμο, φανταστείτε τι πολιτικό σεισμό και έμπνευση θα δημιουργήσει η προσπάθεια για ένα τέτοιο επαναστατικό πρόγραμμα.
 

Βαθιά κρίση

Η συνταγή ενός συνδυασμού σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής και ποσοτικής χαλάρωσης τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, έχει σημάνει μια αναιμική ανάκαμψη, αλλά δεν έχει σημάνει απολύτως καμιά καλυτέρευση στις ζωές των φτωχών αμερικάνων. Αντιθέτως έχει διαψεύσει δραματικά τις προσδοκίες του κόσμου που στήριξε την κυβέρνηση Ομπάμα.
 
Όμως ακόμα και αυτή η ασθενική ανάπτυξη βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ύφεση με ρυθμό ανάπτυξης 2,2% στο τέταρτο τρίμηνο του 2014 ενώ στο αντίστοιχο του 2013, το αμερικανικό ΑΕΠ είχε αναπτυχθεί με ρυθμό 5%. Και στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία και αλλού αυτή η συνταγή έχει αρχίσει να δείχνει τα όριά της οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία σε νέα ύφεση, ενώ στο μεταξύ το παγκόσμιο χρέος έχει εκτιναχτεί στο 286% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
 
Στο μεγαλύτερό του ποσοστό αυτό το χρήμα χρησιμοποιείται για εύκολα κέρδη σε κερδοσκοπικές φούσκες, για αγορά ακίνητης περιουσίας ή απλά παραμένει στα χρηματοκιβώτια. Και η αιτία για αυτό δεν είναι ότι υπάρχουν οι «κακοί» κερδοσκόποι και οι «καλοί» καπιταλιστές, ο «κακός» καπιταλισμός-καζίνο και ο «καλός» καπιταλισμός της ανάπτυξης. 
 
Αιτία είναι η βαθιά κρίση του καπιταλισμού. Οι καπιταλιστές που παγκοσμίως ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε έναν αέναο αγώνα «επιβίωσης» για να κρατήσουν ψηλά το ποσοστό κέρδους, δεν ρισκάρουν επενδύσεις με αβέβαια έκβαση δημιουργώντας μεγαλύτερη ύφεση. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην διαχείριση αλλά στην ίδια την φύση του καπιταλισμού και δεν μπορεί να λυθεί παρά με την ανατροπή του.