Ιδέες
Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας

“Η σταθερή, ακαταμάχητη άνοδος της εργατικής τάξης είναι το κορυφαίο γεγονός του 19ου αιώνα. Το 1830, το 1848, το 1870, ο λαός κυρίευσε το Δημαρχείο, για να το παραχωρήσει πολύ γρήγορα σ’ εκείνους που έκλεβαν τις νίκες του. Το 1871 θα μείνει εκεί, θα αρνηθεί να το παραδώσει και, για περισσότερο από 2 μήνες, θα διοικήσει, θα κυβερνήσει, θα οδηγήσει την πόλη στη μάχη”.
 
Η Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871 του Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ σε κερδίζει κυριολεκτικά από τον πρόλογο. Όχι τυχαία. Ο συγγραφέας της ήταν ο ίδιος ένας αγωνιστής της Κομμούνας, ένας στρατιώτης που πολέμησε μέχρι τέλους στα οδοφράγματα για την υπεράσπιση της πρώτης εργατικής κυβέρνησης στην ιστορία. Από αυτή την πλευρά γράφει, στα πέντε χρόνια της αυτοεξορίας του μετά την πτώση της, αξιοποιώντας την εμπειρία που είχε πιο πριν ως δημοσιογράφος.
 
Η “έφοδος στον ουρανό”, όπως χαρακτήρισε την επανάσταση ο Μαρξ, των εργατών και εργατριών του Παρισιού ξεκίνησε στις 18 Μάρτη του 1871. Το προηγούμενο καλοκαίρι, ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ’ είχε εξαπολύσει έναν “ένδοξο πόλεμο” ενάντια στην Πρωσία. Όμως, ο πόλεμος ήταν ένα φιάσκο. Ολόκληρες γαλλικές στρατιές κι ο ίδιος ο αυτοκράτορας περικυκλώθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν. Η μοναρχία κατέρρευσε. Ο πρωσικός στρατός πολιόρκησε το Παρίσι κι από τον Γενάρη του 1871 άρχισε να το βομβαρδίζει συστηματικά.
 
Πολιορκία
 
Τα τάγματα της Εθνοφρουράς του Παρισιού, που ενίσχυαν τον τακτικό στρατό στη διάρκεια της πολιορκίας, τα αποτελούσαν 300.000 πολιτοφύλακες. Η συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν εργάτες. Στις 18 Μάρτη, κι ενώ είχε υπογράψει ανακωχή με τους Πρώσους, η κυβέρνηση “εθνικής άμυνας” με επικεφαλής τον Αδόλφο Θιέρσο που είχε έρθει στην εξουσία, διέταξε τον στρατό να κατασχέσει τα όπλα της Εθνοφρουράς. Οι στρατιώτες έστρεψαν τα όπλα τους στους αξιωματικούς τους. Η επιχείρηση αφοπλισμού απέτυχε. Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς ανέλαβε την εξουσία και η κυβέρνηση με όλο το πλούσιο Παρίσι κατέφυγε τρομαγμένη στις Βερσαλλίες.
 
Στις 19 Μαρτίου “Η κόκκινη σημαία κυματίζει στο Δημαρχείο. Μαζί με την πρωινή ομίχλη θα εξαφανισθούν ο στρατός, η Κυβέρνηση και η Διοίκηση”, όπως περιγράφει ο Λισαγκαρέ. Το χάος που έχει αφήσει πίσω της η άρχουσα τάξη αντιμετωπίζεται με πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα και -κυρίως- ικανότητα. “Εφορίες, συγκοινωνίες, φωτισμός, αγορές, κοινωνική πρόνοια, τηλεγραφείο, όλο το αναπνευστικό και πεπτικό σύστημα της πόλης του 1.600.000 ψυχών, χρειάζεται ριζική αναδιοργάνωση. Ορισμένοι δήμαρχοι είχαν αποσφραγίσει τα μητρώα και το ταμείο του Δήμου τους. Η στρατιωτική επιμελητεία είχε εγκαταλείψει στην τύχη τους 6.000 ασθενείς στα νοσοκομεία και στα κινητά ιατρεία. Ο κ. Θιέρσος είχε προσπαθήσει να παραλύσει ακόμα και τη λειτουργία των νεκροταφείων. Ο δυστυχής! Ποτέ δεν έμαθε τίποτα για το Παρίσι, για την ανεξάντλητη δύναμή του, για τη θαυμαστή ευελιξία του. Από παντού σπεύδουν να βοηθήσουν την Κεντρική Επιτροπή. Οι Επιτροπές των Διαμερισμάτων εφοδιάζουν τους Δήμους με προσωπικό”.
 
Στις 26 Μάρτη τα είκοσι διαμερίσματα του Παρισιού εκλέγουν την Κομμούνα, ένα όργανο αυτοδιοίκησης που είχε γνωρίσει δόξες στην πιο ριζοσπαστική φάση της Γαλλικής Επανάστασης. Όμως, η Κομμούνα δεν ήταν συνέχεια εκείνης της επανάστασης. Ήταν η ενσάρκωση μιας νέας, της εργατικής. Την Κομμούνα συγκροτούν αντιπρόσωποι αιρετοί και άμεσα ανακλητοί. Πληρώνονται όλοι σαν εργάτες ενώ αποτελούν ενα νομοθετικό και εκτελεστικό σώμα μαζί. Έτσι, οι υπηρεσίες “θα βρεθούν υπό την επιδέξια και φειδωλή διαχείριση –το ανώτατο όριο αποδοχών, 6.000 φρ., δεν θα το φτάσει ποτέ κανείς- ανθρώπων που δεν είχαν σχέση με αυτό το επάγγελμα [εργάτες, κατώτεροι υπάλληλοι], κι αυτό στα μάτια της μπουρζουαζίας των Βερσαλλιών ήταν ένα απ’ τα μεγαλύτερα εγκλήματά τους”.
 
Μέσα από το δίτομο έργο του Λισαγκαρέ μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει το βαθμό της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης που άγγιξαν μέσα σε λίγες μέρες οι εργάτες. Με το πρώτο της διάταγμα, αποτέλεσμα συζήτησης που δεν ξεπερνά τη μία-μιάμιση ώρα, η Κομμούνα “διαγράφει τα χρέη από ενοίκια για το διάστημα Οκτωβρίου 1870 – Ιουλίου 1871, όπως και τα οφειλόμενα ποσά για τα ενοίκια των επιπλωμένων κατοικιών. Οι Βερσαλλίες δεν προσφέρουν παρά μόνο αναβολές –είναι άδικο. Η Κομμούνα παρέχει εξοφλητήριο, λέγοντας, και με το δίκιο της, ότι η ιδιοκτησία οφείλει να πληρώσει το μερίδιό της στις θυσίες”.
 
Τον ίδιο ταξικό χαρακτήρα έχουν όλες οι αποφάσεις της. “Στο αίτημα πολλών εργατών αρτοποιΐας, η Επιτροπή [Εργασίας και Εμπορίου] απάντησε με την κατάργηση της νυχτερινής εργασίας, μέτρο τόσο ηθικής τάξεως όσο και υγιεινής. Ετοίμασε επίσης ένα σχέδιο κατάργησης των ενεχυροδανειστηρίων και ένα διάταγμα που αφορούσε τα εγκαταλελειμένα από τους ιδιοκτήτες τους εργαστήρια. Το σχέδιο προέβλεπε δωρεάν επιστροφή του ενέχυρου στα θύματα του πολέμου και τους απόρους...
 
Το διάταγμα που καταργούσε τις κρατήσεις από τις αποδοχές και τους μισθούς, έθεσε τέλος σε μια από τις πιο κραυγαλέες αδικίες του καπιταλιστικού καθεστώτος, εφ'όσον τα πρόστιμα αυτά επέβαλε, συχνά με το πιο γελοίο πρόσχημα, ο ίδιος ο εργοδότης, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και κριτής και κρινόμενος. Το διάταγμα που αφορούσε τα εγκαταλελειμμένα εργαστήρια, απέδιδε στην μάζα των απόκληρων την κυριότητα της εργασίας τους. Mια επιτροπή έρευνας, εκλεγμένη από τα συνδικάτα, έπρεπε να εκπονήσει την στατιστική μελέτη και απογραφή των εγκαταλελειμμένων εργαστηρίων, τα οποία θα ξαναπερνούσαν στα χέρια των εργατών”.
 
Όσοι ξεσηκώθηκαν αποδείχτηκαν οι πιο ικανοί να αλλάξουν τη ζωή τους. “Nαι, ήταν άσημοι, όλοι τους σχεδόν ελλειπούς μορφώσεως, ενώ κάποιοι απ' αυτούς υπερενθουσιώδεις. O λαός όμως ήταν μαζί τους και τους έστελνε αυτήν την πνοή έμπνευσης από την Kομμούνα του 1792-93. Το Παρίσι ήταν το κάρβουνο, το Δημαρχείο η φλόγα. Mέσα σ' αυτό το Δημαρχείο, όπου μεγαλώνυμοι αστοί είχαν συσσωρεύσει ήττες επί προδοσιών, οι νεόφερτοι συνάντησαν την νίκη επειδή αφουγκράστηκαν το Παρίσι”.
 
Η Κομμούνα δεν ήταν ένα απολίτικο σώμα. Στις γραμμές της υπήρχαν οργανωμένες τάσεις και ρεύματα. Οι αδυναμίες τους ήταν κι οι αδυναμίες της Κομμούνας. Ο τόνος με τον οποίο ο Λισαγκαρέ κάνει κριτική στα λάθη της Κομμούνας είναι ιδιαίτερα σκληρός. Αυτό έχει εξήγηση. Εκφράζει την αγωνία ενός ανθρώπου που εκτός από το μεγαλείο της επανάστασης γνώρισε και το ανώτατο, μέχρι τότε, σημείο της αγριότητας που μπορεί να φτάσει η άρχουσα τάξη για να μην χάσει την εξουσία της.
 
Εξάπλωση
 
Να πως σχολιάζει για παράδειγμα ο Λισαγκαρέ την επιλογή της Κομμούνας πάνω στο ζήτημα της εξάπλωσης της επανάστασης: “Η συζήτηση ήταν πολύ έντονη. Υπήρχαν μανιακοί της νομιμότητας μέσα σ' αυτό το εκτός νόμου Δημαρχείο. Το Παρίσι έπρεπε να στραγγαλισθεί με τις σωτήριες αρχές τους. Ήδη, εν ονόματι της αγίας αυτονομίας που απαγορεύει την παραβίαση της αυτονομίας του γείτονα, η Εκτελεστική Επιτροπή είχε αρνηθεί να εξοπλίσει τις γύρω από το Παρίσι κομμούνες που ζητούσαν να βαδίσουν κατά των Βερσαλλιών. Ο κ. Θιέρσος δεν θα μπορούσε να πάρει καλύτερο μέτρο για ν' απομονώσει το Παρίσι”.
 
Τον ίδιο επικριτικό τόνο έχει και για την στάση της Κομμούνας απέναντι στην Τράπεζα της Γαλλίας. “Κάθε σοβαρή εξέγερση ξεκινά με την κατάληψη του νευραλγικού κέντρου του εχθρού: του θησαυροφυλακίου. Η Κομμούνα είναι η μόνη [επαναστατική Κυβέρνηση] που αρνήθηκε να το πράξει. Ενώ κατήργησε τον εκκλησιαστικό προϋπολογισμό που καταρτιζόταν στις Βερσαλλίες, έμεινε εκστατική μπροστά στο θησαυροφυλάκιο της μεγαλοαστικής τάξης, το οποίο είχε στο χέρι”.
 
Η Κομμούνα άντεξε 72 μέρες. Το σφαγείο της Αιματηρής Εβδομάδας στο οποίο κατέληξε με τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τους πολύ περισσότερους καταδικασμένους σε εξορία και καταναγκαστικά έργα τους επόμενους μήνες και χρόνια, έδειξε πόσο κρίσιμα ήταν αυτά τα διλήμματα. Γι’ αυτό και σαν πολιτικά συμπεράσματα παραμένουν πολύτιμα στις “νέες εφόδους στον ουρανό” που είναι μπροστά μας.